Και δεύτερη απώλεια  για την ελληνική τέχνη μέσα σε λίγες ώρες. Μετά τον Δημήτρη Μυταρά, άφησε χθες την τελευταία του πνοή στη Ρώμη όπου ζούσε ο σπουδαίος εικαστικός καλλιτέχνης Γιάννης Κουνέλλης.

Από σήμερα το μεσημέρι η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα, στο μέγαρο του δήμου της Ρώμης. Η κηδεία του θα γίνει τη Δευτέρα, 20 Φεβρουαρίου, στις 11:30, στην εκκλησία «Σάντα Μαρία Ντελ Πόπολο», ευρύτερα γνωστή ως «Chiesa degli Artisti», (Εκκλησία των Kαλλιτεχνών), στην πλατεία του λαού της Ρώμης.

«Είναι μία ημέρα θλίψης. Έφυγε ένας μεγάλος δάσκαλος, θετός Ιταλός, ο οποίος με το έργο του επηρέασε καθοριστικά τη σύγχρονη τέχνη», έγραψε στο Twtter o Ιταλός υπουργός Πολιτισμού Ντάριο Φραντσεσκίνι.

Γεννήθηκε στον Πειραιά και μεγάλωσε στα στενά του Προφήτη Ηλία. Όσο και αν φαντάζει σήμερα απίστευτο, απορρίφθηκε από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και έτσι το 1956 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη όπου σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Στην Αιώνια Πόλη είχε εγκατασταθεί μονίμως από τότε, αν και οι περιπλανήσεις του ανά τον κόσμο για εκθέσεις ήταν πολλές.

Προτού ακόμη αποφοιτήσει από την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης, ο μέχρι τότε άγνωστος Έλληνας καθιερώθηκε από την πρώτη κιόλας ατομική έκθεσή του. Οι Ιταλοί τον υιοθέτησαν ως ώριμο καλλιτέχνη, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά. Ακολούθησε μια μεγάλη πορεία: από τις πρωτεύουσες και τα σημαντικότερα κέντρα τέχνης της Ευρώπης ώς το Σικάγο και τη Μόσχα.

Από τις αρχές του 1960 έκανε δυναμική εμφάνιση στο χώρο της σύγχρονης τέχνης και καταγράφηκε ως ο πατριάρχης της Arte Povera χρησιμοποιώντας υλικά όπως σίδερο, κάρβουνο, φωτιά, ξύλο, πέτρα κ.ά., αναδεικνύοντας μέσα από τις επιτοίχιες κατασκευές και εγκαταστάσεις του την πρωτογενή ποιητική φύση των πραγμάτων και το πολιτικό-πολιτισμικό τους βάθος.

Από την πρώτη έκθεση στη Ρώμη το 1960 μέχρι σήμερα, η «πλεύση» του Κουνέλλη ήταν συνεχής, επισκεπτόταν με μια αδιάκοπη διαδοχή τα μικρά αγκυροβόλια και τα μεγάλα «λιμάνια» της τέχνης των πιο σημαντικών πόλεων στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο: από τη Ρώμη στο Βερολίνο, από τη Νάπολη στο Παρίσι, από τη Γένοβα στο Ρότερνταμ, από την Κολονία στη Νέα Υόρκη, από το Μόναχο στο Λονδίνο, από το Σικάγο στη Ναγκόγια, από το Μόντρεαλ στη Βαρκελώνη, από το Λος Άντζελες στην Πράγα, από τη Μόσχα στην Αθήνα.

Τα κεφάλαια αυτής της «Λιμναίας Οδύσσειας» -όπως την ονόμασε ο ίδιος στο βιβλίο του- στη «θάλασσα» της σύγχρονης τέχνης, έχουν τίτλους όπως “Καρβουνιέρα”, 1967, “Άλογα”, 1969, “Φωτιές”, 1969, “Απόλλων”, 1973, “Τραγωδία των πολιτών”, 1974, “Όπερα Beuys”, Ντίσελντορφ 1988, “Άλμπατρος”, Βερολίνο 1991, “Mauser, του H. Muller (σκηνικά)”, Βερολίνο, 1992, “M/S Ιόνιον”, Πειραιάς 1994, “Lohengrin, όπερα του Ρ. Βάγκνερ (σκηνικά)”, Άμστερνταμ 2002, “Βάκχες, του Θ. Τερζόπουλου (σκηνικά)”, Ντίσελντορφ 2002, “Δίχτυ, παπούτσια”, Μολφέτα 2003, “Σιδερένια δοκάρια, ξύλο, σακιά, κάρβουνο”, Μέγαρο Μουσικής/ΕΜΣΤ, Αθήνα 2004, “Λαβύρινθος με βιβλία, μελάνι”, Μιλάνο 2006, “Καρέκλες με σάκους”, Βερολίνο 2007, “Παλτό”, Μπέργκαμο 2009, κ.ά.