Της Μαρίνας Κουρμπέλα (marinakourbela@gmail.com)

Σύμφωνα με απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. (ΔΕΕ), το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να θέτει ως προϋπόθεση την άδεια παραμονής για τη χορήγηση οικογενειακού επιδόματος.

Το ΔΕΕ με σημερινή απόφασή του δικαιώνει το Ηνωμένο Βασίλειο και επιτρέπει να θέτει ως προϋπόθεση την άδεια παραμονής για τη χορήγηση οικογενειακού επιδόματος σε υπηκόους άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε. Ο όρος που τίθεται, μολονότι θεωρείται έμμεση δυσμενής διάκριση, σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΕ, δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας των δημοσίων οικονομικών του κράτους-μέλους υποδοχής.

 

Ο κανονισμός για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης θεσπίζει μια σειρά κοινών αρχών, τις οποίες πρέπει να τηρούν οι συναφείς νομοθεσίες των κρατών-μελών, ούτως ώστε τα διάφορα εθνικά συστήματα να μη θέτουν σε δυσμενέστερη θέση τα πρόσωπα που κάνουν χρήση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής εντός της Ένωσης.

 

Μία από τις κοινές αρχές, τις οποίες τα κράτη-μέλη οφείλουν να τηρούν, είναι η αρχή της ισότητας. Στον ειδικό τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, η αρχή της ισότητας συνεπάγεται απαγόρευση οποιασδήποτε διάκρισης λόγω ιθαγένειας.

 

Πώς έχει το θέμα

Στην Επιτροπή περιήλθαν πολυάριθμες καταγγελίες από μη Βρετανούς πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και οι οποίοι κατήγγειλαν ότι οι αρμόδιες βρετανικές αρχές τούς είχαν αρνηθεί τη χορήγηση ορισμένων κοινωνικών παροχών με την αιτιολογία ότι δεν είχαν δικαίωμα διαμονής εντός της χώρας αυτής. Εκτιμώντας ότι η βρετανική νομοθεσία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του σχετικού κανονισμού, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή λόγω παράβασης κατά του Ηνωμένου Βασιλείου.

 

Η Επιτροπή παρατήρησε, συγκεκριμένα, ότι η βρετανική νομοθεσία επιβάλλει να εξακριβώνεται ότι οι αιτούντες ορισμένες κοινωνικές παροχές –μεταξύ των οποίων οικογενειακές παροχές, όπως τα οικογενειακά επιδόματα και η πίστωση φόρου λόγω τέκνου που αφορά η παρούσα υπόθεση– διαμένουν νομίμως στο βρετανικό έδαφος. Κατά την Επιτροπή, ο όρος αυτός δημιουργεί δυσμενή διάκριση και δεν συνάδει προς το πνεύμα του κανονισμού, στο μέτρο που ο κανονισμός λαμβάνει υπόψη αποκλειστικά τον τόπο της συνήθους διαμονής του αιτούντος.

 

Απαντώντας στις αιτιάσεις αυτές, το Ηνωμένο Βασίλειο, επικαλούμενο την απόφαση Brey (Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey -C -140/12). υποστηρίζει ότι το κράτος υποδοχής μπορεί θεμιτώς να απαιτήσει να χορηγούνται οι κοινωνικές παροχές μόνον σε εκείνους τους πολίτες της Ένωσης που πληρούν τις προϋποθέσεις, ώστε να έχουν δικαίωμα διαμονής στο έδαφός του, προϋποθέσεις που προβλέπονται, κατά τα ουσιώδη, από οδηγία της Ένωσης.

 

Εξάλλου, καίτοι παραδέχεται ότι η αναγνώριση του δικαιώματος στις επίμαχες κοινωνικές παροχές είναι ευχερέστερη για τους δικούς του υπηκόους (καθόσον αυτοί έχουν εξ ορισμού δικαίωμα διαμονής), εν πάση περιπτώσει, ο όρος σχετικά με το δικαίωμα διαμονής αποτελεί μέτρο που δεν είναι δυσανάλογο και αποσκοπεί στη διασφάλιση του ότι οι παροχές καταβάλλονται σε πρόσωπα επαρκώς ενσωματωμένα στο Ηνωμένο Βασίλειο.

 

Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή της Επιτροπής. Το Δικαστήριο διαπιστώνει κατ΄ αρχάς ότι οι επίμαχες παροχές αποτελούν παροχές κοινωνικής ασφάλισης και εμπίπτουν, συνεπώς, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο απορρίπτει το κύριο επιχείρημα της Επιτροπής, σύμφωνα με το οποίο η βρετανική νομοθεσία επιβάλλει πρόσθετο όρο, πέραν της συνήθους διαμονής, που προβλέπει ο κανονισμός. 

 

Κατά το Δικαστήριο, ο κανονισμός δεν οργανώνει ένα κοινό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά διατηρεί τα διάφορα εθνικά συστήματα. Συνεπώς, δεν καθορίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της ύπαρξης δικαιώματος επί των παροχών, καθόσον στη νομοθεσία κάθε κράτους-μέλους εναπόκειται, κατ΄ αρχήν, να καθορίσει τις προϋποθέσεις αυτές. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι τίποτε δεν εμποδίζει την εξάρτηση της χορήγησης κοινωνικών παροχών σε μη ασκούντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες της Ένωσης από την προϋπόθεση να πληρούν οι τελευταίοι τις προϋποθέσεις νόμιμης διαμονής εντός του κράτους-μέλους υποδοχής.

 

Όσον αφορά το επικουρικό επιχείρημα της Επιτροπής, σύμφωνα με το οποίο ο έλεγχος του δικαιώματος διαμονής συνιστά δυσμενή διάκριση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προϋπόθεση του δικαιώματος διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο δημιουργεί ανισότητα, καθόσον αυτή την προϋπόθεση την πληρούν ευχερέστερα οι ημεδαποί σε σχέση προς τους υπηκόους των άλλων κρατών-μελών. Ωστόσο, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτή η διαφορά μεταχείρισης μπορεί να δικαιολογηθεί από θεμιτό σκοπό, όπως είναι η ανάγκη προστασίας των δημοσίων οικονομικών του κράτους-μέλους υποδοχής, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού όρια.

 

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι εθνικές αρχές προβαίνουν στην εξακρίβωση της νομιμότητας της διαμονής σύμφωνα με τους όρους της οδηγίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος αυτός δεν διενεργείται συστηματικά από τις βρετανικές αρχές για κάθε αίτηση, αλλά μόνον σε περίπτωση αμφιβολίας. Συνεπώς, ο όρος αυτός δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού που επιδιώκει το Ηνωμένο Βασίλειο, δηλαδή την ανάγκη προστασίας των δημοσίων οικονομικών.