Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Χρειάστηκε ένας σκηνοθέτης από τη Μελβούρνη, όπως ο Άντριου Ντόμινικ, για να γυρίσει αυτή την ταινία για το «γιο της Μελβούρνης», τον Nick Cave.

Πρόκειται για το τόσο συγκινητικό ντοκιμαντέρ «One More Time With Feeling», που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα του φετινού 73ου Φεστιβάλ της Βενετίας. Ενα ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε για το λανσάρισμα του νέου άλμπουμ «Skeleton Tree» του Νικ Κέιβ και των Bad Seeds, με τραγούδια που ο Κέιβ έγραψε εμπνευσμένα από τον πρόσφατο θάνατο του γιου του Άρθουρ.

Τραγούδια για τη θλίψη και την απώλεια που ο σκηνοθέτης Άντριου Ντόμινικ έδωσε με τρόπο άμεσο, χρησιμοποιώντας το σύστημα του 3D (και μάλιστα σε μαυρόασπρο φιλμ) για να δώσει μιαν άλλη διάσταση στην όλη ταινία. Σκηνοθέτης μερικών εξαιρετικών ταινιών («Η δολοφονία του Τζέσι Τζέιμς», «Killing Me Softly»), ο 49χρονος Ντόμινικ, που βρίσκεται αυτές τις μέρες στο Λίντο, δέχτηκε να μας μιλήσει για την ταινία του αυτή, ταινία που γυρίστηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του Νικ Κέιβ, για να προβληθεί μια και μοναδική φορά, παγκόσμια, αύριο Πέμπτη, για το λανσάρισμα του νέου του άλμπουμ «Skeleton Tree».

 

2domin

 

– Ποιανού ιδέα ήταν η χρήση του μονόχρωμου 3D;
«Η ταινία έπρεπε να είναι είτε εξπρεσιονιστική είτε ιμπρεσιονιστική και δεν θα είχε κάποιο στόρι, γι΄ αυτό θέλησα να φτιάξω κάτι που να ήταν ένα είδος εμπειρίας, και θεώρησα πως σ΄αυτό θα βοηθούσε το 3D. Ακόμη, μου αρέσει το μαυρόασπρο φιλμ γιατί αυτό σου επιτρέπει να ξαναδείς τον κόσμο από την αρχή, με καινούργια μάτια. Κι αυτό είναι όμορφο, υπάρχει μια λιτή ποιότητα στη μουσική και πίστεψα πως αυτό θα εξυπηρετούσε την ταινία. Η ιδέα πίσω από την ταινία είναι πως αυτή θα προβληθεί παγκόσμια στις αίθουσες μια μόνο φορά, μόνο για μια μέρα. Θα είναι μια θεατρική εμπειρία. Αυτό θα είναι κάτι το φανταστικό!»

– Από πότε γνωρίζετε τον Νικ Κέιβ;
«Από το 1986. Τον γνωρίζω εδώ και 30 χρόνια. Μεγάλωσα στη Μελβούρνη και ο Νικ ήταν ο αγαπημένος γιος της Μελβούρνης. Ηταν κάτι σαν παράνομος. Γίναμε φίλοι εδώ και δέκα περίπου χρόνια. Ο γιος του πέθανε πέρσι, βρισκόμουν κι εγώ εκεί και μου ζήτησε να γυρίσουμε αυτή την ταινία. Αισθανόταν πως έπρεπε να προωθήσει το δίσκο του, ζει μια δημόσια ζωή, με τον τρόπο αυτό βγάζει το ψωμί του, αλλά δεν ήθελε να υποστεί όλα όσα γίνονται συνήθως με τον Τύπο.

 

Δεν θα ήθελε να μιλήσει σε καμιά τρακοσαριά ξένους που θα τον ρωτούσαν για το νεκρό γιο του. Υπάρχουν σίγουρα δημοσιογράφοι που ενδιαφέρονται για αυτά που τους λες, που τους αρέσει η ταινία σου και υπάρχουν και άλλοι που κάνουν απλώς τη δουλειά τους. Πιστεύω πως αυτό με το οποίο καταπιάνεται εδώ ο Νικ είναι πολύ προσωπικό και δεν θέλει να εκθέσει τον εαυτό του, κατά κάποιον τρόπο. Ταυτόχρονα αισθάνεται πως θέλει να πει στον κόσμο τι του συμβαίνει. Η οικογένεια θέλει να εξηγήσει στον κόσμο πως εκτιμά την υποστήριξη που ακολούθησε μετά το θάνατο του Άλφρεντ. Η ιδέα ήταν να γίνει μια ταινία, στην οποία θα βλέπαμε πώς αισθάνεται. Να μη χρειαστεί να πει στον καθένα ξεχωριστά πώς αισθάνεται. Αυτό το άφησε σε μένα να το πω…»

 

gyrisma

– Είχε κάποια ανάμιξη ο ίδιος στην προετοιμασία της ταινίας; Για παράδειγμα, οι ερωτήσεις που του κάνετε μέσα στο αυτοκίνητο έγιναν τυχαία ή τις είχατε προετοιμάσει;

«Η ιδέα αρχικά ήταν να τραγουδήσει αυτά τα τραγούδια. Αλλά αυτό κρατούσε μόνο 35 περίπου λεπτά, γι΄αυτό ο Νικ χρειαζόταν κι άλλο υλικό. Ετσι αρχίσαμε τα υπόλοιπα γυρίσματα. Αισθάνθηκα, βέβαια, πως η ταινία έπρεπε να καταπιαστεί με τον Άρθουρ. Αλλά αυτό δεν ήταν ένα θέμα που έπρεπε να το αντιμετωπίσεις κατευθείαν. Επειδή είναι κάτι το πολύ φρέσκο. Ο Άρθουρ πέθανε τον Ιούλιο κι εμείς αρχίσαμε τα γυρίσματα τον Φεβρουάριο. Ηταν κάτι το πολύ ακατέργαστο».

– Ο Νικ είναι πολύ κλειστός άνθρωπος, ζει μια πολύ ιδιωτική ζωή. Πώς τον καταφέρατε να ανοιχτεί;
«Δεν το σκέφτηκα καθόλου. Απλά μου ζήτησε να γυρίσουμε την ταινία και το έκανα. Έχει ιδιωτική ζωή αλλά είναι δημόσιο πρόσωπο. Τη ζωή του διαρκώς την ερευνούν και έγραψε αυτά τα τραγούδια για να πει πώς αισθάνεται και αυτό προτιμά να το κάνει περισσότερο στην τέχνη παρά στη ζωή του. Αυτό αρέσει στους καλλτέχνες. Αλλά αυτός κι εγώ μιλούσαμε πάντα για όλα αυτά τα θέματα. Κι αυτός είναι μάλλον ο λόγος που μου ζήτησε να γυρίσω την ταινία».

– Πώς αισθανθήκατε;
«Αισθάνθηκα ένα είδος σύγκρουσης, γιατί ως φίλος δεν ρωτάς κάποιον πράγματα κατευθείαν, αλλά το έκανα. Με ήθελε να είμαι πάνω απ΄ όλα σκηνοθέτης και όχι φίλος. Softly-softly, catchy monkey, όπως λένε. Το παίρνεις αργά και το αφήνεις να συμβεί. Ακόμη και το θέμα του Άρθουρ δεν ήταν κάτι που μπορούσαμε να το συζητήσουμε εύκολα. Ούτε αυτός μπορούσε να το συζητήσει εύκολα. Αλλά στη διάρκεια των μηνών αυτών κατάφερε σταδιακά να μιλήσει πιο εύκολα».

– Πιστεύετε πως μόνο κάποιος φίλος του μπορούσε να γυρίσει μια τέτοια ταινία;
«Ο Νικ έχει ένα ακόμη φίλο, τον Τζον Χίλκοουτ, που είναι κι αυτός σκηνοθέτης. Αλλά ο Τζον είναι σαν θείος του Άρθουρ. Ηταν πιο κοντά σ΄ αυτόν από μένα. Αλλά χρειαζόταν ένα φίλο, αλλά ένα φίλο που να μην ήταν λυπημένος τόσο κατάκαρδα. Ηθελε κάποιον που να είχε μια απόσταση από τα γεγονότα».

– Θα λέγατε πως το νέο άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει την Παρασκευή είναι διαφορετικό από τα άλλα του Νικ;
«Ναι. Η δουλειά του Νικ έχει αρχίσει να γίνεται πιο αφηρημένη. Τα τραγούδια του Νικ ήταν πάντα πολύ αφηγηματικά. Έλεγαν μια ιστορία και τώρα αυτό έχει αρχίσει να το παραμερίζει. Αισθάνεσαι πως οδηγείται σε κάτι που να τον αγγίζει εσωτερικά». 

– Είναι κάποιο τραγούδι που προτιμάτε περισσότερο;
«Δεν θα το έλεγα».

– Είναι πολύ συγκινητικό να ακούς αυτά τα τραγούδια…
«Ίσως το τραγούδι «I Need You» είναι το πιο αποτελεσματικό. Μοιάζει τόσο πολύ με τον Νικ. Δεν ήταν τόσο έξυπνο, τόσο κουλ, ήταν κάτι το πολύ ακατέργαστο. Δεν ξέρω αν είδατε την ταινία ώς τέλος, με τους τίτλους, γιατί εκεί υπάρχει μια εγγραφή του Skeleton που γράφτηκε δυο βδομάδες μετά το θάνατο του Άλφρεντ, που είναι συγκλονιστική».

 

cave

 

– Στην ταινία ακούμε όλα τα τραγούδια του άλμπουμ;
«Μόνο ένα δεν υπάρχει…»

– Πόσες ώρες υλικού γυρίσατε; Και πώς αποφασίζετε τι θα αφαιρέσετε;
«Πάρα, πάρα πολλές. Βασικά αρχίζεις με την κάθε μέρα. Γυρίζεις υλικό δέκα ωρών και το κόβεις σε δυο ώρες. Υστερα παίρνεις αυτές τις δυο ώρες και τις κόβεις σε 40 λεπτά. Και μετά έχεις και την αφήγηση του Νικ, που είναι σχόλιά του, ποιήματα, τραγούδια, ή κάτι που του ζητώ να γράψει πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα. Είχαμε πολλές ώρες από τέτοια και παίρνεις τα 40 λεπτά του φιλμ που έχεις κρατήσει και προσπαθείς να βάλεις διαφορετικές φωνές πάνω τους. Κάποια από αυτά λειτουργούν και τα παίρνεις και τα κολλάς όλα μαζί… Κάτι τέτοιο…»

– Εκείνος σας είπε τι να χρησιμοποιήσετε από όλα αυτά;
«Η συμφωνία ήταν πως μπορούσα να γυρίσω ό,τι θέλω και αυτός θα μπορούσε να κόψει ό,τι ήθελε. Είναι δική του η ταινία, ξέρεις. Αυτός πλήρωσε για να τη γυρίσουμε. Τα αισθήματά του είναι πιο σημαντικά από τα δικά μου. Σε μια ταινία μυθοπλασίας εκείνο που προέχει είναι τα δικά μου αισθήματα. Σ΄αυτήν όμως την περίπτωση είναι διαφορετικό».

– Έκοψε ο ίδιος κάτι στο μοντάζ;
«Όχι. Είδε την ταινία όταν ήταν τελειωμένη και μετά μου ζήτησε να κόψουμε τρία πράγματα. Τα έκοψα και προβάλαμε την ταινία και την είδε και μου είπε πως ήταν καλύτερη πριν τα κόψουμε κι έτσι τα βάλαμε πίσω».

– Πώς ξεκίνησε η συνεργασία σας με τον Νικ στον κινηματογράφο;
«Ξεκίνησε με τη «Δολοφονία του Τζέσι Τζέιμς». Χρειαζόμουν κάποιον να παίζει τον τραγουδιστή στο μπαρ, να τραγουδά την μπαλάντα του Τζέσι Τζέιμς. Δέχτηκε και μου ζήτησε να γράψει και τη μουσική της ταινίας. Δεν μπορούσα να πω όχι κι έτσι δέχτηκα. Η μουσική αποδείχτηκε πολύ καλή και τώρα μου ζήτησε να κάνω αυτή την ταινία. Είναι ανυπόμονος άνθρωπος, ιδιαίτερα με ό,τι έχει να κάνει με τα γυρίσματα, αλλά είναι και μέγας! Αυτή η ανυπομονησία τον κάνει πιο αληθινό!».