Netflix ή όχι Netflix; Ήταν το ερώτημα που κυριάρχησε αυτές τις μέρες στο 70ο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών.

Αιτία η ταινία «Okja» του Νοτιοκορεάτη Τζουν-Χο Μπονγκ, που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ, παραγωγή της διαδικτυακής πλατφόρμας Neflix, που σημαίνει πως σύμφωνα με τους κανόνες των μίντια η ταινία διατίθεται πρώτα στους συνδρομητές του streaming της εταιρίας που μπορούν να δουν την ταινία στο ίντερνετ, στα λάπτοπ ή στα κινητά τους αλλά δεν μπορεί να προβληθεί σε αίθουσα παρά μετά από τρία χρόνια.

Γι’ αυτό και η πρώτη αντίδραση έγινε από τω σωματείο των Γάλλων διανομέων που υποστήριζαν πως οι ταινίες του φεστιβάλ πρέπει πρώτα να διανέμονται στις αίθουσες. Ο «καυγάς» συνεχίστηκε με τον πρόεδρο της κριτικής επιτροπής, Πέδρο Αλμοδόβαρ, ο οποίος στη συνέντευξη Τύπου δήλωσε πως «ο Χρυσός Φοίνικας δεν πρέπει να δίνεται σε ταινίες που δεν θα βγουν πρώτα στις αίθουσες», δηλαδή ταινίες όπως αυτή του Τζουν-Χο Μπονγκ, καθώς και η ταινία The Meyerowitz Stories του Νόα Μπάουμπαχ, που θα δούμε αργότερα στο διαγωνιστικό.

Αντίθετα, στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε την προβολή της ταινίας «Okja» (προβολή πρέπει να πω που έγινε μετά από διακοπή εξαιτίας κακής από τεχνικής πλευράς προβολής, που θεωρήθηκε από αρκετούς ως μποϊκοτάρισμα από εκείνους ήθελαν να βλάψουν τη Netflix), ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης της ανάφερε πως χαίρεται «που ο Αλμοδοβάρ θα δει την ταινία μου απόψε. Μπορεί να πει οτιδήποτε – δεν με πειράζει. Μου άρεσε που συνεργάστηκα με τη Netflix. Μου έδωσαν ότι τους ζήτησα και είχα και το final cut – την τελική απόφαση στο μοντάζ».

Υπέρ του Μπονγκ μίλησαν και οι δυο πρωταγωνιστές του, η Τίλντα Σουίντον και ο Τζέικ Τζίλενχαλ. «Δεν ήρθαμε εδώ για τα βραβεία αλλά για να προβληθεί η ταινία μας στις Κάνες, μας δίνεται η μεγάλη ευκαιρία να προβληθεί η ταινία μας στη μεγάλη οθόνη του φεστιβάλ», ανάφερε η Σουίντον. Όσο για τον Τζίλενχαλ, «είναι μεγάλη ευλογία όταν η τέχνη μπορεί να αγγίζει ένα πρόσωπο… ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή μας που μας πλημμυρίζει η πληροφόρηση κάποτε αληθής και κάποτε ψεύτικη, μερικές φορές όταν δεν μπορούμε δεν μπορούμε να πάρουμε την καλλιτεχνική έκφραση σε οποιοδήποτε μέσο είναι διαθέσιμη.»

Πάντως, άσχετα με την πολεμική σχετικά με τη Netflix, η ταινία του Μπονγκ είναι μια όμορφη, εικαστικά συναρπαστική αλληγορία (με εξαιρετικά οπτικά και άλλα εφέ) πάνω στην παγκοσμιοποίηση, τις πολυεθνικές και την αποκλειστική στροφή του σημερινού ατόμου στο χρήμα.

Η ιστορία αφορά ένα τεράστιο σαν ιπποπόταμο, αναπτυγμένο από μια πολυεθνική σε εργαστήριο, γουρούνι, την «Όκτζια» του τίτλου (ένα είδος φιλικού Κινγκ-Κονγκ, με το οποίο περνά όμορφες στιγμές η μικρή ηρωίδα), που το μεγαλώνει και το φροντίζει ένα κοριτσάκι με τον παππού της στα βουνά της Νότιας Κορέας. Γουρούνι που, μαζί με καμιά εικοσαριά άλλα, που έχουν μεγαλώσει σε διάφορες χώρες του κόσμου, τελικά θα οδηγηθεί, ύστερα από παρουσίασή του σε έκθεση στη Νέα Υόρκη, στο σφαγείο, ως το πιο οικολογικό ζώο  (όπως ψευδώς το παρουσιάζει η διευθύντρια της εταιρίας, που την ερμηνεύει η Σουίντον), για να τραβήξει το ενδιαφέρον (και να αυξήσει τις πωλήσεις) του κοινού. Στο νου έρχονται ταινίες κινούμενων σχεδίων όπως εκείνες του Ιάπωνα καλλιτέχνη Μιγιαζάκι αλλά και κάποιες ταινίες του Σπίλμπεργκ ή του Ντίσνεϊ, αν και ο Μπονγκ παραμένει πιο ειλικρινής και άμεσος από τις ταινίες των Αμερικανών συναδέλφων του, αποφεύγοντας τους ψεύτικους μελοδραματισμούς των ταινιών τους.

Αλληγορία είναι και η ουγγρική ταινία «Το φεγγάρι του Δία» του Κορνέλ Μουντρούτσο (διαγωνιστικό τμήμα), δημιουργού της ταινίας «Λευκός θεός» που είδαμε το 2014. Πρωταγωνιστής είναι ένας Σύριος πρόσφυγας που κυνηγημένος, μόλις διασχίζει τα σύνορα στην Ουγγαρία, πέφτει νεκρός (;) από τις σφαίρες του διευθυντή του στρατοπέδου μεταναστών, για να σηκωθεί αμέσως μετά και να αιωρείται πάνω από το δάσος. Αγγελος (ή και Χριστός), όπως τον θεωρεί ο γιατρός που συνεργάζεται με το στρατόπεδο και που σχεδιάζει να εκμεταλλευτεί για προσωπικό του κέρδος τις υπερφυσικές του ικανότητες. Σε αντίθεση με τη φασιστική στάση του διευθυντή του στρατοπέδου που θέλει να εξοντώσει τον Σύριο πρόσφυγα, ο χαρακτήρας του γιατρού αναπτύσσεται σταδιακά για να μετατραπεί σε ένα διαφορετικό, πιο συμπονετικό πρόσωπο, που προσπαθεί να τελικά να τον βοηθήσει.

 

Ο Μουντρούτσο συνδυάζει τα φανταστικά (επιστημονικής φαντασίας;) στοιχεία του με μια ρεαλιστική γραφή, για να καταγράψει ένα καυτό, άμεσο πρόβλημα που, όπως γνωρίζουμε απασχολεί ολόκληρη την Ευρώπη – μαζί και την πατρίδα του την Ουγγαρία, η οποία, μαζί με άλλες πρώην Ανατολικές χώρες, αντί να αντιμετωπίσουν, όπως θα το περίμενε κανείς, θετικά το όλο πρόβλημα, το αντιμετωπίζουν εντελώς αρνητικά, χρησιμοποιώντας ακόμη και αδικαιολόγητη βία απέναντι στους μετανάστες. Πράγμα που θέλει ιδιαίτερα να τονίσει ο σκηνοθέτης, όπως ανάφερε ο ίδιος: «ανήκω στη γενιά μηδέν, δηλαδή εκείνη που δεν είχε καμιά συγκεκριμένη εμπειρία του κομουνισμού και βρίσκομαι αντιμέτωπος με μια Ανατολική

Ευρώπη σε τρελή επιτάχυνση στο δρόμο προς τον αφανισμό – αυτό προσπαθώ να δείξω στην ταινία μου».

Ο ρατσισμός είναι το θέμα του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ «Ο σεβασμιότατος W.» του Γερμανού σκηνοθέτη Μπαρμπέτ Σρέντερ (Ειδικές Προβολές), τρίτο μέρος μιας τριλογίας με θέμα το κακό – τα άλλα δυο ήταν τα ντοκιμαντέρ ««Ο στρατηγός Ίντι Αμίν Νταντά» (1974), γύρω από τον περιβόητο δικτάτορα της Ουγκάντα, και «Ο δικηγόρος του τρόμου» (2007), γύρω από τον αμφιλεγόμενο Γάλλο δικηγόρο και πρώην κομάντο των Ελεύθερων Γαλλικών Δυνάμεων που είχε αναλάβει την υπεράσπιση ναζί εγκληματιών πολέμου όπως ο Κλάους Μπάρμπι.

Τη φορά αυτή, ο Σρέντερ στρέφει την κάμερά του στον βουδιστή μοναχό Ασίν Βιράθου (Wirathu), ένα ρατσιστή βουδιστή της Βιρμανίας, που με σύνθημα «μια φυλή, μια θρησκεία» έφτιαξε αρχικά μιαν ομάδα και στη συνέχεια ένα κόμμα, για να εξαφανίσει τη μουσουλμανική μειονότητα της χώρας (ένα 10%, με 90% να είναι βουδιστές), πείθοντας τους συμπατριώτες του πως οι μουσουλμάνοι θα καταστρέψουν τη χώρα και θα αφανίσουν τη θρησκεία τους (μέσα από ψευδείς ειδήσεις και βίντεο μαϊμούδες που παρουσίαζαν τους μουσουλμάνους βιαστές και δολοφόνους).

Με τον Βιράθου να εξηγεί ήρεμα και με σιγουριά τις ρατιστικές, απάνθρωπες απόψεις του να επιδεικνύει τα μαϊμού-βίντεό του και να βρίζει τους εκπροσώπους του ΟΗΕ και όσους αντιτίθενται στα σχέδιά του, με ενδιάμεσα εικόνες (συχνά ωμές στο ρεαλισμό τους) που δείχνουν την πραγματική, εφιαλτική εικόνα του τι αληθινά συμβαίνει στη χώρα, ο Σρέντερ έφτιαξε ένα συναρπαστικό, τρομακτικό στις αποκαλύψεις του, ντοκιμαντέρ.

Στην κωμωδία στρέφεται ο Σουηδός Ρούμπεν Όστλουντ για την ταινία του, «The Square» (διαγωνιστικό τμήμα), που καταπιάνεται με την έλλειψη επαφής και αλληλεγγύης στη σύγχρονες αποξενωμένες κοινωνίες μας. Το Square του τίτλου, είναι ένα τετράγωνο, βασικό έκθεμα μιας υπερμοντέρνας έκθεσης που θέλει να παρουσιάσει ο διευθυντής μιας γκαλερί.

Ενα τετράγωνο όπου όποιος μπαίνει σ’ αυτό αισθάνεται πως βρίσκεται σε άσυλο εμπιστοσύνης και φροντίδας, Τα περισσότερα και πιο ευρηματικά κωμικά στοιχεία βγαίνουν όταν ο ήρωας, θύμα ενός «κόλπου», χάνει το πορτοφόλι και το κινητό του, και αρχίζει, με τη βοήθεια ενός υπαλλήλου του, την έρευνα για την ανακάλυψη του κλέφτη. Ανακάλυψη που τελικά θα έχει και δραματικά αποτελέσματα. Συνολικά, πρόκειται για μια έξυπνη, ευρηματική κωμωδία με μερικές πολύ απολαυστικές σκηνές ανάμεσά τους και εκείνες των εγκαινίων της έκθεσης με έναν άντρα να μιμείται τον γορίλα και να τρομοκρατεί τους καλεσμένους.

Στα σημερινά θέματα του διαγωνιστικού τμήματος και αυτό του AIDS, μέσα από την άλλη ταινία του διαγωνιστικού, «12 χτύποι το λεπτό» (οι χτύποι αναφέρονται σ’ εκείνους της καρδιάς) του Γάλλου Ρομπέν Καμπίλο. Η ιστορία εκτυλίσσεται τα πρώτα, εφιαλτικά χρόνια του AIDS και της δημιουργίας στη Γαλλία από μια ομάδα νεαρών ομοφυλόφιλων και θυμάτων του θανατηφόρου τότε ιού, του κινήματος ACT UP.

Στη σχεδόν δυόμιση ωρών ταινία του, ο Καμπίλο καταγράφει τον καθημερινό αγώνα των μελών της ομάδας να πληροφορήσουν το κοινό για την αρρώστια τους, που ο απληροφόρητος γενικά κόσμος αντιμετώπιζε με τρόμο, πηγαίνοντας σε σχολεία, μοιράζοντας φυλλάδια αλλά και εισβάλλοντας σε συνέδρια και ομιλίες για να πείσουν την τότε κυβέρνηση του Μιτεράν για τη λήψη περισσότερων και πιο αποτελεσματικών για τα θύματα ερευνών, ενώ παράλληλα αφηγείται και τον έρωτα που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δυο από τα μέλη της ομάδας. Μια ωραία, δοσμένη με αγωνιστικότητα αλλά και συγκίνηση και τρυφερότητα, ταινία.