Σε ένα ταξίδι σε μια κόλαση που δεν απέχει και πολύ από εκείνη του Δάντη, μας μεταφέρει ο Ουκρανός σκηνοθέτης Σεργκέι Λοζνίτσα, με τη συγκλονιστική ταινία του «Μια γλυκιά γυναίκα», εμπνευσμένη από το ομότιτλο διήγημα του Ντοστογιέφσκι, διήγημα που ενέπνευσε και τον Ρομπέρ Μπρεσόν το 1969.

Ταινία που είδαμε στο σημερινό διαγωνιστικό πρόγραμμα του 70ου φεστιβάλ των Κανών, με πρωταγωνίστρια μια γλυκιά, όπως λέει και ο τίτλος, γυναίκα – που την ερμηνεύει, σιωπηλά, με σχεδόν ανέκφραστο πρόσωπο, η Βασιλίνα Μοκόβτσεβα, ρόλος που της αξίζει το βραβείο ερμηνείας – η οποία, για να μπορέσει να επισκεφτεί στη φυλακή τον, καταδικασμένο για φόνο, άντρα της, ξεκινάει ένα εφιαλτικό ταξίδι που θα την οδηγήσει στο τρομερό, απύθμενο πηγάδι της μετα-κομουνιστικής Ρωσίας, ένα πηγάδι γεμάτο χαμένες, βασανιστικές ψυχές ανθρώπων, καταδικασμένων να επιβιώνουν στα περιθώρια της κοινωνίας.

Η ιστορία ξεκινά σε ένα απόμακρο χωριό, με την ηρωίδα να παραλαμβάνει από το τοπικό ταχυδρομείο ένα πακέτο, με τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης που είχε στείλει στον άντρα της στη Σιβηρία και που οι αρχές της το επέστρεψαν χωρίς καμιά εξήγηση.

Αποφασισμένη να παραδώσει η ίδια το πακέτο στον άντρα της, ξεκινάει στο καφκικό αυτό ταξίδι που θα τη φέρει αντιμέτωπη με μια εφιαλτική γραφειοκρατία αλλά και με άτομα που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να την εκμεταλλευτούν με κάθε τρόπο που μπορούν, χωρίς ποτέ να κατορθώνει να δει τον άντρα της.

Από τις σκηνές στο τρένο, με μια ομάδα γκροτέσκων ατόμων, που πίνουν και τραγουδάνε, φτάνοντας ως τους ένοικους ενός σπιτιού στο απομακρυσμένο, τρομακτικό σιβηρικό χωριό της γειτονικής φυλακής («ζούμε από τη φυλακή, είναι ο μόνος τρόπος ύπαρξής μας», θα της πει ο σοφέρ που την οδηγεί ως την είσοδο), με το ίδιο γκροτέσκα πρόσωπα που διασκεδάζουν και φλερτάρουν, αποχαυνωμένοι από το πιοτό, ένα χωριό αληθινή κόλαση, με επικίνδυνους νταβατζήδες και διεφθαρμένους αστυνομικούς, ο σκηνοθέτης μας βουτάει κατευθείαν, με κομμένη την ανάσα, σε μια ντοστογεφσκική κόλαση από την οποία δεν διαφαίνεται καμιά σωτηρία.

Για να καταλήξει σε ένα ονειρικό, φελινικό φινάλε, ένα είδος επίσημου εορτασμού, με τα διάφορα πρόσωπα που εμφανίζονται στις επί μέρους σκηνές, να βγάζουν λογίδρια για το πώς θέλουν να βοηθήσουν τη «γλυκιά» γυναίκα (φινάλε που θα μπορούσε, πρέπει να πω, να διαρκεί λιγότερο), για να καταλήξει σε μια ακόμη πιο εφιαλτική εμπειρία για την κακόμοιρη «γλυκιά» γυναίκα, πολίτη ενός κάθε άλλο παρά «γλυκού» καθεστώτος. Ταινία, που μαζί με τη ρωσική «Loveless» του Αντρέι Ζβιαγκίντσεβ, παραμένουν μέχρι στιγμής τα δυο μεγάλα φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα του φεστιβάλ.

Αντίθετα, η άλλη συμμετοχή στο διαγωνιστικό, η αμερικανική ταινία «The Beguiled» της Σοφίας Κόπολα, με τον Κόλιν Φαρέλ και συμπρωταγωνίστριες μια ομάδα εκλεκτών ηθοποιών (Νικόλ Κίντμαν, Κίρστεν Ντανστ, Ελ Φάνινγκ, τελικά απογοήτευσε.

Στο ριμέικ αυτό της κλασικής ομότιτλης ταινίας (ελληνικός τίτλος: «Ο δραπέτης») που γύρισε το 1971 ο Ντον Σίγκελ με τον Κλιντ Ιστγουντ, η Κόπολα προσφέρει μια πιο ήπια μορφή, με ένα εξευγενισμένο, τραυματισμένο λιποτάκτη στρατιώτη (καλή η παρουσία του Φαρέλ), να περιφέρεται αιχμάλωτος στο οικοτροφείο για πλούσια κορίτσια, οικοτροφείο που μοιάζει περισσότερο με αρχοντικό του αμερικανικού Νότου (το «Οσα παίρνει ο άνεμος» δεν βρίσκεται μακριά), όπου εκτυλίσσεται η ιστορία (βρισκόμαστε στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου), να προσπαθεί να ξελογιάσει την αποκλεισμένη αυτή ομάδα γυναικών διαφόρων ηλικιών, μαζί και τη διευθύντρια του οικοτροφείου (πολύ καλή στο ρόλο η Κίντμαν), με την παρουσία του να βγάζει στην επιφάνεια καταπιεσμένους σεξουαλικούς πόθους για να οδηγήσει τελικά στο δράμα.

Σε αντίθεση με την ωμή, ρεαλιστική ατμόσφαιρα της ταινίας του Σίγκελ, η Κόπολα προσφέρει μια ελαφριά, ιδιαίτερα «ευγενική» εκδοχή της ιστορίας, με σενάριο που, στο μεγαλύτερο μέρος του, μοιάζει με ρομαντικό μελόδραμα, με τις γυναίκες να μοιάζουν περισσότερο με εκείνες που περιφέρονταν στην Αυλή της Μαρίας Αντουανέτας παρά στο απομονωμένο, τρομακτικό, αφημένο στην τύχη του, αρχοντικό του Νότου.

Ο διάσημος Γάλλος γλύπτης Ογκίστ Ροντέν είναι ο ήρωας της ταινίας «Ροντέν» του Ζακ Ντουαγιόν (διαγωνιστικό τμήμα), που ο Γάλλος σκηνοθέτης γύρισε με αφορμή τον επικείμενο εορτασμό των 100 χρόνων από το θάνατο του καλλιτέχνη. Ο σκηνοθέτης ξεκινά την ιστορία του το 1880, όταν το κράτος αναθέτει για πρώτη φορά τη δημιουργία ενός έργου, συγκεκριμένα τις «Πύλες της Κολάσεως», εμπνευσμένο από την Κόλαση του Δάντη, ενώ παράλληλα παρακολουθούμε τη σχέση του με την πρώην μαθήτρια και νυν βοηθό του, και εξίσου σημαντική γλύπτρια Καμίλ Κλοντέλ (πορτρέτο της είχε φτιάξει, το 1988, στη δική του ταινία, «Καμίλ Κλοντέλ» ο Μπρουνό Νιτέν).

Σ’ αυτά, υπάρχει και μια τρίτη ιστορία, αυτή του φτιαξίματος του αγάλματος του Μπαλζάκ, που η μοντέρνα, ανατρεπτική για την εποχή της, προσέγγιση του Ροντέν στο θέμα του, προκάλεσε μεγάλη αντίδραση – το άγαλμα αναγνωρίστηκε και στήθηκε, ως αληθινά μεγάλο έργο τέχνης, μετά το θάνατο του Ροντέν.

Ο Ντουαγιόν καταγράφει με λεπτομέρεια τη δημιουργική διαδικασία, με τον Βενσάν Λεντόν να δίνει με τρόπο εξαίρετο όλες τις πλευρές του καλλιτέχνη, με το ατέλειωτο πάθος της δημιουργίας, με τη ξεχωριστή  του αγάπη για τον πηλό (με μικρολεπτομέρειες όπως στις σκηνές που αγγίζει και χαϊδεύει τον κορμό ενός δέντρου, προαναγγέλλοντας το φτιάξιμο κάποιου αγάλματος), με την επιμονή του να επιβάλει αυτά που δημιουργεί, χωρίς να παραμερίζει το μεγάλο πάθος του για την Καμίλ – ερμηνεία που τον τοποθετεί στα φαβορί για το βραβείο καλύτερου ανδρικού ρόλου.