ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Φρίκη και κόλαση στο Δυτικό, και όχι μόνο, Μέτωπο…

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** 1917

Βρετανία/ΗΠΑ, 2019. Σκηνοθεσία: Σαμ Μέντες. Σενάριο: Σαμ Μέντες, Κρίστι Γουτίλσον-Κερνς. Ηθοποιοί: Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν, Τζορτζ ΜακΚέι, Ντάνιελ Μέις, Κόλιν Φερθ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς. 119΄

Από την πρώτη σκηνή της ταινίας, «1917» (Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας) δυο στρατιώτες, οι δεκανείς Μπλέικ (Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν) και Σκόφιλντ (Τζορτζ ΜακΚέι), διακόπτουν το λιγοστό ύπνο τους για να αναλάβουν την επικίνδυνη αποστολή που τους αναθέτει ο αξιωματικός του συντάγματος: να μεταφέρουν, διασχίζοντας την ουδέτερη ζώνη, και περνώντας μέσα από τα γερμανικά στρατεύματα, ένα μήνυμα σε ένα άλλο σύνταγμα για να ακυρώσει την επίθεση που ετοιμάζει γατί πρόκειται για παγίδα που θα στοιχίσει τη ζωή σε χιλιάδες στρατιώτες.

Παρόλο που ο αξιωματικός τους διαβεβαιώνει πως τα γερμανικά στρατεύματα έχουν υποχωρήσει και η αποστολή τους δεν είναι επικίνδυνη, η πραγματικότητα, όπως πολύ σύντομα θα ανακαλύψουν οι δυο στρατιώτες, είναι εντελώς διαφορετική. Το ταξίδι τους θα αποδειχτεί εφιαλτικό, μια κατάδυση στην κόλαση του πολέμου.

Δεν είναι η πρώτη φορά – και ούτε η τελευταία φαντάζομαι – που ο κινηματογράφος καταπιάνεται με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ή, για να μιλήσουμε πιο γενικά, με τη φρίκη του Μεγάλου (ή και οποιουδήποτε) Πολέμου. Από το «Δυτικό μέτωπο 1918» του Παμπστ,  το «Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο» του Μάιλστοουν και τη «Μεγάλη παρέλαση» του Κινγκ Βίντορ μέχρι τους «Σταυρούς στο μέτωπο» του Κιούμπρικ,  τους «Σταυρούς στα χαρακώματα» του Λόουζι και τον «Μεγάλο πόλεμο» του Μονιτσέλι, ο κινηματογράφος μας έδωσε, με τον πιο παραστατικό και συγκλονιστικό τρόπο, τη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου.

Ο Μέντες (American Beauty, «Ο δρόμος της επανάστασης», «Σύρριζα») επέλεξε να αφηγηθεί την ιστορία του (εμπνευσμένη από διηγήσεις του παππού του που πήρε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) μέσα από ένα εικαστικά και τεχνικά εντυπωσιακό τρόπο: χρησιμοποιώντας ένα μονοπλάνο (ή τουλάχιστο δημιουργώντας την εντύπωση), με την κάμερα να παρακολουθεί, μέσα από ένα διαρκές, ατέλειωτο τράβερλινγκ, τους δυο πρωταγωνιστές μέσα από τα χαρακώματα, από ποτάμια, από τα εγκαταλειμμένα πεδία της μάχης, με τα καμένα δέντρα και τους νεκρούς, είτε πιασμένους στα συρματοπλέγματα, είτε τα διαμελισμένα τους πτώματα, άλλοτε ακολουθώντας τους από πλάι, άλλοτε από μπροστά και άλλοτε από πίσω, σταματώντας κάθε τόσο μαζί τους, για να καταγράψει την όλη φρικιαστική ατμόσφαιρα, ενώ ψάχνουν ή συναντούν άλλους στρατιώτες.

Μια αφήγηση εφιαλτική μέσα από ένα διαρκές τράβελιβνγκ, που ο Μέντες το «συνδέει» έξυπνα με το επόμενο, κάνοντας τις αλλαγές σε ορισμένες επιλεγμένες στιγμές (όπως εκείνη όπου ένας από τους δυο του ήρωες λιποθυμά και πέφτει σκοτάδι, σε μια σεκάνς, πρέπει να πω, που δυστυχώς σπάει, την υπόλοιπη ρεαλιστική ατμόσφαιρα, με τον Σκόφιλντ να βρίσκεται ξαφνικά σ’ ένα χώρο που μοιάζει με δαντική κόλαση). Σκηνές που μοιάζουν περισσότερο με επίδειξη ύφους και που συχνά παρεκκλίνουν το θεατή από το δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά του.

Ο μεγάλος βέβαια έπαινος ανήκει στον Ρότζερ Ντίκινς, έναν από τους μεγαλύτερους διευθυντές φωτογραφίας του παγκόσμιου κινηματογράφου, που με τη εκπληκτική χρήση της κάμερας, τους διάφορους φωτισμούς και τις ατέλειωτες κινήσεις της, δείχνει για μια ακόμη φορά τη μαεστρία του – και που αναμφισβήτητα είναι το καλύτερο στοιχείο της ταινίας. Και είναι ιδιαίτερα σημαντικά που μια τέτοια ταινία γυρίστηκε σε μια εποχή σαν τη δίκη μας, (συγκεκριμένα το 2019), εκατό ακριβώς χρόνια μετά τη Συνθήκη των Βρυξελλών, που υπέγραψαν οι μεγάλες δυνάμεις με το τέλος του Ά παγκόσμιου πολέμου, για να εξασφαλίσουν (όπως πίστευαν) το τέλος όλων των πολέμων….

 

**** Corpus Christi

Πολωνία, 2019. Σκηνοθεσία: Γιαν Κομάσα. Σενάριο: Ματέους Πάσεβιτς. Ηθοποιοί: Μπάρτος Μπιελάνια, Αλεξάντρα Κονιέτσνα, Ελίζα Ρίσεμπελ, Τόμας Ζίτεκ. 115΄

Ποιος πιστεύει αληθινά και ποιος μιμείται, είναι το ερώτημα που βάζει στη συναρπαστική αυτή τρίτη ταινία του ο Πολωνός σκηνοθέτης Γιαν Κομάσα. Ταινία που καταπιάνεται ακόμη και με την τιμωρία, τη συγχώρεση και τη λύτρωση, μέσα από την ιστορία (βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα) ενός 20χρονου εγκληματία που, εγκαταλείποντας το αναμορφωτήριο για μια ανιαρή (κι επικίνδυνη) δουλειά σε εργοστάσιο ξυλείας, και θέλοντας να υλοποιήσει την επιθυμία του να γίνει κληρικός, φοράει ένα κλεμμένο ράσο και αναλαμβάνει να αντικαταστήσει προσωρινά τον άρρωστο ιερέα μιας απομακρυσμένης κωμόπολης.

Άνθρωπος συνηθισμένος στη βία (στην αρχή τον συναντάμε να κρατάει τσίλιες ενώ άλλοι νεαροί εγκληματίες κακοποιούν συνάδελφό τους στο αναμορφωτήριο), ο νεαρός Ντάνιελ ξεκινάει αρχικά την καριέρα του ως ιερέας για να εντυπωσιάσει ένα κορίτσι που συναντά στο δρόμο του. Όταν όμως οι κάτοικοι της κωμόπολης πείθονται πως ο Ντάνιελ είναι πράγματι ιερέας, ο Ντάνιελ (τώρα πατήρ Τόμας) βρίσκει την ευκαιρία να πραγματοποιήσει ένα όνειρο που δεν του επέτρεπε η εγκληματική δράση του.

Αρχικά ο Ντάνιελ χρησιμοποιεί κείμενα από τα κηρύγματα του ιερέα του αναμορφωτηρίου καθώς και αποσπάσματα από την Αγία Γραφή, σταδιακά όμως ο Ντάνιελ αρχίζει να μιλάει στους πιστούς απευθείας από την καρδιά του, με απλά λόγια που βοηθούν και εμπνέουν τους κατοίκους, οι οποίοι γρήγορα αρχίζουν να γεμίζουν τη μέχρι τότε σχεδόν άδεια εκκλησία. Σε σημείο μάλιστα να βρίσκει τρόπους να αντιμετωπίσει την τραγωδία που έχει πλήξει τους κατοίκους (ένα αυτοκινητικό δυστύχημα όπου, μαζί  με τον οδηγό, σκοτώθηκαν και οι επτά επιβάτες), τραγωδία που έχει οδηγήσει τους κατοίκους να εξοστρακίσουν τη γυναίκα του νεκρού οδηγού, θεωρώντας τον οδηγό  υπεύθυνο για το θάνατό τους, απαγορεύοντας ακόμη και την ταφή του οδηγού στο νεκροταφείο τους.

Με μια πίστη και μια κλήση για να ακολουθήσει τα αληθινά διδάγματα της εκκλησίας, που του αρνείται η επίσημη εκκλησία, ο Ντάνιελ μου θύμισε τον Ναζωραίο του Μπουνιουέλ. Έναν απλό άνθρωπο (εδώ μάλιστα νεαρό εγκληματία), που αντιμετωπίζει τη θρησκεία αγκαλιάζοντας τη ζωή με τις χαρές της, τους χορούς και τα τραγούδια της, που θέλει να προσφέρει και να βοηθήσει τους συνανθρώπους του. Γεγονός που θα τον φέρει αντιμέτωπο με το μίσος και τα συμφέροντα (όπως ανακαλύπτουμε με τη στάση του δημάρχου). Γιατί, όπως  σταδιακά ανακαλύπτουμε, η κοινωνία δεν ξέρει, ή δεν θέλει, να συγχωρεί.

Με μια τέλεια ελεγχόμενη σκηνοθεσία, με εξαιρετική φωτογραφία από τον Πιότρ Σομποτσίνσκι, και πάνω απ’ όλα μια εκπληκτική ερμηνεία από τον νεαρό Μπάρτος Μπιελάνια, άλλοτε σκληρός και βίαιος, έτοιμος να γευτεί το κάθε τι από τη ζωή του, άλλοτε πράος, εμπνευσμένος σχεδόν από μια πνευματική (θεϊκή για μερικούς) δύναμη, με ένα βλέμμα κι ένα πρόσωπο που εκφράζει μια εσωτερική δύναμη, καταφέρνει να δώσει μια ξεχωριστή διάσταση στην όλη ταινία. Χρειάζεται μήπως να τονίσω πως η ταινία, βραβευμένη στο φεστιβάλ Βενετίας και πρόταση της Πολωνίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, είναι από τις καλύτερες και πιο δυνατές που μας πρόσφερε πρόσφατα ο πολωνικός κινηματογράφος και αξίζει να τη δει ένα όσο το δυνατό πιο πλατύ κοινό;

 

**** Ένα ψηλό κορίτσι

Dylda/Beanpole. Ρωσία, 2019. Σκηνοθεσία: Καντεμίρ Μπαλάγκοβ. Σενάριο: Γκαντεμίρ Μπαλάγκοβ, Αλεξάντρ Τερέχοβ. Ηθοποιοί: Βικτόρια Μιροσνιτσένκο, Βασίλισα Περελγκίνα, Αντρέι Μπίκοβ. 130΄

Εξαιρετική η δεύτερη αυτή ταινία του 27χρονου σκηνοθέτη Καντεμίρ Μπαλάγκοβ, «Ενα ψηλό κορίτσι» (βραβείο FIPRESCI και καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» των Κανών). Ηρωίδες δυο νεαρές γυναίκες, που ζουν σ’ ένα κατεστραμμένο Λένινγκραντ (τη σημερινή Αγία Πετρούπολη), το 1945, λίγο μετά τη λήξη του β’ παγκόσμιου πολέμου. Στόχος του Μπαλάγκοβ είναι να δείξει τα καταστροφικά αποτελέσματα στις δυο γυναίκες που έζησαν την πολιορκία της πόλης – με άλλα λόγια τα τραύματα ενός πολέμου που, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, εξακολουθούν να έχουν τον αντίκτυπό τους και στη σημερινή Αγία Πετρούπολη.

Η ταινία αρχίζει με τη μια γυναίκα, την ξανθή Ίγια (Βικτόρια Μιροσνιτσένκο), το «ψηλό κορίτσι» του τίτλου, μια πανύψηλη γυναίκα, που εργάζεται σε νοσοκομείο, να παγώνει ξαφνικά, τραύμα του πολέμου που κάθε τόσο την αφήνει ακίνητη να τρέμει. Η Ίγια εκτός από τους ασθενείς φροντίζει κι ένα μικρό αγοράκι, που η πραγματική του μητέρα είναι η στενή φίλη της Μάσια (Βασίλισα Περελιγκίνα). Η αρρώστια της Ίγια θα οδηγήσει πολύ γρήγορα στο θάνατο του παιδιού, ενώ η Μάσια, που, όπως μαθαίνουμε, δεν μπορεί πια να κυοφορήσει, προσπαθεί να πείσει την Ίγια να γεννήσει γι’ αυτήν ένα άλλο παιδί.

Για τον Μπαλάγκοβ το Λένινγκραντ περιορίζεται στον ψυχικό κόσμο των δυο γυναικών και στους λιγοστούς κλειστούς χώρους όπου κινούνται, τα μίζερα δωμάτια που μοιράζονται σε άθλιες πολυκατοικίες με άλλους ένοικους και το νοσοκομείο όπου αυτές εργάζονται. Πρώην μαθητής του Αλεξάντερ Σοκούροβ, ο Μπαλάγκοβ δείχνει να έχει επηρεαστεί από το στιλ του μεγάλου αυτού «μετρ», καταφέρνοντας πάντως να δώσει τη δική του σφραγίδα στην ταινία του.

Με λεπτότητα, με ποιητική διάθεση, με ωραία, μεγάλης διάρκειας πλάνα, και μια κάμερα που επιμένει στα πρόσωπα και τις λεπτομέρειές τους, ο σκηνοθέτης καταγράφει τη ψυχολογική κατάσταση που περνάνε τα πρόσωπά του (είτε αυτή είναι η ηρωίδα του, είτε η Μάσια, είτε οι ασθενείς στο θάλαμο όπου κινούνται και βοηθάνε οι δυο γυναίκες). Δεν είναι όμως μόνο η κάμερα και η εξαιρετική σύνθεση των πλάνων που κάνουν την ταινία του συναρπαστική, μαζί και οδυνηρή, εξαιτίας των καταστάσεων που καταγράφει.

Σ’ αυτή σημαντικό ρόλο παίζουν και η μουσική και οι ήχοι, όπως αυτοί που ακούγονται όταν η Ίγια «παγώνει» (βαριές, αγχώδεις αναπνοές, αλλόκοτοι ήχοι που μοιάζουν να βγαίνουν από πολύ βαθιά μέσα της), ήχοι που εκφράζουν την αγωνία και την απόγνωσή της, μαζί οι διάφορες ωμές σκηνές, που εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο τα δεινά και τη φρίκη του πολέμου – η ταινία είναι εμπνευσμένη από το βιβλίο «Η μη θηλυπρεπής εικόνα του πολέμου» της Σβετλάνα Αλεξέγιεβιτς. Χωρίς να ξεχνάμε τις εκπληκτικές ερμηνείες που δίνουν οι δυο πρωταγωνίστριές του, η Βικτόρια Μιροσνιτσένκο και η Βασίλισα Περελιγκίνα.

 

*** ½ – Η ομορφιά της ύπαρξης

Om det oandliga/About Endlessness. Σουηδία/Γερμανία/Νορβηγία. 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ρόι Άντερσον. Ηθοποιοί: Μπενγκτ Μπέργκιους, Ανια Μπρομς, Μαρί Μπούρμαν. 78΄

Ο Σουηδός σκηνοθέτης Ρόι Άντερσον μας είναι γνωστός, και αγαπητός, χάρη στο ιδιόμορφο, συχνά με μια δόση σουρεαλιστικούς χιούμορ, στιλ των ταινιών του («Ένα περιστέρι έκατσε σε ένα κλαδί συλλογιζόμενο την ύπαρξη του» – ταινία που κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι το 2014 – «Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο»). Χιούμορ που συνδυάζει με μια λεπτομερή, αποστασιοποιημένη καταγραφή, με ακίνητα πλάνα, διάφορα, παράξενα τις πιο πολλές φορές,  στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή.

Όπως ακριβώς και σ’ αυτή την εξαιρετική ταινία του με τον τίτλο «About endlessness» («Σχετικά με την απεραντοσύνη», όπως είναι η σωστή μετάφραση). Στην ταινία (βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Βενετίας), όπως και σε άλλες ταινίες του Άντερσον, δεν υπάρχει το παραδοσιακό σενάριο.

Αυτά που παρακολουθούμε είναι στιγμιότυπα/σκετς από τη γύρω ζωή, όπως την βλέπει, ή και τη φαντάζεται, ο σκηνοθέτης: ένα κορίτσι που του δένει τα κορδόνια των παπουτσιών της ο πατέρας της μέσα στη βροχή, ένα ζευγάρι σε ένα χωράφι τη νύχτα, ένας παπάς που έχασε την πίστη του και επισκέπτεται ένα ψυχίατρο, ένα γκαρσόνι που χύνει το κρασί πάνω στο τραπέζι ενώ προσπαθεί να σερβίρει έναν επιχειρηματία, ένας κακόκεφος οδοντίατρος, και διάφορα άλλα.

Παράλληλα με σκηνές στο χιόνι, με αναφορές στο παρελθόν (όπως αυτή ενός κουρασμένου Χίτλερ να προχωρά με τον ηττημένο στρατό του). Σκηνές απογοήτευσης, εγκατάλειψης, απελπισίας, μοναξιάς των ανθρώπων σε μια θλιβερή κοινωνία, όλες βουτηγμένες σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, δοσμένες με τη διερευνητική, κριτική, ειρωνική, ταυτόχρονα διασκεδαστική, ματιά του Άντερσον από την οποία δεν λείπει και μια νότα ελπίδας.

 

** ½ – Στα εννιά

Ελλάδα, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Άγγελος Σπάρταλης. Ηθοποιοί: Δήμητρα Σπάρταλη, Βασίλης Αγουάντ, Σοφία Παπαδοπούλου. 95΄

Στη φαντεζίστικη ατμόσφαιρα στρέφεται ο σκηνοθέτης και ζωγράφος Άγγελος Σπάρταλης («Το σύνδρομο της Χιονάτης», «Από τη Γη στη Σελήνη») για να αφηγηθεί την ιστορία ενός 9χρονου κοριτσιού φάντασμα, που εξακολουθεί να κατοικεί στο διαμέρισμά του στην Αθήνα της κρίσης, που έχει κατασχεθεί από την τράπεζα και η οποία επιτίθεται είτε στους μεσίτες είτε σε όσους προσπαθούν  να το κατοικήσουν.

Ο σκηνοθέτης μπλέκει έντεχνα τους ανθρώπους με τους χώρους, τα όνειρα και τις μνήμες, με την 9χρονη Αλίκη, που εξακολουθεί να παίζει πιάνο, να μαγειρεύει και να πηγαίνει σχολείο, να ανατρέπει την πραγματικότητα, θυμίζοντας την Αλίκη του Λούις Κάρολ. Με τον Σπάρταλη να ντύνει την ταινία του σ’ ένα μαγικό ρεαλισμό (αν και όχι πάντα με την ίδια επιτυχία), κάνοντας ταυτόχρονα κι ένα σχόλιο για τα Airbnb διαμερίσματα και τις δήθεν σύγχρονες (καταστροφικές στην πραγματικότητα) αλλαγές στις γειτονιές της Αθήνας.