Στα 83 της «έφυγε» η Ουκρανή σκηνοθέτρια Κίρα Μουράτοβα

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Η διάσημη Ουκρανή σκηνοθέτρια Κίρα Μουράτοβα πέθανε στις 6 Ιουνίου, στα 83 της, στην Οδησσό, όπου ζούσε και εργαζόταν τα τελευταία χρόνια. Δημιουργός ενός σημαντικού έργου, «κλεισμένου» για χρόνια στα ντουλάπια της σοβιετικής λογοκρισίας, για να βγει τελικά στην επιφάνεια στην περίοδο της περεστρόικα, και να επηρεάσει πολλούς νεότερους σκηνοθέτες. Η ταινία της «Μεγάλοι αποχαιρετισμοί» (1971) αντιμετωπίστηκαν αρνητικά από τη σοβιετική γραφειοκρατία και είναι μόνο πολύ αργότερα, το 1988, με την περεστρόικα που ακολούθησε, που απονεμήθηκε στην ταινία το αντίστοιχο των Όσκαρ σοβιετικό βραβείο, «Νίκα».

Αντίθετα, η ταινία της «Το σύνδρομο ασθένειας» (1990), μια δηκτική, βουτηγμένη σε μια μαύρη ατμόσφαιρα, σάτιρα της σοβιετικής κοινωνίας, προβλήθηκε την ίδια χρονιά στο φεστιβάλ του Βερολίνου όπου κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της επιτροπής. Η ταινία συμμετείχε, τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς, στο πρόγραμμα του 3ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου (που τότε διοργάνωνε η «Ελευθεροτυπία»), και η ίδια η Μουράτοβα, που ήρθε στην Αθήνα, καλεσμένη του φεστιβάλ (μαζί με τον νεότερο Ρώσο σκηνοθέτη Βασίλι Πιτσιούλ, που η ταινία του «Η μικρή Βέρα» είχε επίσης συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα του φεστιβάλ) την παρουσίασε στο αθηναϊκό κοινό, στον κινηματογράφο «Studio».

από το πρόγραμμα του 3ου ΠΑΝΟΡΑΜΑΤΟΣ

 

Η Μουράτοβα γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1934 στο Σορτόκι της Ρουμανίας (σημερινή Μολδοβία) και έζησε το περισσότερο διάστημα της ζωής της στην Ουκρανία. Το 1967 γύρισε την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, «Σύντομες συναντήσεις», μια ιστορία ερωτικού τριγώνου που εκτυλίσσεται στην επαρχιακή Ρωσία, ενώ το 1971 θα γυρίσει την ταινία «Μεγάλοι αποχαιρετισμοί», γύρω από ένα νέο άντρα που εγκαταλείπει τη μητέρα του για να αναζητήσει τον πατέρα του. Μελοδραματική θεματικά ταινία που όμως ξένισε τη σοβιετική λογοκρισία, εξαιτίας της πειραματικής για την εποχή μορφή της, με την Μουράτοβα να χρησιμοποιεί στοιχεία που θύμιζαν τη γαλλική νουβέλ βαγκ (ιδιαίτερα το «Ζιλ και Τζιμ» του «Τριφό, όπως παραδέχτηκε η ίδια), με τον τρόπο γυρίσματος, τη χρήση μιας σε διαρκή κίνηση  κάμερας, το κοφτό μοντάζ, τα πολύ κοντινά πλάνα και άλλα ασυνήθιστα στο συνηθισμένο σοβιετικό τρόπο γυρίσματος, μέσα, με αποτέλεσμα η ταινία να μπει στα συρτάρια για να προβληθεί 16 χρόνια αργότερα, με την εμφάνιση της περεστρόικα.

Κάτι παρόμοιο αντιμετώπισε και η επόμενη ταινία της, «Ανάμεσα στις γκρίζες πέτρες» (1983), ταινία που υπέστη τέτοιες επεμβάσεις ώστε η Μουράτοβα την αποκήρυξε και ζήτησε να αφαιρεθεί το όνομά της, για να αντικατασταθεί με το ψευδώνυμο «Ιβάν Σιντόροβ». Παρά τις αντιρρήσεις τους, οι αρχές, αναγνωρίζοντας το πηγαίο ταλέντο της, της επέτρεψαν να μεταφέρει στην οθόνη ένα λογοτεχνικό έργο – και συγκεκριμένα «Το γράμμα» του Σόμερσετ Μομ, πιστεύοντας πως η διασκευή ενός κλασικού έργου θα περιόριζε τις ριζοσπαστικές ιδέες της. Αντίθετα, το αποτέλεσμα, με τον τίτλο «Αλλαγή του πεπρωμένου» (1987), ήταν μια ταινία ακόμη πιο ριζοσπαστική και αλλόκοτη από τις προηγούμενες, με σκηνές που άγγιζαν το παράλογο.

Στοιχεία που συναντάμε και στην επόμενη ταινία της, το αριστουργηματικό «Το σύνδρομο ασθένειας» (1990), με το πρώτο μέρος (γυρισμένο σε μαυρόασπρο φιλμ) να παρουσιάζει μια γιατρό που, μετά την κηδεία του συζύγου της, αρχίζει να επιτίθεται και να προσβάλλει φίλους, συναδέλφους αλλά και γείτονες, με το πρώτο μέρος να τελειώνει σε μια αίθουσα προβολής όπου ανακαλύπτουμε πως επρόκειτο για ταινία που γύρισε η Κίρα Μουράτοβα, με τους οργισμένους θεατές να αποχωρούν από την αίθουσα. Στο δεύτερο μέρος, ακολουθούμε ένα καθηγητή, που παρακολουθούσε την πρώτη ταινία στην αίθουσα και ο οποίος υποφέρει από ναρκοληψία. Εδώ, η ιστορία χάνει την αφηγηματική της ροή, αρχίζει να χρησιμοποιεί στοιχεία ντοκιμαντέρ και να θυμίζει τις ταινίες του Γκοντάρ, για να μετατραπεί τελικά σε ένα είδος μεταφοράς (το «σύνδρομο ασθένειας»), για τη χαώδη, αδιέξοδη κατάσταση των ανθρώπων που ζούσαν στην υπό διάλυση Σοβιετική Ένωση.

Ύστερα από δυο λιγότερο ενδιαφέρουσες ταινίες («Ο αισθηματικός αστυνομικός», 1992, και «Πάθη», 1994), που είχαν μεγαλύτερη διανομή στη χώρα της, η Μουράτοβα επέστρεψε στην παλιά, καλή της φόρμα, με την ταινία «Τρεις ιστορίες» (1997), όπου μέσα από ένα φόνο, και τρεις διαφορετικές ιστορίες, η Μουράτοβα παρουσιάζει, με τρόπο δηκτικό (σχεδόν κυνικό) την απανθρωπιά και την αποξένωση στη σύγχρονη κοινωνία. Στα επόμενα χρόνια, θ’ ακολουθήσουν και άλλες πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες: «Πολίτες δεύτερης κατηγορίας» (2001) «Τα κίνητρα του Τσέχοφ» (2002), «Δυο σε ένα» (2007), «Μελωδία για όργανο του δρόμου» (2009), κ.ά. Η τελευταία της ταινία, «Αιώνια επιστροφή», η ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου, ανάμεσα σε δυο άντρες και μια γυναίκα, προβλήθηκε το 2012 στο φεστιβάλ της Ρώμης.

Οι ταινίες της Μουράτοβα στρέφονται σε ανθρώπους που ζουν μια «καθημερινή» ζωή, καθημερινή στο πλαίσιο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που προωθούσε ο σταλινικός κομουνισμός, μόνο που τη ζωή αυτή η Μουράτοβα τη δείχνει ατόφια, άμεση, αψεγάδιαστη, με άλλα λόγια, ωμή, αποκρουστική. Συχνά με μια σουρεαλιστική ματιά, μ’ ένα χιούμορ παράλογο, ανατρεπτικό, που σε τρομάζει. Χωρίς να ακολουθεί κανένα φορμαλισμό της αρέσει να αφηγείται με ένα στιλ που μοιάζει «πρόχειρο», που ακολουθεί τα αισθήματα της στιγμής, που σε προκαλεί, που έχει τη δυνατότητα να αλλάζει χωρίς να αναζητά δικαιολογίες, χωρίς να νοιάζεται αν πρέπει να αισθάνεσαι ασφαλής. ή να ζητά την κατανόησή σου. Η προσέγγισή της είναι συχνά ριζοσπαστική, ποτέ συγκαταθετική. Συνολικά, όμως, είναι ταινίες που παρακολουθούνται άνετα και γοητεύουν και είναι περίεργο το ότι, ενώ άλλοι μεγάλοι δημιουργοί, που εργάστηκαν την ίδια περίοδο στην τότε Σοβιετική Ένωση (Ταρκόφσκι, Παρατζάνοφ, Ιοσελιάνι), έχουν αναγνωριστεί παγκόσμια, με τις ταινίες τους να είναι εύκολα προσιτές, οι εξαιρετικές ταινίες της Μουράτοβα, ταινίες που δεν έχουν να χάσουν τίποτε με εκείνες των συναδέλφων της, δεν έχουν μέχρι σήμερα αναγνωριστεί, όπως τους αξίζει, από το λεγόμενο «δυτικό κοινό» και τους σινεφίλ ανά τον κόσμο.