61ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Μεταναστευτικές τραγωδίες, ξενοφοβία, ρατσισμός και υπαρξιακά αδιέξοδα

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με ένα πολύ πρωτότυπο και ενδιαφέροντα τρόπο προσεγγίζει το θέμα της σχέσης των Ευρωπαίων με τους μετανάστες,, στην ταινία του, «Daniel ’16», ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, γνωστός μας από τα ντοκιμαντέρ του αλλά και τη μεγάλου μήκους ταινία του, «Ο γιος του φύλακα».

Ο πρωταγωνιστής του, ο Ντάνιελ του τίτλου, είναι ένας 16χρονος Γερμανός που καταφτάνει σε μια κοινότητα αγωγής ανηλίκων, σ’ ένα εγκαταλειμμένο χωριό του Έβρου, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Στην αρχή αρνητικός, θυμωμένος, που βρίσκεται σε μια άγνωστη χώρα, μακριά από τη μητέρα του και, ιδιαίτερα από το αγαπημένο του σκυλί (το πρώτο πράγμα που τον ενδιαφέρει μόλις φτάνει είναι να απαιτήσει να τηλεφωνήσει στη μητέρα του για να μάθει πως αυτή και ο φίλος της δεν έχουν ξεφορτωθεί το σκύλο του).

Η κοινότητα, όπως ανακαλύπτουμε, βρίσκεται υπό διάλυση, μια και η Γερμανία που την ξεκίνησε έχει αποφασίσει να την κλείσει γιατί θεωρεί επικίνδυνη την επαφή των ανήλικων κατάδικων με τους λαθραίους μετανάστες που κατακλύζουν την περιοχή. Στην κοινότητα, ή πιο σωστά στην οικογένεια, την υπεύθυνη Γερμανίδα και τον Έλληνα σύντροφό της, που διατηρούν και μια φάρμα με στρουθοκαμήλους και άλλα ζώα, ο μοναδικός άλλος τρόφιμος εκτός από τον Ντάνιελ, είναι ένας άλλος νεαρός, μικρότερος σε ηλικία από τον Ντάνιελ, και τον οποίο ο Ντάνιελ αρχικά αντιμετωπίζει σχεδόν με εχθρικότητα. Εχθρικότητα και γενικότερα άρνηση με τα οποία αρχικά αντιμετωπίζει όλους και όλα.

Η αλλαγή θα επέλθει όταν, στην πρώτη του προσπάθεια να δραπετεύσει, ο Ντάνιελ, που συλλαμβάνεται από την αστυνομία, βρίσκεται ξαφνικά μπροστά στο φρικτό θέαμα των δεκάδων νεκρών που ανασύρουν από το ποτάμι οι αστυνομικοί. Σ’ αυτό θα προστεθεί η εικόνα ενός Σύρου μετανάστη και του μικρού γιου του, και τον σκύλο τους, κρυμμένων σε ένα εγκαταλειμμένο χαμόσπιτο, και που η θέα του σκυλιού θα προσελκύσει τον Ντάνιελ. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν παράνομοι διακινητές μεταναστών κλέβουν και δολοφονούν τον πατέρα του μικρού, με τον Ντάνιελ να αναλαμβάνει τη φροντίδα του, μεταφέροντας σ’ αυτόν, κρυφά, φαγητό.

Ο Κουτσιαμπασάκος, με μια κάμερα σε συνεχή σχεδόν κίνηση, με επιμονή στη λεπτομερή καταγραφή, που ξεκινά από τη θητεία του στο ντοκιμαντέρ, με σκηνές δοσμένες με λιτότητα, που δεν αρνούνται το χιούμορ ή τη συγκίνηση (η μπάλα που ζητάει για χριστουγεννιάτικο δώρο για να τη δώσει στο μικρό του φίλο), ενίοτε δοσμένες με συμβολική διάσταση (όπως στις σκηνές με τις στρουθοκαμήλους), παρακολουθεί τον Ντάνιελ στην πορεία του, καταγράφοντας τις αντιδράσεις του, την αρχική του απειθαρχία και την αντίστασή του καθώς και τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σ’ αυτόν (με τον Νίκολας Κίσκερ να δίνει μια αφοπλιστική ερμηνεία) και τον μικρό Σύριο αλλά και με τα μέλη της «οικογένειας», καταγράφοντας τη σταδιακή αποδοχή και συνειδητοποίηση της ζοφερής, απάνθρωπης κατάστασης με τους πρόσφυγες, για να οδηγηθεί στην τελική αντίδραση αλλά και την αυτογνωσία, μέσα από ένα ωραίο, αναπάντεχο, φινάλε.

Σε σύμβολα και μύθους στρέφεται η Ελπινίκη Βουτσά-Ρεντζεποπούλου στην ταινία της «Ποιος, ποιος θα φαγωθεί;», με τον τίτλο να στηρίζεται στο γνωστό παραμύθι που ξεκινάει από το κανιβαλικό γαλλικό παιδικό τραγούδι «ήταν ένα μικρό καράβι». Η κεντρική ηρωίδα φτάνει στην Αθήνα για να βρεθεί σε μια πολιτισμική πόλη, «ένα καράβι», όπως το χαρακτηρίζει η σκηνοθέτρια, «που δεν τους χωράει όλους κι όπου αρχίζει ο ταξικός κανιβαλισμός».

Μαζί της συναντάμε διάφορα πρόσωπα, πρόσωπα που προσπαθούν να βοηθήσουν (συχνά χωρίς αποτέλεσμα) τους μετανάστες (ανάμεσά τους και τη μικρή Αφγανή, που μιλάει για τους γονείς της που πρόκειται να έρθουν στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας) αλλά και ακροδεξιούς και ρατσιστές που προσπαθούν να επιβάλουν τις φασιστικές θεωρίες τους.

Με σκηνές αποσπασματικές, με εικαστικά όμορφα και με σπουδή στημένα πλάνα, άλλοτε σε σκηνές όπου τα όνειρα μετατρέπονται σε εφιάλτη (όπως το όνειρο της γυναίκας να προσπαθεί να ανέβει στην κορφή ενός παράξενου βράχου), με τη Γαλλία και τη Γερμανία να παίζουν το δικό τους ρόλο σε σκηνές όπως εκείνη της γυναίκας που ανταποκρίνεται στα γαλλικά στο μαγαζί με τα ρούχα, ή εκείνη της γυναίκας που παρουσιάζει στα γερμανικά τα κουτιά της σε διάφορα μεγέθη και χρώματα, κουτιά στα οποία, όπως εξηγεί, μπορείς να τοποθετήσεις οτιδήποτε (από αντικείμενα μέχρι σκέψεις, μελέτες, κοινωνικές τάξεις, και να τα μετατρέπεις ακόμη και σε φαγητό για τους μετανάστες), και άλλοτε με την ιστορία του Κρόνου που επειδή έτρωγε τα παιδιά του κάνουν τον Δία να μετατραπεί σε πέτρα για να γλιτώσει (ιστορία που ξεκινάει όταν η μικρή ζωγραφίζει μια πέτρα που συμβολίζει την αδερφό της) να αποκτά τη μορφή ενός σύγχρονου συμβόλου, όπως και οι τεράστιες πέτρες στην ακροθαλασσιά, στο όμορφο φινάλε, σχόλιο πάνω στους ανθρώπους που όπως και ο Δίας θέλουν να σωθούν (από ποιον όμως, από τον εαυτό τους; από την πόλη; από αυτά που έφτιαξαν;).

Τα ψέματα και η ανασφάλεια, το χάσμα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στις σχέσεις τους, στοιχειώνουν το σε κρίση γάμου ζευγάρι της ταινίας «Μικρά όμορφα άλογα» του Μιχάλη Κωνσταντάτου. Η Αλίκη και ο Πέτρος φεύγουν, μαζί με το μικρό τους γιο, από μια Αθήνα που δεν έχει να τους προσφέρει τίποτα και αναζητούν τη λύση στην πρόσκαιρη παραμονή σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη, στα σπίτια ξένων που τη φροντίδα τους, όταν οι ιδιοκτήτες λείπουν, έχει αναλάβει ο Πέτρος, με την Αλίκη να φροντίζει άρρωστα ηλικιωμένα άτομα της περιοχής. Λύση όμως πρόσκαιρη που δεν τους εξασφαλίζει τίποτα αλλά και τους οδηγεί σε μια ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους.

Παρά το ωραίο ξεκίνημα στο πρώτο μέρος, στη συνέχεια, δημιουργείται, δυστυχώς, μια ανισότητα στο ρυθμό, με ορισμένες σκηνές να μη δένουν αρμονικά με τις υπόλοιπες (οι σκηνές με το νεκρό ζώο που χτυπά με το αυτοκίνητο του ο Πέτρος, ή εκείνες, αν και ωραίες, με την Αλίκη να περιφέρεται στο δάσος και να βρίσκεται μπροστά σ’ ένα όμορφο άλογο). Ρυθμό που η ταινία, κάποια στιγμή προς το φινάλε, κατορθώνει να ξαναβρεί, αν και ήδη είναι αργά να σε πείσει να ενδιαφερθείς για τα προβλήματα του ζευγαριού της.

Με τη διαφθορά στην αστυνομία καθώς και τη ξενοφοβία και το ρατσισμό καταπιάνεται μέσα από το αστυνομικό θρίλερ του, «Αγνώστου ταυτότητας» ο Ρουμάνος σκηνοθέτης Μπόγκνταν Τζόρτζε Απέτρι. Παρά την αντίθετη απόφαση ενός διοικητή που περνάει την ώρα του λέγοντας ρατσιστικά ανέκδοτα, ο Φλόριαν, ένας υπερόπτης, με ρατσιστικές διαθέσεις, αστυνομικός, επιμένει να λύσει τον εμπρησμό μιας δασικής περιοχής όπου πέθαναν δυο γυναίκες και βάζει στο στόχαστρο ένα νεαρό τσιγγάνο.

Ύστερα από μια σειρά από σκηνές επίμονης έρευνας, στο πρώτο μέρος, και παρά τις υποψίες που αρχίζουν να δημιουργούνται για τον ύποπτο τσιγγάνο, τα στοιχεία αρχίζουν, στο δεύτερο μέρος της ταινίας, να αλλάζουν και η πλοκή αποκτά μια άλλη πιο σκοτεινή ατμόσφαιρα, με ξαφνικές ανατροπές, που ο σκηνοθέτης αναπλάθει με ευρηματικότητα, με σκηνές δοσμένες με ρυθμό και σασπένς, και με μια πολύ ωραία ερμηνεία από τον Μπόγκνταν Φάρκας.