53ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΡΛΟΒΙ ΒΑΡΙ

Η διαφθορά στη Ρωσία του Πούτιν και το ψυχογράφημα μιας καταπιεσμένης γυναίκας στη σύγχρονη κυπριακή κοινωνία

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Η διαφθορά στη σύγχρονη, μετα-κομουνιστική Ρωσία είναι στο επίκεντρο της εξαιρετικής ταινίας «Jumpman» του Ιβάν Τβερντόβσκι (γνωστού στο αθηναϊκό κοινό από την προβολή της ταινίας του «Ζωολογία» στο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου), που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα του 53ου κινηματογραφικού φεστιβάλ του Κάρλοβι Κάρι. Δεν είναι η πρώτη φορά που το θέμα της διαφθοράς και της υποκρισίας παρουσιάζεται στο ρώσικο σινεμά. Ήδη, ο Αντρέι Ζβιαγκίντσεβ, σε ταινίες όπως το «Λεβιάθαν» και «Έλενα», μας είχε δώσει μια σκοτεινή, απαισιόδοξη εικόνα της Ρωσίας του Πούτιν, όπου αυτά, μαζί με μια άγρια εκμετάλλευση, κυριαρχούν σε όλους τους χώρους.

Αυτή τη μαύρη, χωρίς ελπίδα διεξόδου, ατμόσφαιρα τονίζει και στη δική του ταινία ο Ιβάν Τβερντόβσκι. Στο στόχαστρο του σκηνοθέτη, τη φορά αυτή, είναι η άγρια εκμετάλλευση ορφανών ή εγκαταλειμμένων παιδιών από μια άπληστη, διψασμένη για εύκολο χρήμα, κοινωνία.

Εδώ, μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων μιας ανώτερης κοινωνίας (στην οποία περιλαμβάνονται δικηγόροι, δικαστές, δημόσιοι κατήγοροι, γιατροί, και αστυνομία), χρησιμοποιούν ένα 16χρονο αγόρι, που, ενώ ακόμη βρέφος, η μητέρα το είχε εγκαταλείψει σε Ίδρυμα για παιδιά, για να στήσουν «ατυχήματα» με αυτοκίνητα και να εκβιάσουν πλούσια και σημαντικά άτομα για χρήμα ή και άλλους σκοπούς.

Με την κάμερα του από κοντά, ο Τβερντόβσκι ακολουθεί το αγόρι στις διάφορες «επιχειρήσεις» του, με μια άσπλαχνη μητέρα να τον εκμεταλλεύεται με όλα τα μέσα (σε κάποια μάλιστα στιγμή είναι έτοιμη να προσχωρήσει και σε αιμομιξία), αποκαλύπτοντας μας, χωρίς συναισθηματισμούς ή μεγαλοστομίες, τους παράνομους μηχανισμούς μιας απάνθρωπης, σκληρής κοινωνία που η μόνη της έγνοια είναι το κέρδος και η εκμετάλλευση των συνανθρώπων της.

Ο τίτλος «Παύση» της κυπριακής ταινίας της Τώνιας Μισιάλη, που η παγκόσμια πρεμιέρα της δόθηκε χτες στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του τμήματος «Ανατολικά της Δύσης», δεν περιορίζεται μόνο στην επερχόμενη εμμηνόπαυση που, η Ελπίδα, η ηρωίδα της ταινίας, ανακαλύπτει, στα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας, μετά την εξέτασή της στο νοσοκομείο, αλλά επεκτείνεται και σε όλες τις άλλες «παύσεις» (πραγματικές και ψυχολογικές) που παρεμβαίνουν στη θλιβερή, όπως ανακαλύπτουμε σταδιακά, ζωή της: ενός ανέραστου, με συνοικέσιο, γάμου με την Ελπίδα να πιστεύει πως θα γλύτωνε από ένα δεσποτικό πατέρα για να μετατραπεί σε θύμα ενός δεσποτικού συζύγου και μιας χωρίς αλλαγές ή εκπλήξεις ανιαρής καθημερινότητας.

Μιας ζωής πλάι σ’ ένα σύζυγο που σπάνια της απευθύνει το λόγο, που, σποραδικά την αναγκάζει να κάνει (βουβό και άθλιο) σεξ μαζί του, που ενδιαφέρεται μόνο ένα παπαγαλάκι που κάθεται σε μια γωνιά του διαμερίσματος, και ο οποίος, κάποια στιγμή, για να κρύψει χρήματα για τα γεράματά τους, όπως της λέει, πουλάει, χωρίς τη συγκατάθεσή της, το παλιό της αυτοκίνητο, το μόνο μέσο μεταφοράς που έχει για να κινείται στην πόλη.

 

Η μόνη μικρή χαρά στη ζωή της είναι οι στιγμές που ζωγραφίζει και μια κρυφή από το σύζυγο «έξοδος» με μια φίλη της όταν πάνε σε μια ντίσκο. Η Ελπίδα θέλει να ξεσπάσει, να εξεγερθεί, να φωνάξει, να βγάλει έστω μια κραυγή διαμαρτυρίας, μόνο που δεν τολμάει. Τα μοναδικά ξεσπάσματά της είναι φανταστικά που τα βλέπουμε σε ενδιάμεσες σκηνές (σε μια απ’ αυτές πετάει το πιάτο με το φαγητό στα μούτρα του συζύγου, ενώ σε μιαν άλλη πετάει τα κρυμμένα του χρήματα από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου ζούνε). Μόνη φορά που αποφασίζει να φύγει από το σπίτι (ετοιμάζει τη βαλίτσα της και παίρνει τα κρυμμένα χρήματα) προχωρά μέχρι τον κεντρικό δρόμο για να επιστρέψει την τελευταία στιγμή στο σπίτι της.

Η Μισιάλη καταγράφει με διαύγεια, συμπάθεια, μαζί και κριτική ματιά, το χαρακτήρα της ηρωίδας της, τονίζοντας τις λεπτομέρειες εκείνες που συμβάλλλουν στη σκιαγραφία της ψυχοσύνθεσής της (οι σκηνές με ένα αμίλητο, ανύπαρκτο γι’ αυτήν σύζυγο, που οι μόνες φορές που της μιλάει είναι να αρνηθεί ότι του ζητήσει, είναι από τις πιο πετυχημένες της ταινίας), με την κάμερα να την ακολουθεί στην καθημερινή, αδιέξοδη ζωή της, διανθίζοντάς κάποιες σκηνές με χιούμορ (παράδειγμα η σκηνή στην αρχή, με το γιατρό να της εξηγεί πως από δω κι εδώ θα έχει τουλάχιστο καμιά δεκαπενταριά, φρικτά στην πραγματικότητα, συμπτώματα, για να καταλήξει πως «δεν είναι τίποτα»), με τη Στέλλα Φυρογένη να ερμηνεύει με ξεχωριστή ευαισθησία και δύναμη το ρόλο, που μπορεί άνετα να διεκδικήσει το βραβείο ερμηνείας.

Η επίδραση του πολέμου στο άτομο είναι στο επίκεντρο της ταινίας «53 πόλεμοι», πρώτης ταινίας της Πολωνής Εύα Μπουκόβσκα, που προβλήθηκε στο τμήμα «Ανατολικά της Δύσης».  Με βάση το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Γκραζίνα Γιαγκίλσκα, με ωραία, υποβλητική μουσική και με μια αφήγηση που έχει κάτι από τον Πολάνσκι και την «Αποστροφή» του, η Μπουκόβσκα φτιάχνει ένα ατμοσφαιρικό ψυχολογικό θρίλερ, που προς το φινάλε αρχίζει να αγγίζει τα όρια του τρόμου, με την κάμερα της να παρακολουθεί από κοντά τη σύζυγο (μια πολύ καλή Μαγκανταλένα Ποπλάβσκα), σε κλειστούς συνήθως, κλειστοφοβικούς χώρους, στις προσπάθειές της να αποδεχτεί την απουσία του συζύγου, ενώ, παράλληλα αγωνίζεται κρατηθεί σε μια λογική για να μπορέσει να φροντίζει το μικρό παιδί τους αλλά και να πείσει τον ίδιο να επιστρέψει στην οικογένειά του μετά από τους 53, όπως ένα-ένα τους αραδιάζει κάποια στιγμή.