Της Ζωής Τόλη
Οι «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Έντουαρντ Άλμπι, σε μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, σκηνοθεσία του Άρη Τρουπάκη, με την Μπέττυ Αρβανίτη, στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας στην Α’ σκηνή, πραγματεύονται τι είναι ευτυχία, τη συνεχή επιδίωξή της και τη γενναία ροπή προς την αυτοσυνειδησία.

Το έργο
Ο συγγραφέας (1928 – 2016), γνωστός για τη δεξιοτεχνική και ψυχρή θεώρηση της σύγχρονης ζωής, περνάει από το θέμα των διαπροσωπικών σχέσεων, όπως ο ίδιος το ανέπτυσσε σε προηγούμενα έργα του («Ευαίσθητη ισορροπία», «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ»), στην αντιμετώπιση ενός πολύ σημαντικού προβλήματος της εποχής μας: την Αυτογνωσία. Ένα κείμενο του 1991 για τον έρωτα, την ευτυχία, τη μοναξιά, τις φοβίες, τα γεράματα, το θάνατο, με πολύ χιούμορ, μα και ταυτόχρονα σκληρό, γεμάτο αλήθειες, που κέρδισε βραβείο Πούλιτζερ, το τρίτο στη σειρά. Πρωτοπαίχτηκε στην Ελλάδα το 1995 από το θίασο των Ελένης Χατζηαργύρη, Ζωής Λάσκαρη και Κατερίνας Μαραγκουδάκη σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά.

Η υπόθεση και η ανάλυση του έργου
Οι «Τρεις ψηλές γυναίκες» αφορούν τη συνάντηση μιας 91χρονης με δύο άλλες, που η κάθε μία ενσαρκώνει μια νεότερη ηλικία της, εκείνη των 52 χρόνων και εκείνη των 26 χρόνων. Παρά τα όσα θα περίμενε κανείς, δεν υπάρχει καμιά ατμόσφαιρα απολογισμού, αναπόλησης ή νοσταλγίας (σημειώνει ο σκηνοθέτης). Η ηλικιωμένη έρχεται αντιμέτωπη με τα αναπάντητα ερωτήματα της ζωής της παλεύοντας να δώσει νόημα σε κάθε παράλογη ή φριχτή της πράξη. Η 26άχρονη κοπέλα, που υπήρξε κάποτε, η 52άχρονη στην οποία βλέπει το δικό της μεσήλικο εαυτό, παλεύουν για εκείνο που υπήρξε πρωταρχικός της σκοπός καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της: για την επικράτηση.

«Τίποτα δεν μου έτυχε, όλα έπρεπε να τα οργανώσω», κάποιος έπρεπε να είναι δυνατός, ήμουν δυνατή, όλοι με μισούσαν, σημειώνει η υπέργηρη γυναίκα. Για να αντέξει έναν αποτυχημένο γάμο και να διατηρήσει τα κεκτημένα έχασε τον εαυτό της. Αυτή την απώλεια δεν την παραδέχεται άμεσα, ωστόσο είναι εμφανής. Όταν μιλάει για τους φίλους, ανοίγει ένα παράθυρο στην καλά κρυμμένη ευαισθησία της. Μισεί να φαίνεται ευάλωτη βγάζοντας προς τα έξω πρόσωπο αγέρωχο, καθώς την εύθραυστη πλευρά της την καλύπτει με στρώμα περηφάνιας και προσφοράς. Για το γιο, κρύβει ό,τι την πονάει, βγάζει μόνο πίκρα και παράπονο γιατί την επισκέπτεται πολύ αραιά. Ο επηρμένος ναρκισσισμός της δεν της επιτρέπει να δείξει καθαρά τον πυρήνα και το «μέσα» της, το πόσο υπεύθυνη είναι για εκείνον και πώς δεν δέχτηκε ποτέ την ομοφυλοφιλία του. Τα «ξεπούλησε» όλα, ακόμα και το μητρικό ένστικτο στο όνομα μιας νεόπλουτης περσόνας με όχημα τον έλεγχο στους άλλους και τη διατήρηση της δημόσιας εικόνας της όμορφης γυναίκας και γκλαμουράτης προσωπικότητας, που μπορεί να πάρει και τα ηνία της μεγάλης περιουσίας.

Η μεγαλύτερη άμυνά της ήταν η αίσθηση της επιβολής, καθότι λειτουργούσε ως αφροδισιακό σε μια γυναίκα που δεν αγαπήθηκε στη διάρκεια του βίου της, όπως και όσο ήθελε εκείνη. Η έλλειψη της αγάπης βαθμιαία τη μετάλλαξε με όχι απαραίτητα ανεπαίσθητο τρόπο. Ο διαμορφωμένος συμπαγής και δεσποτικός χαρακτήρας, χτισμένος σε σαθρά θεμέλια, την κάνει τυραννική. Εθελοτυφλεί, καθώς της διαφεύγει το ασφυκτικό περιβάλλον (απιστίες εκατέρωθεν) με έμβλημα την «επιφάνεια» και το φανταχτερό, μέσα στο οποίο μεγαλώνει ο γιος μέχρι τα δεκαεπτά του χρόνια, γιατί μετά φεύγει να σωθεί από τη νοσηρή οικογένεια, πράγμα που δεν του συγχώρησε για περίπου 20 χρόνια. Μέσα από την εξιστόρηση της ζωής της ο Άλμπι περιγράφει ενδελεχώς την κοινωνική ανατομία, εστιάζοντας στα ήθη και τη νοοτροπία της εποχής.

Ερμηνείες
Η Μπέττυ Αρβανίτη, αυτή η μεγάλη ηθοποιός, ενσαρκώνει την υπέργηρη γυναίκα, μία αμαζόνα με όλο το εύρος της υποκριτικής της τέχνης, κάνοντας τον θεατή, ενώ παρακολουθεί ένα έργο με δύσκολο θέμα, να νιώθει και τη δραματική ένταση και το καταλυτικό χιούμορ έτσι ώστε να γεύεται το νόημα της Τέχνης που είναι η αισθητική, αλλά και την αξία των μηνυμάτων ενός τόσο πλούσιου κειμένου. Ένιωσα, όταν ερμήνευε, να καλύπτεται η σκηνή από βελούδο που περιείχε τη χάρη, το πάθος, το ρυθμό, την ομορφιά, την πνευματικότητα και το συναισθηματικό πλούτο, στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη δυναμική της κάθαρσης. Ρεαλιστικό παίξιμο, για ένα τραγικό πρόσωπο, που ευτυχώς προς το τέλος, κάνοντας αξιολόγηση ζωής, δείχνει σημάδια αυτογνωσίας.

«Γιατί τον παντρεύτηκα; Γιατί με κάνει και γελάω, είναι καλός χορευτής, τραγουδάει ωραία, είναι αστείος και του αρέσουν οι ψηλές». Αυτή η μικρή δόση ειλικρίνειας ορίζει και το γενικό χαρακτήρα της ζωής, αν σκεφτεί κανείς πόσο δυσεύρετη είναι η αλήθεια και η ευτυχία. «Τι είναι ευτυχία; Μια στιγμή της ζωής», υπογραμμίζει όταν οι τρεις γυναίκες φιλοσοφούν γύρω από τα όνειρα, την απιστία, το γάμο, τη ματαιοδοξία, τους συμβιβασμούς και την αξιοπρέπεια.

Όταν φεύγεις από το θέατρο χαρούμενος και γεμάτος, τότε ξέρεις πόσο καταπληκτικό ήταν αυτό που είδες. Ένας από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας της. Συγχαρητήρια.

Το θεατρικό αυτό πόνημα έχει και δύο υπέροχες παρουσίες, όπως η Μαρία Κεχαγιόγλου, που υποδύεται την 52άχρονη νοσοκόμα, και η Νεφέλη Κουρή, που κάνει τη νεαρή δικηγόρο. Η πρώτη, που συμβολίζει τη μεσαία ηλικία της ηλικιωμένης, παίζει επιδέξια το άτομο που επειδή έχει πληγωθεί πολύ, είναι άνετα σαρκαστική, ωμή και καυστική. Το μάσημα της τσίκλας συμπληρώνει το κάδρο του προσώπου. Έχει μετατρέψει τον πόνο σε συνείδηση της πραγματικότητας, χωρίς συναισθηματισμούς και εξιδανικεύσεις.

Η Ν. Κουρή φρέσκια, δυναμική, αξιοπρεπής στο παίξιμό της. Παίζει τη νέα κοπέλα που απεχθάνεται τη ματαιοδοξία και διατυπώνει την άποψή της ευθαρσώς. Ο ενθουσιασμός και η αυστηρότητα στην κριτική, όπως όλοι οι νέοι, που νιώθουν το θάνατο πολύ μακριά, έχτισαν μια ερμηνεία ικανή να σταθεί με τον απαραίτητο σεβασμό στο σανίδι. Ενδεικτική η συμβουλή «ηρέμησε, προσαρμόσου, συμβιβάσου», προς εκείνη από τις μεγαλύτερες, που ξέρουν περισσότερα.

Συντελεστές
Η σκηνοθεσία κλασικά αβανταδόρικη, κομψή, γειωμένη, απογειώνει τις ερμηνείες και όλη την παράσταση σε υπόδειγμα τέχνης.

Σκηνικά – κοστούμια η Ελένη Μανωλοπούλου, υπέροχα, λειτουργικά (τα άλογα και τα φωτιστικά), οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου υποβλητικοί και εναρμονισμένοι στο ύφος του έργου και η ατμοσφαιρική μουσική (καλπασμός αλόγων), του Άρη Τρουπάκη.

Ένα θεατρικό εγχείρημα που μιλάει για τη σημασία του «σήμερα», να ζεις το παρόν, την αδιάλειπτη αναζήτηση της ευτυχίας, τον αμείλικτο χρόνο, την τόλμη της παραδοχής των λαθών, έστω και στη δύση της ζωής, για την απώλεια του εαυτού χωρίς την αυτοκριτική.

«Όλη τούτη η τεθλασμένη πορεία των 91 χρόνων είναι εμποτισμένη με το μαύρο, αιρετικό χιούμορ του Άλμπι, που σε κάποιες στιγμές πετυχαίνει εκείνο που κάνει ο χρόνος στις δικές μας ζωές. Να μοιάζουν οι μεγαλύτερες θύελλες που μας σάρωσαν, κοιτώντας τες από μακριά, με το δροσερό αεράκι που μας έδωσε ανάσα και κουράγιο να συνεχίσουμε τη δίχως νόημα αναζήτηση του δικού μας νοήματος» (Άρης Τρουπάκης).

Μια εκπληκτική παράσταση, που αξίζει να την παρακολουθήσεις.