Της Ζωής Τόλη
Στο θέατρο «Αποθήκη» παρουσιάζεται το έργο «Δεύτερη φωνή» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, με τη Νένα Μεντή και τον Γιώργο Ζιόβα.

«Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη τη μικρή,
σ’ όλην τη γη τη χάλασες»

Κωνσταντίνος Καβάφης

Το έργο
Μετά τον «Έβρο Απέναντι» το 1999 και την «Αττική οδό» το 2007, οι συγγραφείς επανέρχονται στη ρεαλιστική γραφή με το καινούργιο έργο τους «Δεύτερη φωνή».

Ένα δράμα που αφορά την ιστορία μιας «δεύτερης φωνής» στα 40 χρόνια της μεταπολίτευσης.

Η υπόθεση
Μια οικογένεια, όπου συγκρούονται δύο γενιές· επιφανειακά έχει να κάνει με την οικονομική/συναισθηματική αποκατάσταση και το χρήμα. Βαθύτερα υπάρχει η ιδεολογική διαφοροποίηση του μεγαλύτερου σε ηλικία ζευγαριού και των νεότερων (τα δύο παιδιά τους, ο γαμπρός και ο μάναντζερ), πράγμα που εστιάζεται στη διάσταση αντίληψης για τη ζωή και τα ιδανικά. Δεκαετίες του ‘ 80 και του ’90, εποχή της ευμάρειας, της ανοικοδόμησης, πλούσιες σε ρέον χρήμα, αλλά φτωχές σε ιδέες, σε πολιτική διαφάνεια, επωάζουσες ένα παραμύθι αυτάρκειας και αισιόδοξου αυτοπροσδιορισμού.

Αίολα όνειρα και ψευδεπίγραφες φιλοδοξίες οδηγούν το κεντρικό ζευγάρι του θεατρικού στη διάψευση του αξιακού του συστήματος με την ανάλογη διαφορετικότητα στην έκφραση της συμπεριφοράς ανάμεσά τους. Όλο αυτό βέβαια έχει το τίμημά του απέναντι στα παιδιά της Ρένας (Νένα Μεντή) και του Παύλου (Γιώργος Ζιόβας), αλλά και σε ολόκληρη γενιά, η οποία μεγάλωσε με «σκοτεινές» ιδεολογίες, με έμβλημα το ρουσφέτι και τις μεγάλες πίστες, εμμονές και οράματα από σελοφάν. Κυριαρχούν το εύκολο, το γρήγορο και το αεριτζίδικο, πνίγοντας αμέσως τις όποιες υγιείς φωνές κραύγαζαν για αυτογνωσία και αυτοκριτική ολόκληρου λαού.

Το ξεπούλημα των μηνυμάτων της γενιάς του Πολυτεχνείου από τους ίδιους, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οδηγούν, όσους αυτοχαρακτηρίζονται σταθεροί ιδεολόγοι/αγωνιστές, στο περιθώριο, στην ηθική και υλική χρεοκοπία. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Παύλος, χαμένος μέσα στην απογοήτευση της διάψευσης των προσδοκιών για το προσοδοφόρο, κατά τη γνώμη του, κοινωνικό/πολιτικό μοντέλο, που διακαώς πίστευε και υποστήριζε. Στην πορεία της ζωής, όμως, αποδείχτηκε πως διχάστηκε, καθώς δεν τα βρήκε με τον εαυτό του, αλλά ούτε και με τη Ρένα, η οποία απέτυχε να κάνει καριέρα ως πρώτη τραγουδίστρια (για μικρό διάστημα στα νιάτα της υπήρξε δεύτερη φωνή στον Μητσιά).

Παλεύει για καλύτερη επιβίωση σπρώχνοντας την κόρη της Ισμήνη (Δανάη Σκιάδη) να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες για καριέρα για να μην καταλήξει όπως εκείνη, με ανεκπλήρωτα όνειρα, υπηρετώντας τους άλλους ως νοικοκυρά. Αυτή η βιοθεωρία δεν είναι απαραίτητα επιβλαβής ή επικίνδυνη, ο τρόπος και η όλη στάση είναι λάθος, γιατί με το πάθος της έπνιγε όσους αγαπούσε και νοιαζόταν. Δεν έβλεπε πώς και πόσο εξαργυρώθηκαν οι παράδεισοι που φανταζόταν η γενιά της με αντάλλαγμα μια ιδιοκτησία αστική και εξοχική και μετά αναρωτιόταν τι λάθος έκανε, ξεχνώντας το ήδη νοσηρό και δηλητηριασμένο γενικότερα περιβάλλον στο οποίο ζούσε.

Ο γιος της ο Αργύρης (Γιώργος Κατσής) μπλέκει σε ομάδες νεοφασιστών, με απρόβλεπτες εξελίξεις για εκείνον και την οικογένεια, μπουχτισμένος από την υποκρισία και τον στρουθοκαμηλισμό μιας ολόκληρης κοινωνίας, που βουλιάζει στο ψέμα, την ανεργία, το πρόχειρο και το «περίπου», ένα συνονθύλευμα ανθρώπων χωρίς δομή και προσανατολισμό. Το εφήμερο στο ζενίθ του, όπως και ο ανοικοδομητικός οίστρος των «επαναστατημένων που ήθελαν την αλλαγή».

Ο άντρας της Ισμήνης, ο Φώτης (Κωνσταντίνος Γαβαλάς), άνεργος, ευαίσθητος, περιποιείται το παιδί τους που πάσχει από σύνδρομο Down, σχεδόν άβουλος και άχρωμος αφήνει τα γεγονότα να τον προσπεράσουν μέχρι λίγο πριν το τέλος. Υποφέρει με όσα βλέπει να συμβαίνουν στο σπίτι, με την Ισμήνη να παρασύρεται από τον επιτήδειο μάναντζερ Γιώργο (Δημήτρης Σαμόλης), που την προωθεί μαζί με τη Ρένα να συμμετάσχει στο talent show για τη «φωνή της χρονιάς» και να πάει ακόμα παρακάτω (Λονδίνο)· την εκμεταλλεύεται ερωτικά και επαγγελματικά ο καιροσκόπος απατεώνας.

Μέσα σ’ αυτό το συγκρουσιακό σκηνικό γίνεται η έκρηξη, βγαίνουν στη φόρα απωθημένα, κραυγές που έμεναν στο χρονοντούλαπο, ενοχές, κρυμμένα και επινοημένα μυστικά, φόβοι που τους καθήλωναν να μην αντιμετωπίσουν τους εαυτούς τους και μετά τους άλλους, αφού τους θεωρούσαν φταίχτες ή υπόλογους για τη ζωή τους.

Το ζευγάρι, αντιμέτωπο με τις προσωπικές του ευθύνες, αλλά και οι υπόλοιποι ως ενήλικοι έχουν το δικό τους μερτικό σ’ αυτό το τρομακτικό αλισβερίσι συναισθημάτων, ιδεών και αξιώσεων. Ο κατήφορος βέβαια είχε ήδη ξεκινήσει, απλώς όταν βουλιάζει κάποιος πιάνεται απ’ ό,τι βρεί μπροστά του.

Ερμηνείες
Ξεχώρισε η ανεπανάληπτη Νένα Μεντή· υποδύεται την ελληνίδα μάνα, που όλα τα κάνει για το καλό των παιδιών και της οικογένειας. Το ταμπεραμέντο της παραδειγματικό, μέσα στο ερμηνευτικό κέντρο αποκαλύπτει το εύρος της τέχνης της και προωθώντας τη δραματικότητα του θεατρικού εξυψώνεται σε τραγικό πρόσωπο. Η ένταση που εκπέμπει το παίξιμό της στοχεύει σε τέτοιο σημείο υποκριτικής ωριμότητας που, απογυμνωμένο εντελώς από ίχνη αμηχανίας ή υστερίας, γίνεται το Α και το Ω της παράστασης.

Καλός ο Γιώργος Ζιόβας σε δύσκολο ρόλο που προτιμά τη «φυγή», ενώ πνίγεται και ασφυκτιά χρόνια, αποσυρμένος και απών. Στην τελευταία ανατροπή ερμηνεύει με σθένος και πειστικότητα, δείχνοντας το τσαγανό της χαμένης νιότης του.

Η Δανάη Σκιάδη αξιοπρεπής και εύστοχη, ο Κων/νος Γαβαλάς και ο Γιώργος Κατσής ικανοποιητικοί και ο Δημήτρης Σαμόλης πολύ καλός στο ρόλο του κυνικού κομπιναδόρου ατζέντη.

Συντελεστές
Η σκηνοθεσία του Κων/νου Μαρκουλάκη, ρεαλιστική, ψύχραιμη όπου χρειαζόταν, με κλασικό ηχόχρωμα, βοηθούμενη από τα λειτουργικά και συμβολικά σκηνικά της Αθανασίας Σμαραγδή (σκάλα και κολόνες ανοικοδόμησης με τα σίδερα πάνω τους), τους σωστούς φωτισμούς του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου, τα κατάλληλα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη και την ενδεικτική για την εποχή μουσική του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου.

Ένα θεατρικό πόνημα αξιόλογο, ακτινογραφία της ελληνικής κοινωνίας που παραπαίει ανάμεσα στο παλιό και σ’ αυτό που περιμένει ως καινούργιο, χωρίς όμως να κουνήσει το δαχτυλάκι της (δύσκολο να σηκωθεί από τον καναπέ της).

Μόνη ένσταση, η ποικιλία των δεινών σε μία οικογένεια, που φαντάζει λίγο υπερβολική για ένα έργο με ρεαλιστική γραφή, πράγμα που παραπέμπει σε τηλεοπτικό τοπίο ή παλιά ελληνική ταινία του ’60.

Τα παραπάνω όμως δεν αλλοιώνουν το χαρακτήρα της πολύ καλής παράστασης ούτε το υπέροχο κείμενο των συγγραφέων που δημιούργησαν ένα έργο επίκαιρο, γεμάτο μηνύματα και συμβολισμούς. Θανάσιμη η ατάκα της Ρένας «ζω με άντρα-έπιπλο», μας κάνει να σκεφτούμε ότι μια «δεύτερη φωνή» μόνο «δεύτερες ευκαιρίες και συμπεριφορές» θα έχει, σε μια «δεύτερη χώρα» όπως είναι η Ελλάδα.

«Ήθος ανθρώπω δαίμων» (Η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του)
Ηράκλειτος