«Ποτέ μην πεις δεν έζησες/αφού μακριά δεν πήγες./Μες στην αυλή σου αν θα δεις/ όλο τον κόσμο είδες». Οι στίχοι έρχονται από τραγούδι του Κώστα Χατζή. Η πρώτη φορά που τους άκουσα έμελλε να είναι και η τελευταία.

Του
Πάνου Τσούμα

Εν τούτοις, κατά το δεύτερο ήμισυ, καταχωρίσθηκαν διά παντός στη μνημονική βάση δεδομένων .
Εν έτει 1970 συνέβη το… ατύχημα*! Υπηρετούσα τότε στο Βίτσι, όπου λειτουργούσε μονάδα ραντάρ. Άκουσα δε το τραγούδι από το ραδιόφωνο κάποια μέρα στην Καστοριά.
Με τη δική μου πρόσληψη -άσχετη ενδεχομένως με την πρόθεση του στιχουργού- έγινε η καταχώριση. Και λέει ότι: αν μπορείς να βλέπεις τι συμβαίνει στον εαυτό σου και το γύρω μικρό περιβάλλον (εργασιακό, κοινωνικό ή άλλο), ξέρεις και για το μεγάλο της χώρας, αλλά και του κόσμου ολόκληρου.

__Στα χρόνια που ακολούθησαν αραιά και πού κατέφευγα στο ως άνω δεδομένο και μάλλον ελαφρά τη καρδία. Χρειάστηκαν «σπουδές» και σε άλλες «λούμπες», εκτός από εκείνη της Πολεμικής Αεροπορίας, για να συνειδητοποιήσω τη μεθοδολογική του αξία.

__Με την κατανόηση-ερμηνεία των όσων συμβαίνουν στο παγκόσμιο «φρενοκομείο» έχει να κάνει η μεθοδολογία που υπαινίσσομαι. Και ειδικότερα με τη «μακριά γαϊδούρα»** που παίζεται στο ελληνόφωνο διαμέρισμά του.
Προϋπόθεση προσέγγισης της μεθόδου είναι η γνώση πως οι κινητήριες δυνάμεις-γενικές αρχές, που διέπουν τα ανθρώπινα, ισχύουν τόσο στα μικροκοσμικά -άτομο, οικογένεια, κοινότητα…- όσο και στα οικουμενικά.
Υπ’ αυτή την έποψη έχουμε κοινό παρονομαστή, όσον αφορά τις γενικές αρχές. Αλλάζει όμως, κατά περίπτωση, ο αριθμητής. Λόγου χάριν η αυτοεξαπάτηση είναι μεν κοινό γνώρισμα (παρονομαστής), η δόση όμως (αριθμητής) στον καθένα, όπως και η βάση όπου εδράζεται, έχει αφάνταστες αποκλίσεις.
Ότι το ίδιο ισχύει για οποιοδήποτε ανθρώπινο χαρακτηριστικό, αρνητικό ή θετικό, είναι θαρρώ αναμφισβήτητο.
Ζητούμενο είναι η δυνατότητα του καθενός και της καθεμιάς να διαβάσει τον αριθμητή τού απέναντι, ώστε η μέθοδος να έχει και πρακτικό αντίκρισμα. Να μπορεί π.χ. ο ψηφοφόρος να διαγνώσει, ή να υποψιαστεί έστω, τα καντάρια βλακείας, παράνοιας, ψευτιάς, ανικανότητας, ου μην και ψυχανωμαλίας, του κάθε Τραμπ, Λεπέν, Τσίπρα, Παυλόπουλου, Καμμένου, Βαρουφάκη, Κουρουμπλή, Κωνσταντοπούλου, Μιχαλολιάκου…, ή τα «δράμια» νουνέχειας ας πούμε του κάθε Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ή Γιάννη Στουρνάρα.
Δυστυχώς εδώ έχουμε πρόσκρουση σε τοίχο. Για το μαζικό υποκείμενο η ως άνω δυνατότητα θα παραμείνει ζητούμενο εσαεί. Η εμπειρία των τελευταίων ετών, τόσο διεθνώς -τραμπισμός, Brexit, άνοδος του ευρωσκεπτικισμού- όσο και στα καθ΄ ημάς, που βρεθήκαμε πρωτοπόροι στην επικράτηση της ψυχωτικής μετα-αλήθειας, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία περί αυτού.

__Αδήριτα συνεπώς τίθεται το ερώτημα: Υπάρχει αντίδοτο; Μπορεί η δημοκρατία να διαφυλαχθεί, προστατεύοντας συνάμα και την ίδια τη μάζα, από την εγγενή αδυναμία της να λειτουργήσει στοιχειωδώς ορθολογικά -ειδικότερα σε καταστάσεις δύσκολες;
Αρκούν, κατά συνάφεια, τα υφιστάμενα αναχώματα (Σύνταγμα, Δικαιοσύνη, Ανεξάρτητες Αρχές) αποτροπής ολοκληρωτισμών με δημοκρατική επίφαση (π.χ. Ρωσία, Τουρκία, Βενεζουέλα) ή χρειάζεται και κάτι άλλο;

__Ειδικά για χώρες θεσμικά καθυστερημένες, όπως η Ελλάδα, κατά τη γνώμη μου χρειάζεται. Πριν όμως το υπαινιχθώ, θα γυρίσω κάποια χρόνια πίσω για να βρεθώ στο Αγρίνιο.
Μεταξύ των ετών 1999-2001 ήταν που Δικηγορικός Σύλλογος και Σύλλογος Δικαστικών Υπαλλήλων του εκεί Πρωτοδικείου είχαν οργανώσει εκδήλωση με ομιλητή τον Στέφανο Ματθία, πρόεδρο τότε του Αρείου Πάγου.
Θέμα της εκδήλωσης, τα «αιώνια» προβλήματα της Δικαιοσύνης, όπως το ευάριθμο των λειτουργών της. Επ’ αυτού λοιπόν ο αείμνηστος Ματθίας -εκ των υστέρων έμαθα πόσο διαπρεπής ήταν- έθεσε το εξής δίλημμα: «Ναι, να προσληφθούν δικαστές. Πόσοι όμως κάνουν για δικαστές;».
Σηκώθηκα όρθιος με διάθεση να χειροκροτήσω. Η γύρω βουβαμάρα όμως μου έκοψε την όρεξη. Για παλαβό θα με έπαιρναν.
Μπορώ πάντως τώρα να επεκτείνω τη διερώτηση. Πόσοι κάνουν για αξιωματικοί, διευθυντές, διοικητές, τμηματάρχες, γενικότερα για θέσεις ευθύνης στο ευρύτερο Δημόσιο;
Πόσοι κάνουν, πολύ περισσότερο, για Πρόεδροι Δημοκρατίας, πρωθυπουργοί και υπουργοί;
Και αν οι κατάλληλοι είναι ελάχιστοι, πώς περιορίζεται η ζημιά για το βουρλισμένο «κοπάδι» από τους ακατάλληλους -και δη τους εντελώς- που το βούρλισαν; Κάποιος φραγμός δεν πρέπει να υπάρχει;

__Έχουμε μπουχτίσει, για παράδειγμα, να ακούμε από τα κυβερνητικά (;;;) μας κνώδαλα για «κόκκινες γραμμές». Ούτε κουβέντα όμως για το κατακόκκινο της, δίκην «μακριάς γαϊδούρας», ελεεινής τους διακυβέρνησης (;;;), που δεν έχει αφήσει γραμμή για γραμμή απαραβίαστη.
Δεν έπρεπε λοιπόν για περιπτώσεις τέτοιας αστοχίας να προβλέπεται κάποιου είδους τροχοπέδη; Επί παραδείγματι, γιατί να μην υπάρχει σαφής πρόβλεψη ότι οι υπεύθυνοι μιας τόσο καταστροφικής διακυβέρνησης παραπέμπονται αμελλητί σε Ειδικό Δικαστήριο; Δεν θα είχαν έτσι οι μαστουρωμένοι «πίθηκοι» της μετα-αλήθειας κάποιες αναστολές, όσον αφορά την ανάληψη ευθυνών, για τις οποίες δεν έχουν το παραμικρό προσόν;

__Τι πάει να πει δεν ξέραμε, είχαμε ψευδαισθήσεις, βρήκαμε μπροστά μας ανώτερες δυνάμεις και άλλα τέτοια καφενόβια; Τάβλι είναι η διακυβέρνηση μιας χώρας, που λες δεν σου έκατσαν τα ζάρια και απαλλάσσεσαι;

* «Ατύχημα», διότι είναι επώδυνο να ξέρεις τι έρχεται και να έχεις συνάμα την επίγνωση ότι δεν μπορείς να το αποτρέψεις.
** Παλαιότερο ομαδικό παιχνίδι μηδενικής εξυπνάδας για έφηβους. «Καβαλαραίοι» η μια ομάδα, «βαστάζοι» η άλλη και βάρδα μη σου τύχαινε το δεύτερο. Για περισσότερα, αναζητήστε: «Μακριά γαϊδούρα», Στάθης Παχίδης Protagon

  • Ο Πάνος Τσούμας ήταν:
    Τεχνικός υπ/κός- αξ/κός της Π.Α. (1963-1990 ).
    Περιφερειακός ανταποκριτής-αρθρογράφος της «Ελευθεροτυπίας» (1991-2011).
    Διευθυντής-δημιουργός της εφημερίδας «εμπρός» Ναυπάκτου (1998-2011)