Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη
Γυναίκες ελεύθερες, τολμηρές, έτοιμες για στοργή αλλά και πειραματισμούς.

*** Καταπληκτικές γυναίκες
20th Century Women. ΗΠΑ, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μάικ Μιλς. Ηθοποιοί: Ανέτ Μπένινγκ, Έλα Φάνινγκ, Γκρέτα Γκέργουικ, Λούκας Τζέιντ Ζούμαν, Μπίλι Κράνταπ. 119΄

Όταν διαβάζει κανείς τον πρωτότυπο τίτλο της ταινίας -«20th Century Women»- στο νου του έρχονται ονόματα γυναικών που έπαιξαν σημαντικό κοινωνικό (στο φεμινισμό ή γενικότερα στον ακτιβισμό) ή πολιτικό ρόλο στη διάρκεια του 20ού αιώνα: γυναίκες όπως οι Σοτζούρνερ Τρουθ, Μίλισεντ Φόσετ, Εμελίν Πάνκχερτς, Ζερμέν Γκριρ, Σιμόν ντε Μποβουάρ (φεμινίστριες), Χέλεν Κέλερ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μητέρα Τερέζα, Ρόζα Παρκς, Μπέτι Φρίνταν (κοινωνικές ακτιβίστριες), Ίντιρα Γκάντι, Εύα Περόν, Μπεναζίρ Μπούτο (στον πολιτικό χώρο) για να αναφέρω μερικές.

Εκτός όμως από αυτές, υπάρχουν και οι «συνηθισμένες» γυναίκες (καταπληκτικές, όπως τις θέλει ο ελληνικός τίτλος) που προσπαθούν απλά (αν και όχι τόσο) να μεγαλώσουν τα παιδιά τους ή μέλη της οικογένειάς τους, εκμεταλλευόμενες τις ευκαιρίες που τους προσφέρει μια συγκεκριμένη εποχή, όπως εκείνη της δεκαετίας του ‘70, στην τρυφερή, δοσμένη με ευαισθησία και ξεχωριστή φροντίδα, και διανθισμένη με άφθονο χιούμορ, ταινία ενηλικίωσης αλλά και αυτογνωσίας, του Μάικ Μιλς (που το 2010 μας είχε δώσει το ημι-αυτοβιογραφικό «Beginners»).

Στο επίκεντρο, η Ντοροθέα (Ανέτ Μπένινγκ), μια χωρισμένη μητέρα, μεγαλωμένη στην περίοδο της μεγάλης οικονομικής ύφεσης, που μεγαλώνει μόνη της τον τινέιτζερ, με όλα τα προβλήματα της ηλικίας του, γιο της Τζέιμι (Λούκας Τζέιντ Ζούμαν). Για να αντιμετωπίσει τα πολλαπλά και δύσκολα προβλήματα του νεαρού γιου της, η Ντοροθέα θα ζητήσει βοήθεια από την έφηβη φίλη του Τζέιμι, Τζούντι (Ελ Φάνινγκ) και τη νεαρή νοικάρισσά της, την καλλιτέχνιδα Άμπι (Γκρέτα Γκέργουικ). Η ιστορία στρέφεται βασικά γύρω από τις τρεις αυτές γυναίκες και τη σχέση τους με το νεαρό Τζέιμι, αν και ενδιάμεσα υπάρχει και ο άντρας, στο πρόσωπο του νοικάρη Γουίλιαμ (Μπίλι Κράνταπ), που βοηθάει την Ντοροθέα να ανακαινίσει το παμπάλαιο (κτισμένο το 1905) σπίτι της.

Κύριο βέβαια πρόσωπο είναι η Ντοροθέα, γυναίκα του ντιπρέσιον, γεμάτη χιούμορ και ατάκες που θυμίζουν τις κωμωδίες σκρούμπολ της δεκαετίας του ’30, η οποία, στην Καλιφόρνια της δεκαετίας του ’70, περίοδο της διακυβέρνησης του Ρέιγκαν, άνθησης του καπιταλισμού και της οικονομικής ευημερίας, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, με τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές (τους χίπις, τη σεξουαλική ελευθερία, το AIDS, τη μουσική πανκ), ελεύθερο πια πνεύμα, καπνίζει συνέχεια και αναπτύσσει τη δική της, πολύπλευρη, συχνά αντιφατική, σχεδόν επαναστατική, φεμινιστική, έτοιμη για πειραματισμούς, φυσιογνωμία. Φυσιογνωμία που η Ανέτ Μπένινγκ ερμηνεύει στην εντέλεια, προσφέροντάς μας έναν από τους καλύτερους ρόλους γυναικών των τελευταίων χρόνων – αναμφισβήτητα πολύ καλύτερη από την Έμα Στόουν που κέρδισε το Όσκαρ. Με την παρουσία τους, το χιούμορ και την αφοσίωσή τους, αλλά και τα δικά τους, κάπου κάπου να αγγίζουν το δράμα, προβλήματά τους, οι τρεις αυτές γυναίκες δίνουν τη ζωντάνια και το ρυθμό στην ταινία, στοιχεία που ο Μιλς ξέρει να ενορχηστρώνει με σιγουριά και γνώση.

*** Βερολίνο, αντίο
Goodbye Berlin/Tschick. Γερμανία, 2016. Σκηνοθεσία: Φατίχ Ακίν. Σενάριο: Βόλφγκανγκ Χέρντορφ, Λαρς Χούμπριχ. Ηθοποιοί: Τρίσταν Γκέμπελ, Ανάντ Μπατμπίλεγκ, Ανίγια Βέντελ, Γιουστίνα Χαμφ. 93΄

Την ενηλικίωση δύο νεαρών εφήβων μαθητών, ενός Γερμανού και ενός Ρώσου, που αποφασίζουν να ξεκινήσουν ένα ταξίδι (εσωτερικής στην πραγματικότητα) αναζήτησης, με βάση το γερμανικό μπεστ-σέλερ Tschick (από το όνομα Τσικάτσοφ, του νεαρού Ρώσου μαθητή), παρουσιάζει, στο όμορφο αυτό ρόουντ-μούβι, ο γνωστός μας από αρκετές ταινίες Τούρκος (του Βερολίνου) σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν («Η μαχαιριά», «Ο ήχος της πόλης», «Soul Kitchen», «Ο παράδεισος δεν είναι εδώ»). Ο ένας, ο Μάικ (Τρίσταν Γκέμπελ), από μια δυσλειτουργική οικογένεια (αλκοολική μητέρα και αδιάφορος πατέρας), ο άλλος, ο Αντρέι, γνωστός με το παρατσούκλι Τσικ (Ανάντ Μπατμπίλεγκ), ένας ατίθασος νεαρός που δεν σέβεται κανέναν, αποφασίζουν, στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών, να ξεκινήσουν σε ένα είδος ρόουντ τριπ με το αυτοκίνητο που κλέβει ο Τσικ.

Ο Ακίν καταγράφει με κατανόηση και συμπάθεια το ταξίδι των δύο 14χρονων, αφελών νεαρών του στη γερμανική επαρχία, τα διαλείμματά τους σε διάφορα μέρη, και τη συνάντηση και φιλία τους με ένα αγοροκόριτσο που προσπαθεί να βρει τρόπο να επιστρέψει στη χώρα της. Ταξίδι που τελικά θα αλλάξει τη ζωή των δύο παιδιών, δοσμένο με ρυθμό και ωραίες ερμηνείες, με όμορφα, αναπτυγμένα με ευρηματικότητα, απρόοπτα, διανθισμένο με χιούμορ αλλά και μια μελαγχολική νότα, που μας δίνει μιαν άλλη πλευρά του ταλέντου του Ακίν.

** ½ – Κονγκ: η νήσος του κρανίου
Kong: Skull Island. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Τζόρνταν Βογκτ-Ρόμπερτς. Σενάριο: Νταν Γκίλροϊ, Μαξ Μπόρενσταϊν. Ηθοποιοί: Τομ Χίντελστον, Σάμιουελ Ελ Τζάκσον, Μπρι Λάρσον, Τζον Σι Ράιλι, Τζον Γκούντμαν. 120΄

Ήταν πια καιρός. Μετά τα «ριμέικ» και τις με το μποξ-όφις πάντα στο νου «συναντήσεις» με άλλα τέρατα (ιδιαίτερα τον ιαπωνικό Γκοτζίλα), ο Κινγκ Κονγκ επιστρέφει στο βασίλειό του, το νησί του κρανίου, απ’ όπου κάποτε (και συγκεκριμένα το 1933) ένας εμπνευσμένος εντερτέινερ οργάνωσε τη μεταφορά του στη Νέα Υόρκη, αν και με καταστροφικά αποτελέσματα, όπως το έδειξε η θαυμάσια πρώτη ταινία των Σέντσακ και Κούπερ.

Στη νέα βερσιόν, με την επιστημονική (και όχι μόνο, όπως αρχικά υποψιαζόμαστε και σταδιακά ανακαλύπτουμε) αποστολή να καταφτάνει στη «Νήσο του Κρανίου», ο Τζόρνταν Βογκτ-Ρόμπερτς εκμεταλλεύεται κάθε προηγούμενο κινηματογραφικό στοιχείο (τόσο από τις ταινίες δράσης του Γκοτζίλα όσο και από τη σειρά του «Τζουράσικ Παρκ»), ακόμη και από το «Αποκάλυψη τώρα» (όχι μόνο γιατί η ταινία εκτυλίσσεται την ίδια περίοδο και οι επιθέσεις με τα ελικόπτερα θυμίζουν σκηνές από την ταινία του Κόπολα, αλλά ακόμη και γιατί ένα από τα πρόσωπα ονομάζεται Μάρλοου – αναφορά στο βιβλίο του Κόνραντ, «Η καρδιά του σκότους») για να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα του φανταστικού νησιού, με το βασιλιά Γορίλα Κονγκ να κυριαρχεί πάνω από μια φοβισμένη, υπάκουη φυλή ιθαγενών και διάφορα άλλα πρωτόγονα τέρατα, που θέλουν να του αρπάξουν την ηγεμονία.

Σε αντίθεση με τη μικρή ομάδα των επιστημόνων και μια τολμηρή φωτορεπόρτερ, που φέρονται φιλικά προς τον Κονγκ, υπάρχει και ο φανατισμένος στρατιωτικός (ένας Σάμιουελ Ελ Τζάκσον καλός όπως πάντα), που επιμένει πως ο άνθρωπος είναι ο βασικός κυρίαρχος του πλανήτη και όλα τα άλλα όντα πρέπει να εξολοθρεύονται. Στοιχεία που ο σκηνοθέτης αναπτύσσει με μπρίο και ρυθμό, δημιουργώντας το απαιτούμενο σασπένς, αν και, χωρίς τον ερωτισμό που συναντούσαμε στην πρώτη, αριστουργηματική ταινία – εδώ, η μόνη, με κάποιο ερωτισμό, σχέση της γυναίκας με τον Κονγκ είναι στη σκηνή όπου η ηρωίδα χαϊδεύει το πρόσωπο του γορίλα). Αντίθετα, αυτό που καταφέρνει ο Βογκτ-Ρόμπερτς είναι να περάσει, με έμμεσο τρόπο, και ένα πολιτικό μήνυμα: την καταστροφή του παρθένου νησιού (διάβαζε της φύσης) από άπληστους επιχειρηματίες, που μόνη βλέψη τους είναι η άμεση, απερίσκεπτη, τελικά καταστροφική, εκμετάλλευση του πλανήτη μας.

** ½ – Park
Ελλάδα, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σοφία Εξάρχου. Ηθοποιοί: Στέφανος Ευθυμίου, Περσεφόνη Μήλιου, Δημήτρης Κίτσος, Δήμητρα Βλαχοπούλου, Τόμας Μπο Λάρσεν, Λένα Κιτσοπούλου. 100΄

Στις εγκαταλειμμένες εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Χωριού της Αθήνας, στην ταινία της Σοφίας Εξάρχου, μια ομάδα αγοριών περνάει τις άχαρες ώρες της παίζοντας διάφορα παιχνίδια, καμιά φορά εις βάρος των φίλων τους (σε ένα από τα πρώτα πλάνα της ταινίας, αναγκάζουν ένα μικρότερό τους αγόρι να τρέξει ξυπόλυτο πάνω στα πετραδάκια, με αποτέλεσμα να πληγώσει τα πόδια του), κάπου κάπου ζευγαρώνουν ένα σκύλο τους για να βγάλουν λίγο χαρτζιλίκι, ενώ, από δίπλα, τα παρακολουθεί μια ομάδα συνομήλικών τους κοριτσιών, που προσπαθεί με διάφορους τρόπους να τραβήξει το ενδιαφέρον των αγοριών. Μια παρόμοια κατάσταση κυριαρχεί και στα σπίτια τους, όπως ανακαλύπτουμε μέσα από τις σκηνές στο σπίτι ενός από τα αγόρια, όπου γνωρίζουμε τη μητέρα του, μια εγκαταλειμμένη, όπως υπονοείται, από τον άντρα της γυναίκα που το έχει ρίξει στο ποτό, όταν δεν κοιμάται στον καναπέ.

Πρωταγωνιστές είναι ο 17χρονος, και μεγαλύτερος της ομάδας, Δημήτρης και η 22χρονη φίλη του Άννα, δύο πρόσωπα παγιδευμένα, όπως και οι υπόλοιποι, σε μια ανεξέλεγκτη κοινωνική κατάσταση που τους αναγκάζει να ζουν αυτή τη χωρίς διέξοδο ή νόημα ζωή. Σε ένα διάλειμμα της άχαρης ζωής τους, όταν ο Δημήτρης, ύστερα από μια περιστασιακή δουλειά στην αποθήκη μαρμάρων του εραστή της μητέρας του, πληρώνεται με 50 ευρώ, θα τα ξοδέψει με την Άννα, για να περάσουν μερικές ευχάριστες μέρες – θα κάνουν μπάνιο στη θάλασσα, θα χορέψουν σε ένα κλαμπ και θα διασκεδάσουν μια ομάδα ξένων τουριστών.

Η ταινία τόσο θεματικά (αν και όχι όσο αφορά το σεξ) όσο και από πλευράς σκηνοθεσίας θυμίζει τις ταινίες του Αμερικανού Λάρι Κλαρκ, ιδιαίτερα το «Ken Park» και το «Kids». Και εδώ πρόκειται για παιδιά μιας αποτυχημένης μεσαίας τάξης, παιδιά αφημένα στη μοίρα τους, που προσπαθούν να καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους. Παιδιά απογοητευμένα από τους δικούς τους και από την κοινωνία, εύκολη λεία για λαϊκιστές και ακροδεξιούς, όπως ήδη βλέπουμε να συμβαίνει γύρω μας όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Πάντως, η Εξάρχου, αν και σε αντίθεση με την απαισιόδοξη εικόνα που παρουσιάζει ο Κλαρκ στις ταινίες του, προσεγγίζει τα νεαρά της πρόσωπα με ξεχωριστή συμπάθεια, αφήνοντας το φακό της να καταγράψει τα κρυμμένα τους συναισθήματα μέσα από τις φαινομενικά ανεξήγητες συχνά πράξεις τους – ανάμεσά τους και οι σκηνές του Δημήτρη με τον μεθυσμένο Σκανδιναβό τουρίστα και η τελική στάση του απέναντί του, σκηνή που λειτουργεί σαν είδος κάθαρσης. Στις πολλές αρετές της ταινίας, η εμπνευσμένη χρήση των εξωτερικών χώρων (και συγκεκριμένα στο εγκαταλειμμένο Ολυμπιακό Χωριό) καθώς και εξαιρετικές ερμηνείες όλων των νεαρών, αγοριών και κοριτσιών, ιδιαίτερα του Στέφανου Ευθυμίου και της Περσεφόνης Μήλιου.