Δεν ξέρω αν είναι καλύτερη ως ηθοποιός, ως σκηνοθέτιδα ή ως συγγραφέας η Σοφία Φιλιππίδου. Η υπερβατική και βαθιά ανθρώπινη ματιά της φαίνεται πως είναι το κοινό χαρακτηριστικό κάθε έντεχνης δημιουργίας της.

Κινούμενη πάντα στη λεπτή γραμμή της αυτο-αναίρεσης, αποδεικνύει  εν τέλει πως τίποτα δεν είναι πιο στέρεο από την αυτοπεποίθηση που σου προσφέρει η έρευνα σε βάθος.  Κι αυτό φαίνεται ήδη από την επιλογή της να παρουσιάσει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων το «Καθώς ψυχορραγώ» του Ουίλιαμ Φόκνερ, ένα αριστούργημα  της αμερικανικής λογοτεχνίας, στην εκπληκτική μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα (1970), που αφιερώνει στον Λευτέρη Βογιατζή και τον Μένη Κουμανταρέα.

Η παράσταση αρχίζει με μια ετοιμοθάνατη μάνα (στο ρόλο η Σοφία Φιλιππίδου) να ψυχορραγεί κρατώντας το υφαντό σεντόνι  της. Δεν είναι ξαπλωμένη, αλλά όρθια.  Και δεν θρηνεί για ό,τι θα επισυμβεί, γιατί  πιστεύει ότι η ζωή είναι μια παρένθεση στην αιωνιότητα του θανάτου. Αφηγείται την άχαρη ζωή της με τον άντρα της και τα τέσσερα παιδιά της (τρία αγόρια κι ένα κορίτσι) σ΄ ένα βαμβακόσπιτο,  αυτή, μια πρωτευουσιάνα. Όταν παντρεύτηκε ζήτησε από τον άντρα της να της υποσχεθεί ότι θα τη γυρίσει μια μέρα και θα τη θάψει στο πατρικό της. Έτσι, όλη η οικογένεια μετά το θάνατό της προσπαθεί να εκπληρώσει αυτή της την επιθυμία, παρόλο που η ίδια εν τω μεταξύ δεν το θεωρεί απαραίτητο.

Κωμικοτραγικά τα επεισόδια που ακολουθούν, με την άμαξα φορτωμένη την οικογένεια και την κάσα. Τα βόδια, ανήμπορα να περάσουν το φουσκωμένο ποτάμι. Τη νεκρή να χάνεται μέσα στα νερά και λίγο αργότερα να επιπλέει σαν βαρκούλα. Η μακαρίτισσα τους είχε προειδοποιήσει ότι έρχεται καταιγίδα και θα φουσκώσει το ποτάμι. Επίσης, επιθεωρούσε τις τελευταίες της ώρες τις σανίδες που πλάνιζε ο γιος της ο μαραγκός για το κιβούρι της.

Εξαιρετική είναι η κίνηση των επιλεγμένων νεαρών ηθοποιών που ερμηνεύουν τα παιδιά της, είτε όταν παλεύουν να κρατήσουν την άμαξα και την κάσα, να μην παρασυρθούν από τα νερά του ποταμού, είτε στους εκφραστικούς μονολόγους τους. Καθένας έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που τον κάνει να ξεχωρίζει από τον άλλο.

Παίζει επίσης  με μαεστρία ο φωτισμός. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, μια τοσοδούλικη αγελάδα σε ένα σκαμνάκι  που με ένα φακό προβάλλεται  η σκιά της τεράστια στο λευκό πανί της σκηνής. Η παράσταση κλείνει με νοσταλγικά  μπλουζ του Μισισιπή.

Πρόκειται πραγματικά για μια χειροποίητη παράσταση.