Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη
Ειδυλλιακοί έρωτες και πολιτική διαφθορά κυριαρχούν στις ταινίες που θα προβληθούν στις αίθουσες αυτήν την εβδομάδα.

*** ½ – Η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλι Μάκι
Hymyileva mies/The Happiest Day in the Life of Olli Maki. Φινλανδία/Σουηδία/Γερμανία, 2016. Σκηνοθεσία: Γιούχο Κουοσμάνεν.

Στην ταινία «Η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλι Μάκι», του πρωτοεμφανιζόμενου Γιούχο Κουοσμάνεν (κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο «Ένα κάποιο βλέμμα» των Κανών), πρωταγωνιστής είναι ένας νεαρός ερασιτέχνης μποξέρ, ο Όλι του τίτλου (η ταινία είναι βασισμένη στη ζωή ενός αληθινού μποξέρ), που κάποια στιγμή αποφασίζει να γίνει επαγγελματίας και να αντιμετωπίσει έναν σκληρό Αμερικανό αντίπαλο.

Τα πράγματα όμως δυσκολεύονται όταν ο Όλι ερωτεύεται τη Ράιζα, μιαν όμορφη νεαρή από την επαρχία, που ο Έλις, ένας πρώην μποξέρ και προπονητής του Όλι, θεωρεί επικίνδυνο περισπασμό για τον Όλι. Η ταινία εστιάζει το ενδιαφέρον της στη σύγκρουση ανάμεσα στην επαγγελματική ζωή του Όλι και την ερωτική σχέση του με τη νεαρή Ράιζα. Με μια εξαιρετική μαυρόασπρη φωτογραφία (που δίνει μιαν άλλη διάσταση στην όλη ατμόσφαιρα), ο Καουσμάνεν καταφέρνει να ισορροπήσει με επιτυχία τις δύο αυτές πλευρές – από τη μια, τις σκηνές προπόνησης του Όλι μέχρι τον αγώνα του με τον Αμερικανό αντίπαλό του, και από την άλλη, τις ειδυλλιακές σκηνές του Όλι με τη Ράιζα, ιδιαίτερα εκείνες της επίσκεψής του στην επαρχία, όπου η φύση παίζει σημαντικό ρόλο στη σχέση τους.

Μια όμορφη ταινία, στο πνεύμα των ταινιών του Καουρισμάκι, που επιβεβαιώνει το ταλέντο του σκηνοθέτη της (αυτή είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία), που το 2010 είχε βραβευτεί στις Κάνες, στο τμήμα Cinefondation, για την 58άλεπτη ταινία του «The Painting Sellers».

*** 1/2 – Υποψίες
Abluka/Frenzy. Τουρκία, 2015. Σκηνοθεσία-σενάριο: Εμίν Άλπερ. Ηθοποιοί: Μεχμέτ Οσγκούρ, Μπερκάι Άτες, Τζούλιαν Όζεν. 119′

Είναι μερικές ταινίες που σε μαγεύουν βασικά με τις εικόνες και την ατμόσφαιρά τους. Και η ταινία αυτή του Εμίν Άλπερ (βραβευμένη σε διάφορα φεστιβάλ) είναι μια τέτοια ταινία. Κάτι που δεν μπορώ να πω, για παράδειγμα, για το «La La Land», που φαίνεται, παραδόξως, να έχει ενθουσιάσει τη νεότερη γενιά των κριτικών, που μάλλον δεν γνωρίζουν καλά το κλασικό μιούζικαλ – μέτριο, ωχρό αντίγραφο του οποίου είναι η ταινία του Σαζέλ.

Αντίθετα, στην ταινία του Άλπερ, οι εικόνες, τα πρόσωπα και οι κινήσεις τους σε μια βουτηγμένη στο μυστήριο και στον κίνδυνο πόλη δεν σε αφήνουν αδιάφορο ούτε στιγμή, ακόμη και όταν φαίνεται να μη συμβαίνει τίποτα το σημαντικό. Η ιστορία της ελκυστικής αυτής, εφιαλτικής ταινίας είναι τοποθετημένη σε μια δυστοπική Κωνσταντινούπολη, συγκεκριμένα στα περίχωρα της πόλης, σε μια περίοδο τρομοκρατικών ενεργειών (που είτε ακούμε μέσα από εκρήξεις και πυροβολισμούς είτε βλέπουμε μέσα από κάδους στους οποίους έχουν βάλει φωτιά οι υποτιθέμενοι τρομοκράτες). Ο Καντίρ (ένας εξαιρετικός Μεχμέτ Οσγκούρ), ο βασικός πρωταγωνιστής (αντι-ήρωας στην πραγματικότητα), καταδικασμένος σε φυλάκιση για 20 χρόνια, αφήνεται πρόωρα ελεύθερος για να βοηθήσει («καρφί») την αστυνομία στις μυστικές της έρευνες για την ανακάλυψη τρομοκρατών.

Ο Καντίρ θα εγκατασταθεί στη γειτονιά όπου ζει ο κλεισμένος στον εαυτό του μικρότερος αδερφός του, ο οποίος εργάζεται για το δημαρχείο, σκοτώνοντας τα αδέσποτα σκυλιά και που, παρά τις προσπάθειες επανασύνδεσης από την πλευρά του Καντίρ, δείχνει να τον αποφεύγει. Μοναχικός, σε ένα κόσμο άγνωστο, από τον οποίο έχει απομακρυνθεί εδώ και χρόνια, ο Καντίρ αρχίζει να εργάζεται ως σκουπιδιάρης, έχοντας εκπαιδευτεί από την αστυνομία, να ψάχνει στα σκουπίδια για υλικά φτιαξίματος εκρηκτικών μηχανισμών, ενώ παράλληλα παρακολουθεί τους ανθρώπους της γειτονιάς του για να ανακαλύψει τυχόν τρομοκρατικά σχέδια. Πιεσμένος από τους ανωτέρους του για αποδείξεις τρομοκρατικών ενεργειών, ο Καντίρ αρχίζει να φαντάζεται διάφορα και να οδηγείται σταδιακά σε μια κατάσταση παράνοιας.

Ο Άλπερ καταφέρνει να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα υποψιών και φόβου, αλλά και ωμότητας (το κυνήγι και κυριολεκτικά η «σφαγή» των αδέσποτων, σχόλιο πάνω στην όλη ωμότητα που κυριαρχεί στην κοινωνία, είναι από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές της ταινίας), που τελικά θα οδηγήσουν σε μια παρανοϊκή κατάσταση, με τον Καντίρ να συγχέει την πραγματικότητα με τη φαντασία, με τις ίδιες τις καταστάσεις να επαναλαμβάνονται υπό διαφορετική, κάθε φορά, μορφή, και τα γεγονότα να μπλέκονται επικίνδυνα τόσο για τα δύο αδέρφια όσο και (κάποια στιγμή) για το θεατή, με την ωμότητα και την τρομοκρατία (μαζί και την παράνοια) να παίρνουν τελικά άλλη μορφή, επηρεάζοντας όλους και όλα – έμμεσο σχόλιο του σκηνοθέτη πάνω στην επικίνδυνη (διάβαζε παρανοϊκή) κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη χώρα του.

*** Glory
Βουλγαρία/Ελλάδα, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πέταρ Βαλτσάνοφ, Κριστίνα Γκρόζεβα. Ηθοποιοί: Στέφαν Ντενολιούμποβ, Μαργκίτα Γκόσεβα, Άνα Μπρατόεβα, Στανίσλαβ Γκάντζεβ. 101′

Οι νόμοι, τα οργανωμένα συμφέροντα και γενικά το κατεστημένο, που συναντήσαμε και στην προηγούμενη ταινία των Γκρόζεβα-Βαλτσάνοφ («Το μάθημα», 2014) είναι στο επίκεντρο της νέας τους αυτής ταινίας, βραβευμένης σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ (ανάμεσά τους και το φεστιβάλ του Λοκάρνο), κερδίζοντας και το βραβείο FIPRESCI της Διεθνούς Κριτικής. Τη φορά αυτή, με τους ίδιους περίπου ηθοποιούς και το ίδιο συνεργείο, στα θέματα των δύο κινηματογραφιστών προστίθεται και η διαφθορά σε πολιτικό επίπεδο, όταν ο Τσάνκο Πέτροφ, ο φτωχός, μεσήλικας σιδηροδρομικός ήρωας της ταινίας, αποφασίζει, παρόλο που δεν έχει πληρωθεί για μήνες, να παραδώσει στις αρχές το μεγάλο χρηματικό ποσό που βρίσκει στις ράγες του τρένου.

Απόφαση που, αν και τον μετατρέπει σε ήρωα της ημέρας (γεγονός που εκμεταλλεύεται το υπό κατηγορία για διαφθορά υπουργείο Μεταφορών), θα γίνει τελικά στόχος εκμετάλλευσης από την πλευρά των αρχών (που εκπροσωπείται από την υπεύθυνη των δημοσίων σχέσεων) για να καταλήξει σε ένα εφιαλτικό, καφκικό δράμα. Με βάση ένα καλογραμμένο σενάριο (αν και από αυτό θα μπορούσαν να παραλειφθούν κάποιες δεύτερες ιστορίες που απομακρύνουν από το θέμα), με ωραίες ερμηνείες και με ένα ρεαλιστικό, δοσμένο με λεπτομέρεια και οξυδέρκεια, στιλ (που θυμίζει τις καλύτερες στιγμές των ταινιών των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών στις δεκαετίες ’60 με ’70), οι δυο σκηνοθέτες βρίσκουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν και να καυτηριάσουν τα διάφορα επίκαιρα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα στη σύγχρονη Βουλγαρία, προβλήματα μιας μεταβατικής, με αβέβαιο μέλλον, κοινωνίας.

** 1/2 – T2 Trainspotting
Βρετανία, 2017. Σκηνοθεσία: Ντάνι Μπόιλ. Σενάριο: Τζον Χοτζ από μυθ. Έρβινγκ Γουέλς. Ηθοποιοί: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Γιούεν Μπρέμνερ, Τζόνι Λι Μίλερ, Ρόμπερτ Κάρλαϊλ.

Μπορεί οι τέσσερις σωματοφύλακες του Αλεξάνδρου Δουμά να επέστρεφαν με το ίδιο σθένος και την ίδια δίψα για περιπέτεια, μετά «Είκοσιν Έτη» (όπως το ήθελε τότε η καθαρευουσιάνικη μετάφραση), οι ήρωες όμως του συναρπαστικού πρώτου «Trainspotting», της μαύρης κωμωδίας που είδαμε το 1996, δεν έχουν δυστυχώς και μεγάλη σχέση με τους σημερινούς ήρωες του «T2 Trainspotting». Σήμερα, αυτοί επιστρέφουν, και πάλιν με φόντο το Εδιμβούργο, σε μια ζοφερή πραγματικότητα, όπου το μόνο που τους σώζει είναι οι κάποιες χιουμοριστικές, διασκεδαστικές (κάπου κάπου σπαρταριστές) σκηνές σε μια κατά τα αλλά άνιση ταινία που, όπως και τα περισσότερα σίκουελ του είδους, δεν προσφέρει τίποτα το καινούργιο.

** 1/2 – El Greco – προσωπογραφίες
Ελλάδα, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Λευτέρης Χαρωνίτης. Αφήγηση: Αχιλλέας Κυριακίδης, Άννα Χατζηχρήστου. Φωτογραφία: Κωστής Παναναστασάτος. 82′

Ύστερα από 6 ταινίες με το ίδιο θέμα που γύρισε για λογαριασμό της ΕΡΤ -τη ζωή και το έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου- ο Λευτέρης Χαρωνίτης επιστρέφει με το μεγάλου μήκους αυτό ντοκιμαντέρ για να μας παρουσιάσει, μέσα από νέες έρευνες και καινούργιες πληροφορίες, διάφορες πλευρές (μαζί κι εκείνες που αφορούν τις προσωπογραφίες του El Greco) του πολυσύνθετου ταλέντου του μεγάλου αυτού Κρητικού καλλιτέχνη, που με το
έργο του χάραξε νέους αισθητικούς δρόμους στην πορεία της ζωγραφικής. Έρευνα σε μουσεία, πινακοθήκες, ιδιωτικές συλλογές και αρχεία όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, που πλούτισαν το υλικό και έδωσαν τροφή για το ωραίο κείμενο που αφηγούνται οι Κυριακίδης και Χατζηχρήστου. Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ, που του αξίζει μια πλατιά προβολή.

** Logan
ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Τζέιμς Μάνγκολντ. Σενάριο: Τζέιμς Μάνγκολντ, Σκοτ Φρανκ, Μάικλ Γκριν. Ηθοποιοί: Χιου Τζάκμαν, Πάτρικ Στιούαρτ, Ντάφνι Κιν, Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ. 137′

Επιστροφή στον Γούλβεριν, έναν από τους ήρωες της ομάδας των X-Men (την επιτυχημένη εμπορικά σειρά της Μάρβελ), με τον καλό σκηνοθέτη Τζέιμς Μάνγκολντ («Το τελευταίο τρένο από τη Γιούμα») να συνεχίζει εκεί όπου είχε σταματήσει με το «Γούλβεριν» (2013). Τη φορά αυτή, ένας κουρασμένος Logan (ή Γούλβεριν), που έχει τελικά αποσυρθεί, αν και έχει αναλάβει τη φροντίδα του αρχηγού της ομάδας, Πάτρικ Στιούαρτ, ο οποίος βρίσκεται σε ένα είδος ανίας, καλείται να επιστρέψει στη δράση, για να βοηθήσει τη Λόρα, ένα μεταλλαγμένο κοριτσάκι, σε μια δυστοπική κοινωνία του μέλλοντος, όπου όλοι οι εναπομείναντες μεταλλαγμένοι έχουν μετατραπεί σε θηράματα.

Ο Μάνγκολντ προσπάθησε να δώσει μιαν άλλη πιο ενδιαφέρουσα πλευρά του υπερ-ήρωα, που εδώ παραμένει σχεδόν απλός ήρωας, τονίζοντας τη μοναξιά, την κούραση και την απελπισία του (όταν μάλιστα αυτός έχει χάσει τους άλλους συντρόφους του), και όπου οι συγκρούσεις και η δράση περιορίζονται στη γη, χωρίς τα πολλά διαστημικά εφέ των προηγούμενων ταινιών, και είναι ακριβώς σε αυτά τα σημεία και στην καλή ερμηνεία του Χιου Τζάκμαν που η ταινία του παρακολουθείται με ενδιαφέρον.