Της Ζωής Τόλη
Στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής» είδαμε την «Πλατεία Ηρώων» του Τόμας Μπέρνχαρντ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά.

«Οι σκεπτόμενοι άνθρωποι ανέκαθεν ήταν επικίνδυνοι»

Κωμωδία του παραλόγου ή δριμεία κριτική κατά της Αυστρίας, το έργο καυτηριάζει τους πάντες και τα πάντα: την πατρίδα, τους Αυστριακούς, το θέατρο, τη μουσική, τους θεσμούς, τα αστικά σαλόνια, τις συζυγικές σχέσεις, τον ακαδημαϊκό κόσμο, την πολιτική ζωή. Το έργο παρουσιάστηκε πρώτη φορά στο Burgtheater της Βιέννης, το 1988, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων εξαιτίας των σχολίων περί αντισημιτισμού των κατοίκων της πόλης και των υπαινιγμών για την προσωπικότητα του Αυστριακού προέδρου (Κουρτ Βαλντχάιμ) για άμεση ή έμμεση συνεργασία με τους ναζί.

Η υπόθεση αφορά τη ζωή ενός καθηγητή πανεπιστημίου, του Γιόζεφ Σούστερ, ο οποίος αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρο του σπιτιού του μπροστά στην Πλατεία Ηρώων. Όλα συμβαίνουν σε μια μέρα, τη μέρα της κηδείας του καθηγητή στο διαμέρισμα της οικογένειας Σούστερ, όπου μαζεύονται ο αδελφός του ο Ρόμπερτ, οι δύο κόρες του Γιόζεφ, η Άννα και η Όλγα, η κυρία Σούστερ, ο γιος Λούκας, ένας συνάδελφος, ο καθηγητής Λίμπιχ, η οικονόμος Τσίτελ και η βοηθός της Χέρτα.

Ο αποθανών δεν παρουσιάζεται καθόλου στη σκηνή, είναι όμως έντονα παρών μέσα από τις αναφορές και τις περιγραφές των οικείων του. Χαρακτηρίζεται, λοιπόν, ως ένας οξυδερκής και ευαίσθητος άνθρωπος, αλλά παράλληλα και βίαιος, απολυταρχικός, συγκεντρωτικός και υποχόνδριος με την τάξη και την ακρίβεια.

Την «Πλατεία Ηρώων» δεν την έγραψε για να μιλήσει για την τραγωδία τού τότε (1938, όταν οι Αυστριακοί ζητωκραύγαζαν την προσάρτηση της χώρας στο Γ´ Ράιχ από τον Χίτλερ), αλλά για μια κοινωνία που σε αποξενώνει, γιατί είναι απάνθρωπη (Δ. Καραντζάς). «Δεν καταλαβαίνω τα σημεία των καιρών» είναι ο τίτλος του βιβλίου που έγραφε ο ήρωας και το άφησε στη μέση, δείχνοντας το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει και το ότι δεν είχε πια επιθυμία ή ελπίδα, αλλά ούτε και το σθένος να το παλέψει.

Την κυρία Τσίτελ, τη νευρωτική οικονόμο, την υποδύεται η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, καταπληκτικά μέσα στο ερμηνευτικό της κέντρο.
Ο Χρήστος Στέργιογλου παίζει αριστοτεχνικά τον Ρόμπερτ, ίδιων πολιτικών πεποιθήσεων με τον Γιόζεφ, αλλά με διαφορετική αντίληψη για τη ζωή (έζησε καλά και θεωρεί ότι η αυτοκτονία δεν είναι λύση).
Η Άννα ενσαρκώνεται από την υπέροχη Μαρία Σκουλά, η οποία παίζει άμεσα, μεστά, με την απαραίτητη δραματικότητα που απαιτεί ο ρόλος.

Η Υβόννη Μαλτέζου είναι μία ευαίσθητη κυρία Σούστερ, με το μετατραυματικό σοκ του 1938 να τη συνοδεύει σ’ όλη της τη ζωή μέχρι το τέλος. Πεθαίνει τη μέρα της κηδείας στο τραπέζι και δεν μπορεί να ξεχάσει ό,τι φρικτό έζησε τότε, καθώς βλέπει την αναβίωση του ναζισμού πενήντα χρόνια μετά. Αυτό το ζευγάρι Εβραίων είχε αυτή την τραγική κατάληξη γιατί είχαν μνήμη. Και χωρίς αυτή δεν υπάρχει παρόν ούτε και μέλλον.
Επίσης ξεχώρισε η Σύρμω Κεκέ (Χέρτα).

Μετάφραση Έρι Κύργια, κοστούμια Ιωάννα Τσιάμη, μουσική Γιώργος Πούλιος, κίνηση Ζωή Χατζηαντωνίου, φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου, σκηνικά Κλειώ Μπομπότη.

Ο συγγραφέας πεθαίνει τρεις μήνες μετά την πρεμιέρα του έργου του, το οποίο ήταν καταπέλτης στην κοιμισμένη βιεννέζικη κοινωνία -και όχι μόνο-, που φρόντισε να «θάψει» το φρικαλέο παρελθόν της, καμωνόμενη την ανεύθυνη και την αθώα.

Είναι ένα έργο πολιτικό, προφητικό, επίκαιρο, με ιστορικό χαρακτήρα.

«Έχω διαμαρτυρηθεί στη ζωή μου τόσο πολύ που δεν με ωφέλησε σε τίποτα» (Ρόμπερτ Σούστερ).