Ανεργία, φτώχεια, μεταναστευτικό, οικολογία, ναρκωτικά, αδέσποτα, αλλά και η μνήμη, η συνύπαρξη, η ευθανασία, η πρόσφατη Ιστορία ήταν μερικά από τα θέματα των ελληνικών ταινιών του φετινού 19ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Από τις ταινίες που μπόρεσα να δω, στις 5 μέρες διαμονής μου στη συμπρωτεύουσα, για μένα το πιο σημαντικό ντοκιμαντέρ ήταν το σπαραχτικό «Village Potemkin» του Δομήνικου Ιγνατιάδη (που δίκαια κέρδισε το βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου).

Γυρισμένη από «μέσα», από ένα δηλαδή πρώην χρήστη ουσιών, η ταινία παρουσιάζει, μέσα από εκμυστηρεύσεις πρώην χρηστών, το καθημερινό δράμα τους και τον με αμέτρητες δυσκολίες και εμπόδια, αγώνα τους για απεξάρτηση.

Παρασυρμένοι από τις εφήμερες  «υποσχέσεις» ενός παραδείσου («η αίσθηση μοιάζει με χίλιους ταυτόχρονα οργασμούς», θα πει κάποια στιγμή ένας από αυτούς), που όμως πολύ γρήγορα μετατρέπεται σε κόλαση, οι νέοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, εξομολογούνται σε έναν Δομήνικο που περιπλανάται στην Αθήνα με το ποδήλατο και την κάμερά του, τη στροφή τους στα ναρκωτικά άλλοτε ως αντικατάσταση του σεξ και άλλοτε ως απόδραση από την πραγματικότητα, για να βρεθούν σε μια εφιαλτική κόλαση από την οποία δύσκολα μπορούν να ξεφύγουν.

Το ίδιο εφιαλτική είναι και η πορεία τους προς την ανάρρωση, και τον αγώνα τους να παραμείνουν «καθαροί», ανάρρωση που βασίζεται, όπως εξηγούν, περισσότερο στη δική τους δύναμη, παρά στις πρόχειρες προσπάθειες αντιμετώπισής τους από πλευράς της πολιτείας (με την παροχή υποκατάστατων και άλλων αναποτελεσματικών μέσων), η οποία τους αντιμετωπίζει ως αποδιοπομπαίους τράγους παρά ως άρρωστα, που χρειάζονται θεραπεία, μέλη της, πρόθυμα να επανενταχθούν σ’ αυτήν.

Ένα σπαραχτικό, δοσμένο με ειλικρίνεια, ανθρωπιά, συγκίνηση, χρονικό, ένα είδος Village Potemkin (κάτι που προσπαθεί να παραμερίσει και να ξεχάσει η πολιτεία, όπως τα χωριά Ποτέμκιν που φτιάχνονταν στη τσαρική Ρωσία), χρονικό στο οποίο συμμετέχει, με την ίδια πάντα ειλικρίνεια και δύναμη, ο ίδιος, για έξι χρόνια χρήστης, ο σκηνοθέτης της.

Στο «Greek Animal Rescue», ο σκηνοθέτης Μενέλαος Καραμαγγιώλης στρέφεται στη βιομηχανική έρημο του Ασπροπύργου για να μας δώσει την εφιαλτική εικόνα των αδέσποτων (συχνά κακοποιημένων) σκυλιών που παρατούν άσπλαχνα οι πρώην ιδιοκτήτες τους. Εκεί καταφτάνουν άνθρωποι από Αγγλία, Ισπανία αλλά και εθελοντές από την Αθήνα, για να τα φροντίσουν, να τα περιθάλψουν, να βρουν οικογένειες να τα υιοθετήσουν.

Σκυλιά άρρωστα, με τρία πόδια, κακοποιημένα, κυριολεκτικά πεταμένα (συχνά σε κάδους σκουπιδιών), αβοήθητα: «τα ζώα είναι όπως τα παιδιά, χρειάζονται τη φροντίδα μας», λέει σε κάποια στιγμή η Αγγλίδα Βέσνα, ενός συλλόγου από το Λονδίνο, που έρχεται κάθε χρόνο στον Ασπρόπυργο για να βοηθήσει, μαζί με τους Έλληνες εθελοντές, τα «φαντάσματα του Ασπρόπυργου», ή τα «greekies» όπως τα αποκαλούν («δεν είναι ελληνικά σκυλιά αλλά απλά σκυλιά», εξηγεί η ίδια), για να βρουν δικό τους σπίτι στην Αγγλία ή και αλλού.

Ένα συγκινητικό ντοκιμαντέρ για τα αδέσποτα αυτά ζώα, που, όπως αντιλαμβάνεται κάποια στιγμή, ο θεατής, δεν περιορίζεται στα ζώα αλλά επεκτείνεται και στους σημερινούς ανθρώπους, με τον Ασπρόπυργο να μοιάζει με μια το ίδιο αδέσποτη Ελλάδα.

Στο ντοκιμαντέρ «Αλέξανδρος Βέλιος: Η τελευταία απόφαση» του Αντώνη Τολάκη, η αποφυγή της αποσύνθεσης, η ανάγκη να φύγει από τη ζωή με αξιοπρέπεια, οδήγησε τον Αλέξανδρο Βέλιο, σε μια περίοδο που οι κοινωνίες μας εξακολουθούν να αρνούνται να αποδεχτούν την ευθανασία, στην απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή του αλλά και να επιτρέψει στον κινηματογραφιστή Αντώνη Τολάκη να καταγράψει την πορεία του αυτή στις τελευταίες δυο μέρες της ζωής του ως τις 5 Σεπτεμβρίου 2016, «ολοκληρώνοντας την έννοια της δημοκρατίας και της ανθρωπιάς», σύμφωνα με την επιθυμία του.

Απλά, αλλά αποφασιστικά, ένας Βέλιος που δεν πιστεύει στο θεό, που έχει χάσει κάθε ελπίδα για ζωή, μιλά, μπροστά στην κάμερα, στους δικούς του, τους πιο στενούς συγγενείς αλλά και σε φίλους του, ετοιμάζει την κηδεία του, εξηγώντας την απόφασή του με μια λογική στην οποία δεν μπορείς να φέρεις καμιά αντίρρηση («δεν θέλω να φορώ τη μάσκα του καταδικασμένου σε θάνατο… φτάνει σε μια στιγμή που η ζωή δεν σου δίνει πια κίνητρο», αναφέρει σε κάποια στιγμή), δεν μπορείς παρά να δεχτείς τον άνθρωπο που έχει αποφασίσει να «φύγει» με αξιοπρέπεια.

Μια απλή, συγκινητική ταινία, που μας μιλάει άμεσα αλλά και που δείχνει την αναγκαιότητα, σε περιπτώσεις όπως αυτή του Βέλιου, της επίσημης αποδοχής της ευθανασίας.

Την πορεία του οικοσυστήματος, μέσα από τη ζωή στη λίμνη της Κερκίνης, παρακολουθούμε στην ωραία ταινία «Μέρες της λίμνης» της Πανδώρας Μουρίκη (βραβείο καλύτερης ταινίας WWF στην ενότητα «Περιβάλλον»).

Με τη λίμνη ως σημείο αναφοράς, η ταινία καταγράφει, μέσα από  φωτογραφημένες με ξεχωριστή αγάπη εικόνες, το πρωινό ξύπνημα της φύσης, τη συνύπαρξη ανάμεσα στα διάφορα είδη πουλιών (Κορμοράνων, Ερωδιών, πελεκάνων. φλαμίνγκος, κ.ά.), τονίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη ενημέρωσης αλλά και προστασίας από το κράτος (στη δεκαετία του ΄70, οι άνθρωποι πληρώνονταν 500 δραχμές για κάθε, «εχθρικό» όπως πίστευαν, πελεκάνο που σκότωναν).

Ανάμεσα στις πιο όμορφες σκηνές αναφέρω εκείνες όπου ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έκτισε 95 σπίτια, τα οποία στη συνέχεια, για τις ανάγκες του σεναρίου, τα πλημμύρισε – αν και αργότερα, εξαιτίας της έλλειψης προστασίας, κάτοικοι από την  περιοχή τα διέλυσαν!

Εκατό ακριβώς χρόνια μετά τη μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση, ο Φώτος Λαμπρινός («Άρης Βελουχιώτης», «Καπετάν Κεμάλ, ο σύντροφος») στην ταινία του «Η μεγάλη ουτοπία», μας παρουσιάζει, μέσα από επίκαιρα, συνεντεύξεις, και άλλο σπάνιο, αρχειακό υλικό, την πορεία της κομμουνιστικής επανάστασης, στην πρώτη της και πιο σημαντική περίοδο, του 1917-1934, και του μεγάλου οράματος των πρώτων μπολσεβίκων, που με επικεφαλής τον Λένιν, θέλησαν ν’ αλλάξουν ριζικά τον κόσμο.

Ένα ουτοπιστικό όραμα που, μετά μια πρώτη απελευθερωτική, εκπληκτική περίοδο (με εθνικοποιήσεις, νόμους για ελεύθερη παιδεία και κοινωνική πρόνοια για όλους, περίοδο όπου βρήκαν πρόσφορο πεδίο ανάπτυξης όλες οι τέχνες (ζωγραφική, λογοτεχνία και κινηματογράφος).

Η τότε Σοβιετική Ένωση οδηγήθηκε, από τον Στάλιν και τους γύρω του, σε ένα τελικά καταπιεστικό, άθλιο καθεστώς (από τις πιο φρικιαστικές σκηνές της ταινίας αναφέρω  εκείνες με τις  αποκαλύψεις για την απάνθρωπη εκμετάλλευση των αγροτών και τον φριχτό λιμό που ακολούθησε, προκαλώντας το θάνατο 5 εκατομμυρίων ανθρώπων, με πολλούς να αναγκάζονται για να επιβιώσουν να τρώνε τους  νεκρούς τους -συγγενείς και παιδιά), καθεστώς που δεν μπορούσε παρά να οδηγηθεί τελικά στην παρακμή και τη διάλυση.

Με την ιστορική μνήμη και τον κίνδυνο απώλειάς της καταπιάνεται στο ειδικό του ντοκιμαντέρ “Μνήμες” ο Νίκος Καβουκίδης (“Μαρτυρίες”, “Η στάχτη που μένει”). Με επίκαιρα και σπάνιο υλικό γυρισμένο από πρωτοπόρους οπερατέρ (Πρόδρομο Μεραβίδη, Γιώργο Καβουκίδη, κ.ά.), υλικό που βλέπουμε για πρώτη φορά (γυρισμένο σε εύφλεκτο υλικό των 35 mm), που καλύπτει την περίοδο 1936-52: δικτατορίας του Μεταξά, Αλβανικό έπος, κατοχή, Αντίσταση, Δεκεμβριανά, εμφύλιος, εξορίες, παρακράτος, με ενδιάμεσα αποσπάσματα από παλιές ελληνικές ταινίες αλλά και κείμενα Ελλήνων λογοτεχνών (Βρεττάκου, Ελύτη, Ρίτσου, Τερζάκη, κ.ά.). Ενα συνολικά σπάνιο ντοκουμέντο που, όπως και αυτό του Λαμπρινού αξίζει να προβληθεί όσο το δυνατό πιο πλατιά.

Με την ιστορική μνήμη, μέσα από τη ζωή δυο σημαντικών προσώπων, καταπιάνονται και τα ντοκιμαντέρ “Ο μεγάλος περίπατος της Άλκης” της Μαργαρίτας Μαντά και “Η ιστορία είμαι εγώ – Ανδρέας Λεοντάκης” του Μένου Δελιοτζάκη.

Στην ταινία της, η Μαντά καταγράφει την πολυτάραχη, πλούσια σε εμπειρίες, ζωή της συγγραφέα  Άλκης Ζέη, μέσα από δικές τη αφηγήσεις και αφηγήσεις συγγενών και φίλων (ανάμεσα του και των Μάνου Ζαχαρία, Τίτου Πατρίκιου, Ροβήρου Μανθούλη). Μια ζωή με πολλές αφετηρίες, ξεκινώντας από τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, περνώντας από τη σύντομη θεατρική της καριέρα (“Πέγκυ καρδούλα μου”, κωμωδίες του Ντε Φιλίπο) και την εξορία της στη Χίο και φτάνοντας ως την αυτοεξορία της στην Τασκένδη και στη συνέχεια στη Μόσχα για να φτάσουμε ως τη δικτατορία της στρατιωτικής χούντας, με την παραμονή της στο Παρίσι.

Τμήμα της μνήμης αυτής αποτελεί και η εικόνα του ορεινού χωριού της Αρκαδίας, Βούρβουρα, που μας παρουσιάζει στο ντοκιμαντέρ του, “Της πατρίδας μου η σημαία…”, ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος  (“Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβαφη”, “Ημερολόγια καταστρώματος – Γιώργος Σεφέρης”).

Η εικόνα μιας κοινωνίας και τη πορείας της (από τη ναζιστική κατοχή, στη μετανάστευση στην Αυστραλία και το… Μαρούσι), με πολλούς από τους μικρούς μαθητές να πηγαινοέρχονται τρία χιλιόμετρα την ημέρα για να μορφωθούν στο μονοτάξιο σχολείο του χωριού.

Εικόνες μέσα από αναμνήσεις, με ενδιάμεσα τους καταστροφικούς για την οικονομία μας Ολυμπιάδας  του 2004 για να φτάσουμε στην κρίση των τελευταίων χρόνων και το θλιβερό κλείσιμο του μοναδικού αυτού σχολείου.

Μια εικόνα της πολύπλοκης, συχνά μπερδεμένη, πορείας της Αριστεράς, μέσα από τη ζωή του αγωνιστή φοιτητή και στη συνέχεια δημάρχου Υμηττού, μας δίνει στη δίκη του ταινία, ο Μένος Δελιοτζάκης. Εικόνα που καλύπτει μισό περίπου αιώνα, έναν αιώνα φοιτητικών αγώνων, διαδηλώσεων, εξεγέρσεων, αλλά και πολιτικών αλλαγών (νίκη Παπανδρέου, Ιουλιανά, δικτατορία, μεταπολίτευση), μέσα από τη ζωή ενός σήμα όλου πνευματικού ανθρώπου που πρόσφερε πολλά στην Αριστερά αλλά και γενικότερα την κοινωνία μας.

Το δραματικό, επικίνδυνο, αγχωτικό ταξίδι των 800.000 μεταναστών που το 2015 ξεκίνησαν από το Αφγανιστάν και τη Συρία, για να φτάσουν στη Λέσβο, μέσα από την Τουρκία, με τελικό στόχο τη Γερμανία, καταγράφει ο Χρόνης Πεχλιβανίδης στο ντοκιμαντέρ του “Refugee Highway”.

Ταξίδι χωρίς τέλος μια και οι περισσότεροι από αυτούς κατέληξαν στην Ελλάδα ή σε κάποιες βαλκανικές χώρες (πριν οι κυβερνήσεις τους σφραγίσουν τα σύνορα). Μια μικρή, οδυνηρή οδύσσεια, που ο σκηνοθέτης περιγράφει με απλότητα και αμεσότητα, δείχνοντας ταυτόχρονα τη γεμάτη κατανόηση ανθρωπιά βοήθεια που οι μετανάστες αυτοί αντιμετώπισαν στη διάρκεια της παραμονής τους στη Λέσβο (φιλοξενία, σίτιση, ρουχισμό, γνωριμία με την ελληνική γλώσσα). Με το Thank you Greece που αναφέρει ένας από αυτούς να αποκτά ξεχωριστή σημασία.