Όταν το φθινόπωρο του 2002 ξεκινούσε η περιπέτεια των προκριματικών για το Euro 2004, δύσκολα φανταζόταν κανείς ότι η εθνική ομάδα μας θα κατάφερνε έστω να προκριθεί στην τελική φάση της διοργάνωσης που θα φιλοξενούσε η Πορτογαλία.

Το ξεκίνημα των προκριματικών άλλωστε δεν άφηνε ιδιαίτερα περιθώρια αισιοδοξίας. Οι διαδοχικές ήττες από την Ουκρανία στο Κίεβο και την Ισπανία στην Αθήνα, φάνταζαν με ταφόπλακα στα όνειρα της εθνικής του Ότο Ρεχάγκελ που τότε συμπλήρωνε έναν χρόνο στον πάγκο της ομάδας. Κι όμως η εποποιία που οδήγησε στη μεγαλύτερη έκπληξη στην ιστορία του αθλητισμού, μόλις είχε αρχίσει να γράφεται.

Η Ελλάδα, στα εναπομείναντα οκτώ παιχνίδια στον όμιλο σημείωσε ισάριθμες νίκες, καταφέρνοντας να διατηρήσει την εστία της ανέπαφη. Μ’ ένα γκολ του Στέλιου Γιαννακόπουλου επικράτησε ακόμη και της πανίσχυρης Ισπανίας μέσα στη Σαραγόσα, ενώ το πέναλτι του Βασίλη Τσιάρτα στο τελευταίο παιχνίδι απέναντι στη Β. Ιρλανδία στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας σφράγισε την πρώτη θέση και την πρόκριση στο Euro. Είχαν πια συμπληρωθεί 24 χρόνια από την πρώτη και τελευταία φορά που η Ελλάδα συμμετείχε στα τελικά ευρωπαϊκού κυπέλλου και μια δεκαετία από εκείνη την αποκαρδιωτική παρουσία της σε τελική φάση παγκοσμίου κυπέλλου.

«Η αρχαία Ελλάδα είχε δώδεκα Θεούς. Η σύγχρονη έχει έντεκα»

Σαν να ήξεραν από πριν τη μοίρα τους, οι διοργανωτές Πορτογάλοι έγραψαν στο πούλμαν με το οποίο η εθνική μας θα μετακινείτο κατά τη διάρκεια του Euro τη φράση «η αρχαία Ελλάδα είχε δώδεκα Θεούς. Η σύγχρονη έχει έντεκα». Αστειότητες θα σκέφτηκαν οι περισσότεροι. Ήταν εκείνοι οι έντεκα όμως που στις αρχές Ιουνίου του 2004 μπαίνοντας στο νεόδμητο τότε «Ντραγκάο» του Πόρτο και με το βλέμμα στραμμένο στον Όλυμπο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, θα επικρατούσαν των Πορτογάλων με 2-1, παγώνοντας για τα καλά τον ποδοσφαιρικό πλανήτη. Η Ελλάδα, ίσως η πιο αδύναμη ομάδα (μαζί με την επίσης άσημη ποδοσφαιρικά Λετονία) εκείνου του τουρνουά που λίγες ημέρες έβλεπε σ’ ένα φιλικό την Ολλανδία να παραβιάζει την εστία της τέσσερις φορές, έβαζε από νωρίς θεμέλια πρόκρισης στην οκτάδα.

Το μονοπάτι της πρόκρισης παρέμενε φυσικά δύσβατο. Ακολουθούσε άλλωστε η αναμέτρηση με την Ισπανία που αφενός ζητούσε εκδίκηση για την ήττα της στην προκριματική φάση και αφετέρου διεκδικούσε τη νίκη ώστε από τη δεύτερη κιόλας αγωνιστική να κλείσει θέση στα προημιτελικά. Στο «κλουβί» της Μποαβίστα στο Πόρτο, το γήπεδο «έγερνε». Το γκολ του Φερνάντο Μοριέντες πριν από τη συμπλήρωση του ημιώρου έμοιαζε πράγματι με απόδοση «ποδοσφαιρικής δικαιοσύνης». Τι άλλο πια να κατάφερνε η Ελλάδα; Δεν είχε βέβαια την ίδια γνώμη ο Βασίλης Τσιάρτας που με μπαλιά διαβήτη πίσω από το κέντρο, έκανε δώρο το 1-1 στον Άγγελο Χαριστέα. Η ισοπαλία περιέπλεκε την κατάσταση για τα καλά. Η εθνική μας μπορούσε πια να προκριθεί ακόμη και με ήττα από την αδιάφορη στο τελευταίο παιχνίδι Ρωσία. Όπερ και εγένετο.

Η Λισαβόνα υποδέχεται την αρμάδα του Ρεχάγκελ

Οι Πορτογάλοι επικράτησαν της Ισπανίας και η Ελλάδα ηττήθηκε με 2-1 από τη Ρωσία. Αν δεχόταν ένα ακόμη γκολ, τότε η «Ρόχα» θα ήταν στους «8» και η ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου διαφορετική. Εκείνη η απροσδόκητη κατά πολλούς ήττα και η εμφάνιση που για μια και μοναδική φορά σ’ εκείνο το Euro θύμισε την κακή Ελλάδα των προηγούμενων χρόνων, ήταν αρκετή μεν για την πρόκριση, έφερνε όμως απέναντι τη Γαλλία του διψασμένου ακόμα για τίτλους Ζινεντίν Ζιντάν και του Τιερί Ανρί. Οι «τρικολόρ» ταξίδευαν στην Πορτογαλία ως πρωταθλητές Ευρώπης και το κάζο τους στο παγκόσμιο κύπελλο του 2002 καθιστούσε σχεδόν επιβεβλημένη την υπεράσπιση του τίτλου. Τι καλύτερο από έναν αντίπαλο σαν την Ελλάδα στα προημιτελικά;

Εκείνο το απόγευμα της 25ης Ιουνίου, στο «Ζοσέ Αλβαλάδε» της Λισαβόνας θα διεξαγόταν το θεωρητικά πιο αδιάφορο παιχνίδι της νοκ άουτ φάσης. Η Ελλάδα είχε ήδη πετύχει πολλά και η Γαλλία του σπουδαίου Ζιντάν κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν να πέσει θύμα έκπληξης. Ο αποκλεισμός της εθνικής μας φάνταζε βέβαιος, και είναι αλήθεια πως αν ερχόταν κανείς δεν θα μιλούσε για αποτυχία. Κανείς, εκτός ίσως από τα παιδιά του Ότο Ρεχάγκελ που βάλθηκαν εκείνη την ημέρα να καταργήσουν κάθε έννοια λογικής. Είναι αμφίβολο αν ο παγκόσμιος πρωταθλητής το 1998 Μπισέντ Λιζαραζού γνώριζε τον Θοδωρή Ζαγοράκη πριν εκείνος του κάνει την ντρίμπλα της ζωής του ή αν ο επίσης παγκόσμιος πρωταθλητής Φαμπιάν Μπαρτέζ είχε ακούσει το όνομα του Άγγελου Χαριστέα πριν δει όρθιος τη μπάλα να αναπαύεται στα δίχτυα του.

Ήταν εκείνο το βράδυ στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, τη Λισαβόνα, όπως χαριτολογώντας είπε κάποια στιγμή ο Γιώργος Χελάκης, που ο ποδοσφαιρικός πλανήτης άρχισε να ψιθυρίζει το αδιανόητο. Βρε λες; Τηλεοπτικά δίκτυα απ’ όλο τον κόσμο βρέθηκαν ξαφνικά στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη που ήδη πλημμύριζαν από κόσμο. Δεκαεπτά χρόνια μετά το μπασκετικό έπος του ‘87, μια άλλη εθνική, η ποδοσφαιρική, έβγαζε τους Έλληνες στον δρόμο. Μόνο που το ντελίριο εκείνη της βραδιάς δεν ήταν παρά το πρόγευμα…

Η νύχτα που κοιμήθηκε ο Θεός

Πίσω στο Πόρτο, εκεί όπου οι σελίδες της επιτυχίας είχαν αρχίσει να γράφονται καμιά δεκαπενταριά ημέρες πριν, περίμενε η κατά γενική ομολογία καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης. Η νίκη – πρόκριση επί της Τσεχίας του Πάβελ Νέντβεντ, έχει κάτι μυθιστορηματικό. Ο μεγάλος σταρ της ομάδας που την εποχή εκείνη αγωνιζόταν στη Γιουβέντους τραυματίστηκε νωρίς, οι συμπαίκτες του όμως, βαριά ονόματα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου στην πλειονότητά τους, κατάφεραν χωρίς δυσκολία να κλείσουν την Ελλάδα στην περιοχή της. Ο Αντώνης Νικοπολίδης έμοιαζε να ‘χει μαγέψει τα δοκάρια του. Ακόμη και τότε όμως που η μπάλα πήγαινε προς τα δίχτυα, άλλοτε εκείνος κι άλλοτε οι αμυντικοί του, ήταν εκεί. Πανταχού παρόντες, ακόμη κι όταν χρειαζόταν να πηδήξουν πάνω τον ύψους 2,02 Γιάν Κόλερ ώστε να του αρπάξουν τη μπουκιά από το στόμα.

Μεσάνυχτα εκείνης της πρωτομηνιάς, ο Τραϊανός Δέλλας έμελλε να βάλει την υπογραφή του στο «θαύμα». Το 0-0 της κανονικής διάρκειας είχε οδηγήσει Ελλάδα και Τσεχία στην παράταση. Ο κανονισμός προέβλεπε τότε ότι αν μια ομάδα σκοράρει στο πρώτο μέρος του επιπλέον χρόνου κι εφόσον μέχρι τη λήξη του ημιχρόνου δεν έχει ισοφαριστεί τότε το παιχνίδι τελειώνει. Ήταν το περιβόητο ασημένιο γκολ. Η εθνική μας έμοιαζε για πρώτη φορά σ’ εκείνη την αναμέτρηση να λυγίζει σίδερα, χάνοντας μάλιστα δυο – τρεις καλές ευκαιρίες πριν ο Τομάς Ουιφαλούσι παραχωρήσει κόρνερ, σχεδόν σε νεκρό χρόνο. Με μια δόση υπερβολής, ο Κώστας Βερνίκος που μετέδιδε για λογαριασμό της ΕΡΤ, θα βάφτιζε τότε τον Τραϊανό Δέλλα κολοσσό. Και όχι άδικα. Ο Δέλλας, σαν από μηχανής Θεός, ήταν εκείνος που χάρισε στην Ελλάδα την πρώτη και μοναδική μέχρι στιγμής πρόκρισή της στον τελικό μιας τέτοιας διοργάνωσης. Ο Νέντβεντ, ο Κόλερ, ο Μπάρος, τα τόσα αστέρια εκείνης της σπουδαίας Τσεχίας δεν πρόλαβαν να κάνουν σέντρα. Το ασημένιο γκολ, λες και όντως φτιάχτηκε για την Ελλάδα, είχε ήδη στείλει την εθνική μας στον τελικό. Εκεί όπου οι Πορτογάλοι περίμεναν διψασμένοι για εκδίκηση…

«Κουρσάροι» στο στάδιο του φωτός

Συμπληρώνονται σήμερα ακριβώς 14 χρόνια από εκείνο το βράδυ της 4ης Ιουλίου που η Ελλάδα έγινε η ένατη πρωταθλήτρια Ευρώπης. Στο «Ντα Λουζ» της Λισαβόνας, η Πορτογαλία του Κριστιάνο Ρονάλντο και τότε του Λουίς Φίγκο ήταν φαβορί όπως και κάθε άλλος που βρέθηκε στον δρόμο της Ελλάδας. Ποιος λοιπόν να το περίμενε; Οι διεθνείς μας, χωρίς τον Γιώργο Καραγκούνη ο οποίος έχασε τον τελικό λόγω καρτών, αλλά με περίσσιο πάθος, σαν άλλοι κουρσάροι «λεηλάτησαν» τη Λισαβόνα με μπροστάρη τον Άγγελο Χαριστέα. Τον Άγγελο της Ελλάδας όπως πολλοί είπαν.

Λίγο πριν την αλλαγή της ημέρας ο Θοδωρής Ζαγοράκης σήκωνε το τρόπαιο του πρωταθλητή Ευρώπης, ενώ πίσω του ο σπουδαίος Εουσέμπιο χειροκροτούσε περίλυπος. Η μεγαλύτερη έκπληξη στην ιστορία του παγκοσμίου αθλητισμού είχε πάρει σάρκα και οστά. Η Ελλάδα, ενάμιση μήνα πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, ζούσε το όνειρο και επιβεβαίωνε όσους πιστεύουν πως το ποδόσφαιρο είναι ο βασιλιάς των σπορ.

Μεταξύ σοβαρού και αστείου, προτάθηκε τότε να κηρυχθεί η 4η Ιουλίου αργία. Υπερβολή; Ενδεχομένως. Αν όμως κάτι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι πως πρόκειται για την τελευταία ίσως στιγμή μαζικής ευτυχίας. Τι κι αν ποτέ δεν αξιοποιήθηκε; Το έπος της Πορτογαλίας υπήρξε και θα καταγράφεται για πάντα στα βιβλία της παγκόσμιας αθλητικής ιστορίας. Στις 4 Ιουλίου 2004, η Ελλάδα ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης!

Ο Άγγελος Χαριστέας νικάει τον Ρικάρντο και οδηγεί την Ελλάδα στην κορυφή. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της 4ης Ιουλίου το τρόπαιο του πρωταθλητή Ευρώπης υψωνόταν από τους Έλληνες διεθνείς στον ουρανό της Λισαβόνας

Πηγή: koutipandoras.gr