Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Υπάρχουν κάτι βραδιές που σκέφτεσαι ότι δεν έχασες τον χρόνο σου. Και δυό τέτοιες είχαν το ονοματεπώνυμο της τιμημένης με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας Χέρτα Μύλερ, στο Ινστιτούτο Γκαίτε.

Μέσα στο βραχύ σώμα της, ντυμένο στα μαύρα, ακούγεται να χτυπάει η καρδιά της συναισθηματικά και πίσω από το στέρνο της, αναπνέει η  ψυχή της δημιουργικά.

Για όσα μίλησε, τα περισσότερα απ’ αυτά ήταν γνωστά σ’ όσες και σ’ όσους την παρακολουθούν συστηματικά, αφού μετά την βράβευση της, ο λόγος της απόκτησε και την εγκυρότητα του σουηδικού θεσμού. Προτού λάβει το βραβείο δεν ήταν άγνωστη, παρέμεινε ωστόσο περισσότερο κλεισμένη στα γερμανόφωνα λογοτεχνικά δρώμενα.

Μιλάει ποταμηδόν και η φωνή της έχει την χροιά της βασανισμένης γλυκύτητας, χωρίς να σκέφεται τι θέλει και πως να το πει. Καθώς εκφέρει την κάθε φράση της δεν προσπαθεί να την σκηνοθετήσει αυτοναφορικά, αλλά να βρει την έξοδο προς την ακρίβεια. Διαθέτει αμεσότητα, εστιασμένη σ’ όσα έχει ζήσει, σ’ αυτά που δεν έζησε, όμως προσπαθεί να τα αρθρώσει ως παροντική αιτιότητα του υπάρχειν μέσα από την στιγμιαία εκφορά του λόγου.

Θαρρείς κι όλα έχουν θησαυριστεί εντός της: η δύσκολη παιδική της ηλικία, η ακόμη δυσκολότερη εφηβική και μεταεφηβική, αφού μπήκε από νωρίς στο στόχαστρο της Σεκουριτάτε. Και μετά η αυτοεξορία της κατά την τρίτη δεκαετία της ζωής της, απελευθερωτική, αλλά και γεμάτη νοσταλγία, αφού έπρεπε χωρίς τη θέλησή της να ξεριζωθεί από τον γενέθλιο τόπο.

Συγκρατημένη, χωρίς το πρόσωπό της να συσπάται, φωτίζεται μόνο από το εσωτερικό βλέμμα, το βλέμμα της συγγραφέα. Ούτε τα πόδια της τα κουνάει, μόνο το τελείωμά τους, όταν θέλει να βρει τον ρυθμό των απαντήσεων της. Στο τέλος της δεύτερης βραδιάς του αφιερώματος, υπέγραψε τα βιβλία της.

Ενα σχοινί την κράταγε μακριά από τους αναγνώστες της, που περίμεναν μ’ ένα αντίτυπο στο χέρι για να τους το υπογράψει. Μόνο το ονοματεπώνυμό της τους χάρισε με μία κίνηση του δεξιού της χεριού και καθόλου μια προσωπική αφιέρωση. Φαίνεται ότι οι συνεχείς ανακρίσεις από την μυστική αστυνομία της πάλαι ποτέ μόνον κατ’ όνομα σοσιαλιστικής Ρουμανίας, έχουν αφήσει επάνω της τα σημάδια της ανεξίτηλα.

Με επαγγελματικό τρόπο, απάντησε στις ερωτήσεις που τις υπέβαλε ο σκηνοθέτης Τίμων Κουλμούσης και δεν αρνήθηκε να αντιδράσει στα ερωτήματα του κόσμου που είχε γεμίσει το αμφιθέατρο τού γερμανικού ινστιτούτου. Πίσω από τα μυωπικά της γυαλιά με τον μαύρο σκελετό, «παίζουν» τους χαρμόσυνους στοχασμούς τους τα δύο γαλάζια μάτια της στις αποχρώσεις του γκρι.

               «Δεν είμαι σώος άνθρωπος»

«Τι με βάζετε και λέω και με βασανίζετε; Δεν είμαι σώος άνθρωπος». Βρισκόμαστε προς το τέλος του ντοκιμαντέρ «Το αλφάβητο του φόβου», αφιερωμένο στη ζωή και στο έργο της, και η Χέρτα Μύλερ ξεσπάει μπροστά στον φακό του Ολλανδού κινηματογραφιστή Τζον Αλμπερτ Γιάνσεν, ο οποίος στο μοντάζ δεν κόβει το συναισθηματικό ξέσπασμα της αυτοβιογραφούμενης συγγραφέα.

«Υπάρχει ο διαρκής φόβος και ο σύντομος. Ο σύντομος είναι ο φόβος που είναι σχεδόν φυσικός, που έχει κάθε άνθρωπος. Ο διαρκής προκαλείται από το κράτος με καταπίεση. Δεν μπορείς να τον πολεμήσεις, ξέρεις ότι βρίσκεται εκεί. Απλώς προσπαθείς να ζήσεις χωρίς να τρελαθείς, χωρίς να χάσεις το κουράγιο σου». Με τα λόγια αυτά η Χέρτα Μύλερ μας επιβίβασε στο τρενάκι του τρόμου για να δούμε και ν’ ακούσουμε από κοντά τα ανοσιουργήματα του δικτάτορα Τσαουσέσκου.

Το ντοκιμαντέρ διέθετε όλες τις αρετές του είδους: Λιτότητα, κατάλληλοι μάρτυρες, αυτοβιογράφιση, ενδεδειγμένοι τόποι. Χωρίς μακροσκελείς αναλύσεις, υποστηρίζεται από τους τελευταίους εναπομείναντες ηλικιωμένους γερμανόφωνους πολίτες του χωριού Νίτσκιντορφ της περιοχής Τιμισοάρα.

Τοπία με φυτείες του καλομποκιού και ρημαγμένα μετασοσιαλιστικά κτίρια που στεγάζουν υπερήλικους σε συσσίτια απόλυτης ερήμωσης, πρώην στελέχη της Σεκουριτάτε μιλάνε για τις σκιές της πυραμίδας κατατρομοκράτησης των πολιτών, γνώριμος του πατέρα της Μύλερ μας δείχνει τον τάφο του σε no man’s land  περιβάλλοντα που παραπέμπουν στην ταινία «Στάλκερ» του Ταρκόσφκι και σε κάμποση γκοτέσκα καταβύθιση. Να γελάς και να κλαις μαζί.

«Είχα σκεφτεί ακόμα και την αυτοκτονία. Μια μέρα στάθηκα στο παράθυρο και κάποια άλλη στο ποτάμι. Δεν το έκανα όμως, δεν σκόπευα να γίνω ο δολοφόνος του εαυτού μου», αποκαλύπτει με την ήρεμη κελαρυστή φωνή της.

«Η γλώσσα είναι η πατρίδα των ανθρώπων. Μπορεί όμως να γίνει ό,τι πιο ξένο υπάρχει, ένα τέρας. Αυτή είναι η γλώσσα της εξουσίας που κρύβει πράγματα, παραποιεί και λέει ψέματα. Σου προκαλεί αηδία», ακούστηκε σε άλλο σημείο του ντοκιμαντέρ. «Οι ανακρίσεις κρατούσαν μέχρι και δέκα ώρες. Όταν γύριζα σπίτι, ήμουν ράκος, δεν ήμουν το παιδί κανενός. Ήμουν ξένη ακόμα και προς τον εαυτό μου» περιγράφει στην άσκηση βίας στο σώμα της, στο μυαλό της, στη ψυχή της.

Μέσα από τη συγγραφή βρήκε το καταφύγιο, τη σωτηρία, την λύτρωση; «Το γράψιμο δεν με απελευθερώνει. Όταν γράφω πρέπει να αντιμετωπίσω το παρελθόν, να δω από πολύ κοντά τον εαυτό του και αυτό είναι βασανιστικό. Είναι μια απίστευτη πρόκληση». Αυτόπτης μάρτυρας βιαιοτήτων, στο σημείο εκείνο που λόγος επιστρέφει στην αρχή του, στην ομιλούσα σιωπή: «Έχω δει πολλούς ανθρώπους να καταρρέουν. Έχω φίλους που κρεμάστηκαν ή τους κρέμασαν. Οι αυτοκτονίες στον στενό κύκλο των φίλων μου ποτέ δεν διαλευκάνθηκαν». Ο ζόφος δεν έχει τέλος. Αυτό ήταν το συμπέρασμα της πρώτης βραδιάς και είχαμε ετοιμαστεί ψυχολογικά, τι θα συμβεί τη δεύτερη, αφού θα την βλέπαμε και θα την ακούγαμε ζωντανά.

Η συγγραφέας διάβασε από το βιβλίο της «Ο πατέρας μιλάει στο τηλέφωνο με τις μύγες» (Vater telefoniert mit den Fliegen, 2012) και παρουσίασε αδημοσίευτα κολάζ καθώς και αποσπάσματα από το βιβλίο «Η πατρίδα μου ήταν ένα κουκούτσι μήλου» (Mein Vaterland war ein Apfelkern 2014). Συγκλονιστικά και τα δύο αναγνώσματα ως σύλληψη και ως πραγμάτωση  με πανταχού παρόντες τον Ναζί πατέρα και την εκτοπισμένη από τους κομμουνιστές μητέρα. ‘Ενα ρέκβιεμ για ένα σοσιαλιστικό κόσμο χαμένο, πριν καν εγκαθιδρυθεί, που δεν είχε ποτέ αποκτήσει την λαϊκή υποστήριξη.

Πως όμως ξεκίνησε να γράφει; «Συνέβη τυχαία. Εργαζόμουν σ’ ένα εργοστάσιο ως μεταφράστρια. Μετέφραζα φυλλάδια με οδηγίες για να μπορούν οι εργάτες να χειριστούν τις μηχανές». Από τα ρουμανικά στα γερμανικά για να μπορούν να καταλαβαίνουν οι γερμανόφωνοι εργάτες της μειονότητας. Μετά την πτώση του Τσαουσέσκου, οι περισσότεροι μειονοτικοί κατέφυγαν στην μητέρα Γερμανία, ενώ πίσω στο χωριό της έχουν απομείνει πια τέσσερις ηλικιωμένοι και ανήμποροι.

Δεν γνωρίζουμε πόσο αλήθεια είναι αυτό που εξομολογήθηκε ότι κάποτε ήθελε να ασχοληθεί με την κομμωτική κι έκτοτε, αν και δεν την ακολούθησε, είχε κουρέψει τα μαλλιά κάμποσων δικών της ανθρώπων. Πάντως, επειδή την γνωρίσαμε ως συγγραφέα κι όχι ως κομμώτρια, θέλαμε να μάθουμε πως γίνεται η αρχή αυτής της μόνιμης σχέσης με τον γραπτό λόγο: «Ξεκίνησα να γράφω περισσότερο για εμένα. Συνειδητοποίησα πως όταν κανείς γράφει, μπορεί να κρατηθεί από κάπου. Κατάλαβα ότι μόνο με τον γραπτό λόγο θα μπορούσα να διαχειριστώ τις εμπειρίες που βίωνα αλλά και το παρελθόν μου». Βέβαια δεν έκρυψε ότι ήταν και οι φίλοι της που την παρότρυναν να συνεχίσει, αν και τα πρώτα βιβλία της πέρασαν-όπως ήταν αναμενόμενο-από την στενωπό της λογοκρισίας.

Μεγαλωμένη μέσα στην γερμανική μειονότητα συνειδητοποίησε από νωρίς ότι επικυρίαρχοι είναι Ρουμάνοι, αφού ο ιατρός και ο αστυνομικός του χωριού της δεν ανήκαν στην γερμανική μειονότητα. Στην αρχή δεν μίλαγε καλά τα ρουμανικά κι όταν χρειάστηκε να ταξιδέψει προς το Βουκουρέστι, κατά τα πρώτα νεανικά της χρόνια, συνειδητοποίησε ότι δεν γνώριζε ούτε τις βασικές λέξεις από την επιβαλλόμενη ρουμανική γλώσσα.  Δεν αποκρύβει ότι «είμαι πιο κοντά στον ρουμανικό πολιτισμό παρά στον γερμανικό. Αγάπησα τα ρουμανικά, τα έχω μέσα στο μυαλό μου, γιατί είναι μια πλούσια γλώσσα και διαθέτει κάτι το ανάλαφρο».

Σε αντίθεση, όταν χρησιμοποιείτο από την κρατική εξουσία, «μεταμορφωνόταν σε μία ξύλινη γλώσσα που σου απαγορεύει να φαντάζεσαι. Δεν μπορείς να αναπτύξεις την προσωπικότητά σου κι αυτή την γλώσσα, κάποια στιγμή, την σωματοποιείς». ‘Ετσι δεν είναι παράξενο, καθόλου παράξενο, όταν καθομολογεί: «Στον σοσιαλισμό η αυτοκτονία ήταν παντού. Απαγορευόταν ο πεσιμισμός στην τέχνη και στην λογοτεχνία. Η λογοτεχνία με βοήθησε πάρα πολύ, ήταν το στήριγμά μου. Στις ανακρίσεις έλεγα από μέσα μου ποιήματα για να μην ακούω τον βασανιστή μου. Η ποίηση είναι οι προσευχές των ανθρώπων που δεν πιστεύουν στον Θεό».

Δυό βαριές σκιές πέφτουν εξακολουθητικά μέχρι σήμερα στον άνθρωπο και στην συγγραφέα Χέρτα Μύλερ. Ο ναζιστής πατέρας και η εκτοπισμένη σε στρατόπεδο εργασίας  μητέρα. «Τον έλεγα ναζί. Στα 17 του πήγε στον πόλεμο λες και πήγαινε σε εκδρομή με το σχολείο. Ήταν ένας χαζός αγρότης. Τον έβλεπα που καθάριζε τα παπούτσια του με σάλιο. Αυτά μόνο οι ναζί τα έκαναν. Γύρω δεκαέξι με δεκαεφτά μου, άρχιζα να αντιλαμβάνομαι αυτά τα εγκλήματα. Τότε συνειδητοποίησα ότι η παιδική μου ηλικία είχε ολοκληρωθεί». Μια κακή σχέση με τον πατέρα και με το φάντασμά του μέσα από τα βιβλία της.

Δεν επέλεξε τον οπορτουνισμό για να επιβιώσει, σηκώθηκε όρθια στα πόδια της, αρνήθηκε να γίνει  όργανο κατάδοσης. Δεν ήθελε να δείχνει ότι ενδιαφέρεται για τους άλλους και αυτά που της έλεγαν, και αυτά που της εκμυστηρεύονταν, και αυτά που πίστευαν, να τα μεταφέρει στις μυστικές υπηρεσίες: «’Ηθελα να έχω καθαρό πρόσωπο. Με απειλήσανε. Τους ανταπέδωσα: ”Βρωμίστε τα δικά σας χέρια, όχι τα δικά μου”. Πότε ήταν παρηγορητικοί, πότε σκληροί. Τη μια με αποκαλούσαν πόρνη, σκύλο, ότι πήγαινα με Άραβες φοιτητές, την άλλη είχαν πατρικό λόγο. Οι μυστικές δυνάμεις ήταν άριστα εκπαιδευμένες στη ψυχολογία, εκπαίδευση που είχε γίνει από την KGB».

«Η πατρίδα δεν είναι μία αφηρημένη έννοια. ”Πατρίδα είναι αυτό που λέγεται”, για να επικαλεστώ μια φράση του Χόρχε Σεμπρούν. Την συναντώ, αν θέλετε, μέσα στις καταστάσεις από τις οποίες έχω περάσει. ‘Ετσι, εκφράζομαι μ’ αυτά που έχω βιώσει. Πάντως, η συγγραφή δεν με απελευθερώνει και ειλικρινά δεν ξέρω πως θα ήταν τα πράγματα, αν δεν έγραφα. Κάποιοι δεν έγραφαν και κατέρρευσαν, κάποιοι άλλοι έγραφαν και κατέρρευσαν. ‘Εχω κράτησα ένα κομμάτι μου και μ’ αυτό κρατήθηκα μακριά από τον εγκλεισμό σε ψυχιατρείο», οριοθέτησε την σχέση πατρίδας και γλώσσας και την σχέση συγγραφής και επιβίωσης μέσα στον ολοκληρωτισμό.

«Χρειαζόμαστε την ομορφιά και πρέπει να γνωρίζουμε ότι βρίσκεται παντού. Στα ρούχα, στα αντικείμενα, στο περιβάλλον γιατί μας προστατεύει, μας δίνει τη δυνατότητα να παραμείνουμε ανθρώπινοι. Έτσι δε χάνουμε τον εαυτό μας». Εκεί προς το τελείωμα της δεύτερης βραδιάς, ένας τόνος αισιοδοξίας έλαμψε σαν ένα φωτάκι μέσα στην ατελείωτη νύχτα των ημερών μας.

Σ’ ερωτήσεις πως τις έγιναν, έδειξε ότι ενδιαφέρεται για τους αντιφρονούντες, οι οποίοι κρατούνται επί πολλά έτη σε φυλακές του θεοκρατικού Ιράν ή της ψευδεπίγραφα κομμουνιστικής Κίνας, ενώ δεν έκρυψε την συμπαράστασή της στους χιλιάδες πρόσφυγες που έχουν βρει καταφύγιο στην φιλόξενη Ελλάδα. Για μας κρατήσαμε το σχόλιο της: «Οι Έλληνες βρήκαν τον τρόπο να τα καταφέρουν, κάτι πολύ δύσκολο αλλά μεγαλειώδες, όπως και ο τρόπος που οι Έλληνες συμπεριφέρθηκαν στους πρόσφυγες, σε αντίθεση με πολλούς άλλους». Και δεν θα μπορούσε να μην αντιδράσει μπροστά στο φάντασμα της ακροδεξιάς που το βλέπει ημέρα με την ημέρα να αποκτάει μακρά ποδάρια στην Γερμανία.