58ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ελληνικός κινηματογράφος: γραμμές σε 24ωρη επαφή

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με τη βραβευμένη με τη Χρυσή Άρκτο του φεστιβάλ Βερολίνου ουγγρική ταινία, “Η ψυχή και το σώμα” της Ίλντικο Ενιέντι έκανε φέτος έναρξη το 58ο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Μιαν ασυνήθιστη, ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, ιστορία έρωτα που παρεμβάλλεται με τον έρωτα δυο ελαφιών και που δίνει την ευκαιρία στη σκηνοθέτρια να μας μιλήσει για τα διάφορα εργασιακά αλλά και προσωπικά προβλήματα στη σύγχρονη μετα-κομμουνιστική κοινωνία της χώρας της. Ταινία που σημαδεύει την επιστροφή της Ενιέντι στον κινηματογράφο ύστερα από 17χρονη απουσία , διάστημα κατά το οποίο είχε εργαστεί στην ουγγρική βασικά τηλεόραση.

 

Στην ταινία “Ο γιος της Σοφίας” της Ελίνας Ψύκου (πρώτης από τις τρεις ελληνικές ταινίες που συμμετέχουν στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ), παρακολουθούμε τη σχέση ανάμεσα στον 11χρονο Μίσα που καταφθάνει το καλοκαίρι του 2004 (περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων) από τη Ρωσία στην Ελλάδα για να επανενωθεί με τη μητέρα του, Σοφία, μετά από ένα μεγάλο διάστημα χωρισμού.

 

Η ανακάλυψη ενός νέου πατέρα στο πρόσωπο ενός ηλικιωμένου άντρα που η μητέρα του έχει παντρευτεί καθώς κι εκείνη με ένα νεαρό Ουκρανό, που προσπαθεί να μυήσει το νεαρό Μίσα στη δική του ζωή (προσφέρει σεξ για χρήματα σε γέρους), θα οδηγήσουν τον Μίσα στην αναζήτηση φυγής στα παραμύθια. Ύστερα από ένα πολύ ενδιαφέρον πρώτο μέρος, όπου γνωρίζουμε τα κύρια πρόσωπα, και τοποθετείται το βασικό θέμα της ταινίας (σχέση Μίσα με τη μητέρα του και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα με τις φροϋδικές αναφορές), το σενάριο ξεφεύγει, χωρίς εύλογη εξήγηση, σε διάφορα μονοπάτια, ενώ οι ωραίες κατά τα άλλα σκηνές με τα παραμύθια (ο ηλικιωμένος σύζυγος είχε, παλιότερα, επί εποχής ΥΕΝΕΔ, πετυχημένη τηλεοπτική εκπομπή για παιδιά) καθώς και η αποκάλυψη ενός φανταστικού υπογείου με παιχνίδια από ιστορίες της αρχαίας Ελλάδας αλλά και κλασικών ευρωπαϊκών παραμυθιών, όχι μόνο δεν προσθέτουν τίποτα στο κύριο θέμα αλλά και αποδυναμώνουν την όλη ιστορία.

Η ταινία “Το αόρατο χέρι” του Ισπανού Δαβίδ Μακιάν (στο τμήμα “Αόρατα χέρια”) καταπιάνεται με το θέμα της ανεργίας, που ο σκηνοθέτης παρουσιάζει μέσα από μια αποθήκη σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, όπου 11 εργαζόμενοι από διαφορετικούς τομείς εκτελούν διάφορα καθήκοντα. Ο Μακιάν στήνει το εργοστάσιο στο στιλ του χώρου της ταινίας Dogville του Λαρς φον Τρίερ, με ένα φανταστικό κοινό/ακροατηριο να παρακολουθεί, να σχολιάζει, να χειροκροτεί ή και να επεμβαίνει, υποστηρίζοντας την απεργλία που ετοιμάζουν ορισμένοι από τους εργάτες και αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να πάρουν θέση. Με ένα ενδιαφέρον στιλιζάρισμα και με σωστό ρυθμό, ο Μακιάν καταγράφει το άγχος, τους φόβους και τις αντιδράσεις μιας εργατικής τάξης παγιδευμένης στις πολύπλοκες, συχνά αντεργατικές, νομοθεσίες της Ευρωπαϊκης Ένωσης.

Στις “Γραμμές”, με επίκεντρο τη Γραμμή Ζωής, ένα κέντρο ψυχολογικής υποστήριξης, που χρησιμοποιούν απεγνωσμένα άτομα για να ξεπεράσουν τα κοινωνικά αλλά και ψυχολογικά προβλήματά τους, ο Μαζωμένος (“Η 10η μέρα”, “Guilt”) εστιάζεται σε εφτά διαφορετικούς ανθρώπους που έχουν φτάσει στα όριά τους: ένας άνεργος άντρας που αναγκάζεται κάθε μέρα να μεταφέρει την άρρωστη γυναίκα του στην ταράτσα της πολυκατοικίας, μόνο χώρο όπου μπορεί να αναπνεύσει άνετα, μια γυναίκα καριέρας που αναγκάζεται να διώχνει υπαλλήλους για να μπορέσει να επιβιώσει η επιχείρηση στην οποία εργάζεται και που κάποια στιγμή θα πάρει πόδι και η ίδια, ένας άστεγος που περιφέρεται στους δρόμους με ένα παιδάκι ψάχνοντας για φαγητό, ένας αστυνομικός των ΜΑΤ που συμμετέχει στην καταστολή των διαδηλώσεων ένας αγρότης που χάνει είναι αναγκασμένος να επιστρέψει τα λεφτά που πήρε από την Ευρωπαϊκή Ένωση γιατί δεν ακολούθησε τις προσταγές της (να μην καλλιεργήσει το χωράφι του!) και ένας φανταστικός Πρόεδρος που πρέπει να κάνει διάγγελμα στο λαό.

 

Η ταινία κινείται σε μια μαύρη ατμόσφαιρα, με τον Μαζωμένο να καταγράφει με έξοχα στιλιζαρισμένες εικόνες την κόλαση ς αντιμετωπίζουν τα, από διάφορα κοινωνικά στρώματα, πρόσωπά του, παγιδευμένα από τη λιτότητα, τη φτώχεια και την ανεργία, στα οποία έχουν οδηγηθεί από τα μνημόνια. Άλλοτε αντλώντας από πίνακες ζωγραφικής, στοιχείο που κυριαρχεί σε όλες τις μέχρι σήμερα ταινίες του (ο σύζυγος που μεταφέρει, αγκαλιά, τη γυναίκα του, σε ένα είδος Pieta), άλλοτε από την αρχαία τραγωδία (η ανθρωποφαγία στη σκηνή με τον αγρότη), και άλλοτε από τον κινηματογράφο (τον Φορντ και “Τα σταφύλια της οργής”, με τον αγρότη που προσπαθεί να προστατεύσει το μικρό του χωραφάκι, τον Γιοντορόφσκι και τον Τζάρμους στο τραγούδι σ’ ένα φανταστικό μπαρ που εμφανίζεται ξαφνικά στην ταράτσα της πολυκατοικίας).

Από τα καλύτερα κομμάτια της ταινίας, αναφέρω το πρώτο, με τον απεγνωσμένο σύζυγο να λούζει τη βαριά άρρωστη γυναίκα του και να προσπαθεί να της ξαναδώσει λίγη φλόγα ζωής, καθώς και το επεισόδιο με τον άστεγο να περιφέρεται στους δρόμους με το καροτσάκι, ενώ αφηγείται ιστορίες με τον Μπάτμαν στο μικρό αγοράκι, το οποίο κάποια στιγμή αναγκάζεται να εγκαταλείψει, ελπίζοντας να το αναλάβει κάποια οικογένεια.

Την κρίση, μέσα από πρόσωπα παγιδευμένους σε ανελκυστήρες, σταματημένους εξαιτίας ενός γενικού μπλακάουτ, παρουσιάζει στη δική του ταινία, “Επαφή”, ο Τώνης Λυκουρέσης (“Σκλάβοι στα δεσμά τους”, “Το αίμα των αγαλμάτων”, “Η Χρυσομαλλούσα”): μια ακτιβίστρια που θέλει να ξεσκεπάσει τα άπλυτα μιας πολυεθνικής, μπαίνοντας κρυφά στο ασανσέρ, μαζί με φίλο της, και μέλος της διεύθυνσης της εταιρίας, μια ηλικιωμένη γυναίκα που έχει αποφασίσει να ξοδέψει τα λεφτά που μάζευε τόσα χρόνια για να πάει στη Νορβηγία και να δει το Βόρειο Σέλας, ένας Αλβανός κι ένας Ιρανός, και οι δυο μουσουλμάνοι, που ζουν εδώ και χρόνια στην Αθήνα, και που αρχίζουν να τσακώνονται για την ιδιωτική χρήση του κοινόχρηστου νερού από τον Ιρανό, ένας τραυματιοφορέας κλεισμένος στο ασανσέρ μαζί με ένα τραυματία που στη συνέχεια πεθαίνει κι ένα νέο ζευγάρι που έχει αποφασίσει να ανέβει με το τρενάκι στο Λυκαβηττό για να αυτοκτονήσει.

 

Με βάση ένα αρκετά καλογραμμένο, με έξυπνα επεισόδια, σενάριο (των Δημήτρη Εμμανουηλίδη, Δομνίκης Μητροπούλου και Τώνη Λυκουρέση), ο φακός του Λυκουρέση καταγράφει διεξοδικά, με κάθε λεπτομέρεια, τα διάφορα προσωπικά τους προβλήματα (η κόρη που εναντιώνεται στην ηλικιωμένη μητέρα της που για το ταξίδι της έχει τραβήξει όλα της τα λεφτά από την τράπεζα, ο Αλβανός που η τράπεζα ετοιμάζεται να του πάρει το σπίτι, η ακτιβίστρια που προσπαθεί να πείσει το φοβισμένο φίλο της να συμμετάσχει στο ξεσκέπασμα της εταιρίας του, ο τραυματιοφορέας με τα οικογενειακά προβλήματα), εκμεταλλευόμενος τους κλειστούς, σκοτεινούς χώρους των ασανσέρ για να δημιουργήσει μιαν ατμόσφαιρα κλειστοφοβίας, αφήνοντας να διαφανεί, πίσω από τα διάφορα προσωπικά προβλήματα των προσώπων, την επίδραση της πρόσφατης οικονομικής κρίσης στη ζωή τους. Με ένα αρκετά μεγάλο καστ να δίνει πολύ καλές ερμηνείες, με επικεφαλής τους: Νένα Μεντή, Άκη Σακελλαρίου, Χρήστο Λούλη, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Γιώργο Χριστοδούλου, κ.ά.

Στην επιστημονική φαντασία στρέφεται στην ταινία “Σπόρος”, ο γνωστός μας από μια σειρά εξαιρετικές ταινίες Τούρκος σκηνοθέτης Σεμίχ Καπλάνογλου (ανάμεσά τους και τη βραβευμένη τριλογία, “Αυγό”, “Γάλα”, “Μέλι”). Μόνο που εδώ πρόκειται για μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας (με βάση ένα πολύ καλό σενάριο γραμμένο από τον ίδιο και την Λεϊλα Ιπεκτσί), χωρίς ειδικά εφέ και συγκρούσεις με εξωγήινους, αλλά μιας ιστορίας τοποθετημένης στη γη, σε μια όχι και τόσο μακρινή περίοδο, όταν ο υπερπληθυσμός και η δηλητηρίαση του περιβάλλοντος έχουν μετατρέψει τον πλανήτη μας σε ένα είδος φρουρούμενης φυλακής, όπου οι επιλεγμένοι αυστηρά για τις ικανότητές τους άνθρωποι τρέφονται με υλικά φτιαγμένα στα εργαστήρια. Οταν τα τεχνητά αυτά προϊόντα κινδυνεύουν να αυτοκαταστραφούν, ένας καθηγητής αναλαμβάνει, από μόνος του, να βρει, στην απαγορευμένη Νεκρή Γη, τον απολυθέντα και τώρα εξαφανισμένο επιστήμονα που, σε κάποια μελέτη του, είχε προτείνει την κατάλληλη, αν και απορριφθείσα από τους ειδικούς, λύση.

Τα πρόσωπα της ταινίας κινούνται αρχικά σε χώρους που θυμίζουν το “Αλφαβίλ” του Γκοντάρ, μέσα σε μεταλλικά, ψυχρά κτίρια, σε μια πόλη, σε διαρκή αναβρασμό από διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία, ενώ στο δεύτερο μέρος, ακολουθούμε τα δυο βασικά πρόσωπα (τον μεσήλικα καθηγητή και τον νεότερο βοηθό του) στην περιπλάνησή τους στην απαγορευμένη Νεκρή Γη, και στην αναζήτηση του εξαφανισμένου επιστήμονα, και, στη συνέχεια, του φυσικού, σε αντίθεση με του τεχνητού, σπόρου, που θα σώσει την ανθρωπότητα από αφανισμό, ταξίδι μέσα από έρημα, αχανή τοπία, σκορπισμένα με πτώματα, ανθρώπων που πέθαναν από κάποιο ιό, ταξίδι φόρο τιμής (όπως μας ανάφερε ο ίδιος ο σκηνοθέτης) στο “Στάλκερ” του Ταρκόβσκι. Μια όμορφη, ποιητική, γυρισμένη σε μαυρόασπρο φιλμ και χωρίς τη χρήση μουσικής, βουτηγμένη σε μια ατμόσφαιρα θλίψης, ταινία, από τις καλύτερες που μας έδωσε ο σκηνοθέτης. Με τον Γάλλο ηθοποιό Ζαν-Μαρκ Μπαρ έξοχο στο ρόλο του καθηγητή.