Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Σημείωση: Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στις 2 Αυγούστου 1964 στην εφημερίδα “Αυγή”, σε μια περίοδο που οι κριτικοί αντιμετώπιζαν τον Τζέρι Λούις σαν ένα μέτριο (συχνά και κακό), παιδαριώδη κωμικό, χωρίς ιδιαίτερο ταλέντο, για 12χρονους σε μυαλό θεατές.

Ακόμη και στην “Αυγή” που τότε συνεργαζόμουν με το Κυριακάτικο Καλλιτεχνικό Ένθετο, που επιμελείτο ο Θαλής Δίζελος, και στο οποίο παρουσίαζα πορτρέτα δημιουργών (Μπέργκμαν, Μπουνιουέλ, Τζον Φορντ, κ.ά.) καθώς και διάφορα κινηματογραφικά θέματα (το ντοκιμαντέρ, φεστιβάλ Λειψίας, κ.ά.), δημιουργήθηκε κάποια στιγμή πρόβλημα γιατί η εφημερίδα δημοσίευσε θέματα όπως το μιούζικαλ, οι αινίες τρόμου και οι κωμωδίες του Τζέρι Λούις, θέματα που δεν άρεσαν σε κάποιους αναγνώστες! – Ν.Φ.Μ.

Μέχρι τελευταία ο Αμερικανός κωμικός Τζέρι Λούις περνούσε από τους κριτικούς, σαν ένας μέτριος ηθοποιός, κατάλληλος περισσότερο για μικρούς παρά για μεγάλους. Ένας-ένας όμως οι διάφοροι κριτικοί του κινηματογράφου, και πρώτα απ’ όλους οι Γάλλοι, άρχισαν να ενδιαφέρονται σοβαρότερα για τη δουλειά του Λούις.

Οι κριτικοί των «Κινηματογραφικών Τετραδίων» καθώς και του αντίπαλου περιοδικού «Ποζιτίβ», ύστερα εκείνοι του «Κινηματογράφου 196-» και ο Ζαν-Λουί Μπορί της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Τέχνες», άρχισαν να ανακαλύπτουν το αληθινό ταλέντο του Τζέρι Λούις. Έτσι, ο Μπορί, σ’ ένα άρθρο του, αφιερωμένο στον κλόουν αυτό του αμερικανικού κινηματογράφου έγραφε πως «ο Τζέρι Λούις αποδεικνύεται σαν ένας από τους πιο σπάνιους κληρονόμους των μεγάλων Αμερικανών γελωτοποιών Μπάστερ Κίτον, Γ.Κ. Φιλντς, Γκράουτσο Μαρξ» (1963).

 

Τελευταίος από τους σημαντικούς Γάλλους κριτικούς, ο ιστορικός Ζορζ Σαντούλ, στον απολογισμό του για τις καλύτερες ταινίες που προβλήθηκαν στο Παρίσι το 1963 (Γενάρης του 1964 στο περιοδικό «Γαλλικά Γράμματα»), παραδεχόταν πως η τελευταία ταινία του Τζέρι Λούις, «Δάσκαλος για κλάματα», ήταν η καλύτερη αμερικανική κωμωδία όχι μονάχα της χρονιάς, αλλά των τελευταίων χρόνων.

Βέβαια, το ταλέντο του Τζέρι Λούις είναι, χωρίς άλλη επέκταση στη σύγκριση, πολύ διαφορετικό από εκείνο του Τσάρλι Τσάπλιν. Ενώ ο Σαρλό στηρίζει την κωμωδία του σε στοιχεία πανανθρώπινα, κάνοντας το έργο του αποδεκτό από το κοινό οποιασδήποτε χώρας, το κωμικό στοιχείο στις ταινίες του Λούις είναι πολύ ειδικευμένο. Ο Σαρλό θα μπορούσε να υπάρξει και χωρίς την Αμερική, ενώ, χωρίς την Αμερική ο Τζέρι Λούις δεν θα μπορούσε να υπάρξει, ή, αν υπήρχε, θα ήταν πολύ διαφορετικός. Το χιούμορ, που συναντάμε στις ταινίες του Λούις, στηρίζεται στο παράλογο όπως το έχουν κληρονομήσει όλοι οι Αμερικανοί κωμικοί από το μεγάλο χιουμορίστα τους Μαρκ Τουέιν. Γι’ αυτό, για κείνον που το παράλογο στην κωμωδία τον ξενίζει, το χιούμορ του Τζέρι Λούις γίνεται κάτι το ακαταλαβίστικο κι απρόσιτο. Ιδιαίτερα για πολλούς διανοούμενους που, λανθασμένα βέβαια, πιστεύουν πως η κωμωδία πρέπει πάντοτε ν συνδέεται με άλλα ανθρωπιστικά στοιχεία (δεν εννοούν να καταλάβουν πως ο Τσάπλιν είναι ανεπανάληπτος).

Οι ταινίες του Λούις δεν προκαλούν παρά την ειρωνεία και την αδιαφορία τους. Την ίδια δυστυχώς αδιαφορία από κριτικούς και «διανοούμενους» γνώρισαν, τα χρόνια που το κοινό του είχε δεχτεί χωρίς υστεροβουλία, οι κωμικοί Σταν Λόρελ και Όλιβερ Χάρντι (Χονδρός-Λιγνός) καθώς και οι αδερφοί Μαρξ. Χρειάστηκε να έρθει η τηλεόραση, όταν πια οι ίδιοι είχαν ξεχαστεί, για να αποκτήσουν την παλιά τους δόξα και να καταδεχτούν τελικά οι κριτικοί και ιστορικοί του κινηματογράφου να μιλήσουν με σοβαρότητα για το έργο τους.

Το ίδιο ισχύει μέχρι τώρα τελευταία και για τον Τζέρι Λούις, ευτυχώς όμως που ο σνομπισμός πολλών κριτικών παραμερίστηκε (τι να πούμε όμως για τους δικούς μας κριτικούς που εξακολουθούν να αρνούνται αδικαιολόγητα το ταλέντο του;) και η πραγματικά εξαιρετική κωμική φλέβα ενός θαυμάσιου κλόουν βγήκε στο προσκήνιο.

Στα 1946, ο Λούις φτιάχνει, μαζί με τον τραγουδιστή Ντιν Μάρτιν, ένα κωμικό ντουέτο που αρχίζει την καριέρα του στα νυχτερινά κέντρα και την τηλεόραση. Η επιτυχία τους είναι τέτοια, που ο κινηματογράφος τους αποσπά πολύ γρήγορα και στα 1949 γυρίζουν την πρώτη τους ταινία, «Η φίλη μου η Ίρμα», με σκηνοθέτη τον Τζορτζ Μάρσαλ.

Τα κωμικό ταλέντο του Λούις συνίστατο τότε στους μορφασμούς του προσώπου και τις κλοουνίστικες κινήσεις του κορμιού του. Οι πρώτοι σκηνοθέτες που τον διηύθυναν στις ταινίες του ήταν μέτριοι (Νόρμαν Τόρογκ, Τζορτζ Μάρσαλ, Χολ Γουόκερ) και οι ταινίες αυτές δεν έχουν μεγάλες καλλιτεχνικές αξιώσεις. Όμως σ’ αυτές βλέπει κανείς την εξέλιξη του κωμικού που σε μια δεκαετία θα μετατραπεί ο ίδιος σε σκηνοθέτη των ταινιών του για να καταπλήξει τους φίλους του καλού κινηματογράφου.

Η πρώτη σημαντική περίοδος στο κινηματογραφικό έργο του Λούις είναι η συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Φρανκ Τάσλιν. Πρώην σκιτσογράφος σε «κόμικς» κι άνθρωπος με ταλέντο, ο Τάσλιν ήταν καλά οπλισμένος για να καταπιαστεί με την καθαρά κινηματογραφική κωμωδία – αυτή που δίδαξε ο Μακ Σένετ κι οι κωμικοί που βγήκαν από το «εργαστήρι» του.

Το πρώτο έργο που ο Τάσλιν γυρίζει με τους Λούις-Μάρτιν, «Ο Τζέρι Λούις αριστοκράτης» (πραγματικός τίτλος «Καλλιτέχνες και μοντέλα», 1955) είναι μια θαυμάσια σάτιρα του αμερικανικού τρόπου ζωής. Σ’ αυτήν, ο τύπος που έκανε μέχρι τότε στις ταινίες του ο Λούις (ο πνευματικά υπανάπτυκτος, το μεγάλο παιδί που ντρέπεται τις γυναίκες) εξελίσσεται σ’ ένα τύπο αποβλακωμένου μέσου Αμερικανού πολίτη, που μεγάλωσε διαβάζοντας τα κόμικς, χωρίς να μπορεί να αναλάβει καμιά πρωτοβουλία, και μ’ ένα στοιχείο μισογυνισμού.

Ο ίδιος περίπου τύπος παρουσιάζεται και στις επόμενες ταινίες που σκηνοθετεί ο Τάσλιν: «Μια γυναίκα, δύο άντρες», «Χόλιγουντ ή θάνατος» (1956), «Τα πεντάδυμα του Τζέρι Λούις» (1958), η πρώτη ταινία στην οποία ο Λούις παρουσιάζεται χωρίς τον Μάρτιν, «Ο Τζέρι Λούις ταχυδακτυλουργός» (1958), «Σταχτοπούτος» (1960), κ.ά. Ενώ τα γκαγκ του Τάσλιν αρχίζουν πιο επιμελημένα και η σκηνοθεσία του αποκτά ένα στιλιζάρισμα. Η σάτιρα, στις ταινίες αυτές, επεκτείνεται στον κινηματογράφο, την τηλεόραση, τη δεσποτική Αμερικανίδα, την εκβιομηχανοποίηση και γενικά τη μηχανοποίηση του ανθρώπου.

Στα 1961 ο Λούις παρουσιάζεται, επιτέλους, ο ίδιος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός των ταινιών του. Πρώτη του σκηνοθετική δουλειά «Ο Τζέρι Λούις άντρας για όλες τις δουλειές», έναφιλμ χωρίς υπόθεση, στο οποίο ο διάσημος κωμικός, στο ρόλο ενός υπαλλήλου ενός τουριστικού ξενοδοχείου βρίσκει την ευκαιρία να φτιάξει μια σειρά άσχετων το ένα με το άλλο, αλλά θαυμάσιων, γκαγκ. Στην ταινία του αυτή ο Τζέρι αποτείει ταυτόχρονα φόρο τιμής στον κωμικό Σταν Λόρελ (Λιγνό).

Ακολουθεί «Ο Τζέρι Λούις και τα τριάντα δύο κορίτσια», στην οποία ο Τζέρι υποδύεται ένα μισογύνη, που εργάζεται σ’ ένα οικοτροφείο κοριτσιών κι όπου τα κάνει όλα γυαλιά-καρφιά. Σε μια θαυμάσια ονειρική σκηνή, ο Τζέρι μπαίνει σ’ ένα κάτασπρο δωμάτιο και χορεύει με μια γυναίκα-νυχτερίδα, βγαλμένη λες από τα σκετς των Ζίγκφελντ Φόλις ή τις επεισοδιακές ταινίες των Φαντομά και Ζιούντεξ του Λουί Φεγιάντ.

 

Στην τρίτη του σκηνοθετική δουλειά, «Ο Τζέρι Λούις περιπλανώμενος» (1962), ο Τζέρι Λούις σατιρίζει τα κινηματογραφικά στούντιο, ενώ, στα 1963, μας δίνει την καλύτερη μέχρι σήμερα ταινία του, ,»Δάσκαλος για κλάματα». Στην κωμική αυτή διασκευή του γνωστού θέματος του Δρα Τζέκιλ και του κυρίου Χάιντ, ο Τζέρι επιστρέφει στο φιλμ με υπόθεση και η σάτιρά του γίνεται πιο καυστική. Η σύγχρονη Αμερικανίδα, που ξετρελαίνεται για το ομορφόπαιδο τύπου «Μίστερ Αμέρικα», που επιδεικνύουν τους μυώνες τους και τις άλλες τους «φυσικές» ικανότητες, αλλά δεν έχουν κουκούτσι μυαλό, διακωμωδείται στην ταινία με τρόπο τέλειο. Το κάθε τι είναι μελετημένο και δοσμένο στην εντέλεια: ο άσκημος καθηγητής που περνάει τη ζωή του ξεφυλλίζοντας, το ειδικό Ινστιτούτο Γυμναστικής, στο οποίο ο καθηγητής καταφεύγει για να αποκτήσει μυϊκή δύναμη, τα πειράματά του για να γίνει όμορφος, η μεταμόρφωσή του σ’ ένα ωραίο νέο αλά Μασίστα, κλπ.

Παράλληλα με τη σκηνοθετική του δουλειά, ο Λούις εξακολουθεί να γυρίζει και ταινίες για τον Τάσλιν, όπως το «Ο Τζέρι Λούις δαιμόνιος ντετέκτιβ» (1962), σάτιρα της βιομηχανοποίησης, και «Έμπορος με το στανιό» (1963), στην οποία ο Τάσλιν συνεχίζει τη σάτιρά του για τον αμερικανικό τρόπο ζωής. Ταυτόχρονα, ο κωμικός αυτός έχει το πιο ακριβοπληρωμένο πρόγραμμα στην αμερικανική τηλεόραση/

Νίνος Φένεκ Μικελίδης, εφημ. «Αυγή», 2/8/1964

 

Συμπλήρωμα

SONY DSC

Στα επόμενα χρόνια θα σκηνοθετήσει τις ταινίες «Ο Τζέρι Λούις αρχοντοπαλλήκαρο» (The Patsy, 1964), με τον Λούις στο ρόλο ενός άσχετου που μπλέκει σε μπελάδες όταν αναλαμβάνει να αντικαταστήσει ένα διάσημο νεκρό τραγουδιστή (στις καλύτερες σκηνές αναφέρω εκείνη με τον Λούις να παίρνει μαθήματα μουσικής από ένα νευρωτικό καθηγητή με αποτέλεσμα να σπάσει όλα τα πολύτιμα αντικείμενα στο σπίτι του καθηγητή), «Ο Τζέρι Λούις και η φαμίλια του» (The Family Jewels, 1965), με τον Λούις στο ρόλο του απροσάρμοστου σοφέρ μιας ανήλικης πολυεκατομμυριούχου να βρίσκει την ευκαιρία να σατιρίσει το αμερικανικό κεφάλαιο και να αναπτύξει μερικά έξοχα γκαγκ, φέρνοντας στο νου εκείνα του Τσάπλιν αλλά και των άλλων μεγάλων κωμικών του βωβού, «Ο Τζέρι Λούις… να γιατρός να μάλαμα» (Three on a Couch, 1966), με τον Λούις στο ρόλο του διάσημου ζωγράφου που βρίσκει ένα έξυπνο τρόπο να πείσει την ψυχίατρο αρραβωνιαστικιά του να εγκαταλείψει τους τρεις ασθενείς της και να τον ακολουθήσει στο Παρίσι (απολαυστικός όπως πάντα στις σκηνές όπου μιμείται τους τρεις ασθενείς της), «Από πού πάνε στο μέτωπο;» (Which Way to the Front, 1970), αναμφισβήτητα η καλύτερη ταινία του, μαζί με τον «Δάσκαλο για κλάματα», με τον Λούις στο ρόλο ενός εκατομμυριούχου, ο οποίος, στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, φτιάχνει τη δική ου ομάδα κομάντος και, μεταμφιεσμένος σε ναζί αξιωματικό, διεισδύει στα άδυτα των ναζί σ’ ένα ιταλικό βουνό, με στόχο να αλλάξει την πορεία του πολέμου – ανάμεσα στις πιο απολαυστικές σκηνές του, αναφέρω εκείνη με τον Τζέρι να παίζει με την υδρόγειο, αναφορά στην αντίστοιχη σκηνή του Σαρλό στην ταινία «Ο δικτάτορας».

 

Ανάμεσα στις ταινίες που γύρισε για άλλους σκηνοθέτες πιο σημαντικές είναι «Ο βασιλιάς της κωμωδίας», που γύρισε για τον Μάρτιν Σκορσέζε και «Arizona Dream» που γύρισε για τον Εμίρ Κουστουρίτσα. Παρόλο που η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου δεν του απένειμε ποτέ το Όσκαρ (ούτε για το σύνολο του έργου του) το 2009 του απονεμήθηκε το Ανθρωπιστικό βραβείο Jean Hersholt, για την ανάμειξή του από το 1966 σε διάφορα φιλανθρωπικά έργα, ενώ, το 2006 η γαλλική κυβέρνηση του απένειμε το παράσημο της Λεγεώνας Τιμής. Η μεγαλύτερη κινηματογραφική τιμή ήταν στο φεστιβάλ των Κανών το 2013, όπου αναγνωρίστηκε ως «εξέχουσα προσωπικότητα του κινηματογράφου» κι όπου προβλήθηκε σε work in progress η ταινία του «Max Rose», η πρώτη του ταινία μετά από 20 χρόνια στην οποία ο Λούις ερμήνευε ένα χήρο πιανίστα της τζαζ που ανασκαλεύει το παρελθόν του (η τελική κόπια της ταινίας προβλήθηκε το 2016 στο αφιέρωμα που έκανε στον Λούις το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης).

Ν.Φ.Μ.