Των Peter Finn και Robert Ledger*

Ελάχιστα βιβλία για την αμερικανική πολιτική έχουν κυριαρχήσει στα μέσα ενημέρωσης όπως το Πυρ και Μανία, το αποκαλυπτικό βιβλίο του Μάικλ Γουλφ για τον Ντόναλντ Τραμπ, την προεκλογική του εκστρατεία και τον πρώτο χρόνο του στο Λευκό Οίκο.

Στο ίδιο το βιβλίο, καθώς και στην απάντηση του Τραμπ («Ο Μάικλ Γουλφ είναι ένας αποτυχημένος που έβγαλε από το μυαλό του ιστορίες για να πουλήσει αυτό το πραγματικά βαρετό και αναληθές βιβλίο» -Twitter), οι ιστορικοί έχουν πλέον μια απροσδόκητη πληθώρα υλικού για να ασχοληθούν τα χρόνια που έρχονται.

Με τον ίδιο τον Τραμπ να παίρνει θέση τόσο έντονα, είναι εύκολο να χάσει κανείς το ουσιώδες μέσα στη βαβούρα. Χωρίς να επιθυμούμε να προσδώσουμε πολλή αξιοπιστία σε κάθε πιθανή στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ, έχει νόημα να αναλογιστούμε το τι μπορούν ή δεν μπορούν να μάθουν από τις υπάρχουσες θεωρίες για την αμερικανική προεδρία οι μελετητές του θεσμού, όταν εξετάζεται ο νυν κάτοχος της εξουσίας βάσει αυτών των θεωριών -αν μη τι άλλο, ως βοήθεια στο να σταθμίσουν το πώς οι ενέργειες της κυβέρνησης μπορεί να επηρεάσουν τις πιθανότητες του Τραμπ να επανεκλεγεί.

Για πολλούς, το θεμελιώδες κείμενο που αποπειράται να διατυπώσει μια θεωρία επάνω στον αμερικανικό εκτελεστικό βραχίονα είναι το βιβλίο του Ρίτσαρντ Νόισταντ με τίτλο «Presidential Power and the Modern President», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1960. Ο Νόισταντ επιχειρηματολόγησε πως, χάρη στη δομή της αμερικανικής κυβέρνησης, η ισχύς των προέδρων μετριέται κυρίως από την ικανότητά τους «πείσουν» τους άλλους. Σύμφωνα με τον σχολιαστή της δεκαετίας του 1950, Ρόμπερτ Ντόνοβαν, αυτό το χαρακτηριστικό του εν λόγω αξιώματος εξόργιζε τον 34ο πρόεδρο, το βετεράνο στρατηγό Ντουάϊτ Άιζενχαουερ: «Αντιμέτωπος με διαρκή ασυμφωνία και διχογνωμία, ο πρόεδρος μερικές φορές απλά εκρήγνυτο αγανακτισμένος».

Δεδομένου ότι η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει καταφέρει να σημειώσει καμία σημαντική νομοθετική νίκη παρότι έχει την πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου -πέραν ενός εξαιρετικά επίμαχου και οπισθοδρομικού φορολογικού σχεδίου-, το έργο του Νόισταντ δείχνει επίκαιρο όσο ποτέ. Και αν οι Ρεπουμπλικάνοι χάσουν τον έλεγχο του ενός ή και των δύο σωμάτων του Κογκρέσου στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, ο Τραμπ θα χρειαστεί περισσότερο από ποτέ να βελτιώσει την ικανότητά του να πείθει εκείνους με τους οποίους διαφωνεί, αντί απλά να τους γρονθοκοπά.

Η ηγεμονία του τρελού

Παρότι οι λεκτικές επιθέσεις στα κοινωνικά δίκτυα είναι ο τρόπος με τον οποίο προτιμά ο Τραμπ να επικοινωνεί με τον αμερικανικό λαό, αυτό δεν τον καθιστά μοναδικό: ο Θίοντορ Ρούσβελτ, για παράδειγμα, δεν κρατούσε κρυφή την άποψή του πως η προεδρία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βήμα για δημόσια έκφραση. Ωστόσο οι ιστορικοί συχνά θεωρούν τον Ρούσβελτ έναν πρόεδρο που πάσχισε να εκφράσει με σαφήνεια μια ηθική ατζέντα, χρησιμοποιώντας αυτά που ο Νόισταντ ονομάζει «status και εξουσία, εγγενή στο ρόλο του». Κρίνοντας από το Πυρ και Μανία και άλλες καταγραφές, δεν είναι σαφές το αν ο Τραμπ είναι ικανός να το κάνει αυτό -ούτε καν αν έχει κάποιο όραμα πέραν του αόριστου συνθήματος «Πρώτα η Αμερική».

Δεκατρία χρόνια αφότου εκδόθηκε το βιβλίο του Νόισταντ, ο Άρθουρ Σλέσινγκερ προσέφερε μια θεωρία που εξακολουθεί να είναι η πιο δημοφιλής από όλες όσες αφορούν στον αμερικανικό εκτελεστικό βραχίονα: το «The Imperial Presidency». Επηρεασμένος από το διπλό εφιάλτη του Watergate και του Βιετνάμ, ο Σλέσινγκερ σκιαγράφησε τη δυστοπική εικόνα μιας προεδρίας διεφθαρμένης από πολεμοχαρείς δυνάμεις, που δίνεται σε προέδρους από το αμερικανικό Σύνταγμα -και υπογράμμισε το πόσο πολύ η συνετή (ή όχι) χρήση της «Αυτοκρατορικής Προεδρίας» (Imperial Presidency) εξαρτάται από το χαρακτήρα του εν ενεργεία.

Ο Ρίτσαρντ Νίξον, για παράδειγμα, επεδίωξε να εξαναγκάσει τους εξωτερικούς του εχθρούς σε παραχωρήσεις, επικαλούμενος τη λεγόμενη Θεωρία του Τρελού -τακτική ώστε να πείσει τους αντιπάλους του πως ήταν τόσο απρόβλεπτος και επιθετικά αντικομμουνιστής, που η αμερικανική ισχύς υπό την εξουσία του ήταν μια δύναμη που θα έπρεπε να την σέβονται όσο και να τη φοβούνται. Ίσως αυτό ήταν το σκεπτικό που κρυβόταν πίσω από το διαβόητο «το δικό μου κουμπί είναι μεγαλύτερο» που ανήρτησε ο Τραμπ στο Twitter ως απάντηση στον Κιμ Γιονγκ Ουν στις 2 Ιανουαρίου του 2017.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν επεδίωξε μια όχι και πολύ διαφορετική στρατηγική. Στα τέλη της δεκαετίας, η Κόραλ Μπελ περιέγραψε «το Παράδοξο του Ρέιγκαν» («The Reagan Paradox»): ένα στιλ που αναμείγνυε επιθετική, ιδεολογική ρητορική, σχεδιασμένη για να εκφοβίσει τη Σοβιετική Ένωση και τον κομμουνιστικό κόσμο, με μια πιο πρακτική, συμφιλιωτική «λειτουργική πολιτική».

Αλλά και πάλι, όλη η δουλειά που έχει γίνει για να κατανοηθούν προηγούμενες προεδρίες, φαίνεται ελάχιστα χρήσιμη σήμερα. Από τα όσα γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή για την κυβέρνηση Τραμπ, είναι δύσκολο να φανταστούμε αυτό τον πρόεδρο ή εκείνους που τον περιβάλλουν, να έχουν επαρκή αυτοστοχασμό ώστε να δομήσουν ένα σκεπτικό -όσο απερίσκεπτο ή επικίνδυνο κι αν είναι- που να μπορεί να συγκριθεί με του Νίξον ή του Ρέιγκαν.

Αχταρμάς

Για πολλούς υποστηρικτές του Τραμπ και όσους έχουν απομείνει από το Κίνημα του Τσαγιού, καλύτερο σημείο αναφοράς είναι το έργο του 2016 του Κάλβιν ΜακΚένζι, «The Imperiled Presidency». Όπως πιστεύει ο ΜακΚένζι, ο ρόλος του προέδρου τίθεται από την ίδια τη φύση του «σε κίνδυνο», διότι είναι πολύ αδύναμος και περιορισμένος από τη γραφειοκρατία, ώστε να ασκήσει την επιρροή που αρμόζει σε μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση που είναι υπερβολικά μεγάλη και εκτός ελέγχου.

Αυτό αποδέχεται τη γνωστή άποψη πως η Ουάσινγκτον είναι ένας «βάλτος» που έχει κατακλυστεί από λομπίστες που προσπαθούν να αποσπάσουν χρήματα και ειδική μεταχείριση από ένα διεφθαρμένο σύστημα. Πολλοί υποστηρικτές του Τραμπ επιχειρηματολογούν πως αυτό είναι το σημείο όπου «ο πρόεδρός τους» μπορεί να προσφέρει μια φρέσκια προσέγγιση, ως πολιτικό αουτσάιντερ φαινομενικά συνηθισμένο να «αναλαμβάνει δράση».

Ίσως ο Τραμπ καταφέρει να κρατήσει τους υποστηρικτές του από το «βήμα» της προεδρίας, ως πειστικός αρχηγός τύπου Ρούσβελτ που δραστηριοποιείται μέσω Twitter. Θα μπορούσε επίσης να συνεχίσει να προβάλλει τη ρητορική του στο εξωτερικό με τρόπους που θυμίζουν Νίξον ή Ρέιγκαν. Αλλά ιδιαίτερα μετά το Πυρ και Μανία, δείχνει πιο πιθανό οι μελλοντικοί ιστορικοί να χρειαστούν μια εντελώς νέα κατηγορία για να βγάλουν άκρη με τον Τραμπ.

Όπως σημείωσε ο Jack Shafer του Politico, το Πυρ και Μανία ενίσχυσε τη φήμη του Τραμπ ως «ρηχού, ναρκισσιστικού, αργόστροφου, αγράμματου, παρορμητικού, οξύθυμου και παραπαίοντος καραγκιόζη, που κομπάζει και τρεκλίζει από κρίση σε κρίση». Από όλους τους 44 προκατόχους του Τραμπ, κανείς δεν πλησιάζει σε αυτή την περιγραφή.

Παρ’ όλ’ αυτά, η κατακραυγή ενάντια στο βιβλίο του Γουλφ επιπλέον θα ισχυροποιήσει την πιο χαρακτηριστική άποψη πολλών υποστηρικτών του Τραμπ: ότι η «ελίτ» είναι εχθρική τόσο απέναντι στον αντάρτη πρόεδρο, όσο και σε εκείνους που τον ψήφισαν. Ίσως αυτό αυξάνει ακόμα περισσότερο την πιθανότητα να τον ψηφίσουν το 2020 -προσφέροντας μπερδεμένο υλικό ετών για να προσπαθήσουν να βγάλουν νόημα οι μελλοντικοί στοχαστές.

*Ο Peter Finn είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Κίνγκστον και ο Pobert Ledger είναι επισκέπτης καθηγητής στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Schiller. Συμβάλλουν με το έργο τους στο The Conversation, ένα δίκτυο συνεργασίας μεταξύ συντακτών-δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών. Σκοπός του δικτύου είναι να παρέχει εμπεριστατωμένη ανάλυση της ειδησεογραφίας και άρθρα, τα οποία είναι ελεύθερα για ανάγνωση και αναδημοσίευση.

Επιμέλεια: Έρη Σφαέλου

 

(Πάρτε το tweet από εδώ)

https://theconversation.com/fire-and-fury-aside-what-can-you-read-to-understand-trump-89807?utm_medium=email&utm_campaign=Latest%20from%20The%20Conversation%20for%20January%209%202018%20-%2091837791&utm_content=Latest%20from%20The%20Conversation%20for%20January%209%202018%20-%2091837791+CID_29675086d8c923ae67266ad213b279eb&utm_source=campaign_monitor_uk&utm_term=Fire%20and%20Fury%20aside%20what%20can%20you%20read%20to%20understand%20Trump