Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Ο 57χρονος Νορβηγός συγγραφέας Τζο Νέσμπο έχει αποκτήσει υψηλή δημοσιότητα στο διεθνές αναγνωστικό κοινό. Το 2017 γιορτάζει τα είκοσι χρόνια από την έκδοση του πρώτου βιβλίου του «Η νυχτερίδα», το οποίο ήταν και το πρώτο μιας σειράς νουάρ, με ήρωα του τον ντετέκτιβ Χάρι Χόλε.

Στο πλαίσιο αυτής της επετείου ήρθε και στην Αθήνα, θέλοντας να ευχαριστήσει και τους εδώ νεσμπομάνιακς.  Η έλευσή του συνέπεσε με την ελληνική έκδοση της «Δίψας» («Μετεχαίμιο»), στο οποίο ο βετεράνος επιθεωρητής εντάσσεται εκ νέου στις τάξεις της αστυνομίας του Όσλο, με σκοπό να εντοπίσει έναν σίριαλ κίλερ, ο οποίος δολοφονεί χρήστες κοινωνικού δικτύου γνωριμιών.

Αν θέλαμε να κάνουμε συγκρίσεις, θα μας ερχόταν σχεδόν αυθόρμητα στην μνήμη το σουηδικό συγκρότημα Άμπα. Όσο ποπ προϊόν ήταν τα δύο κιτς ζευγάρια της δεκαετίας του ΄70, άλλο τόσο είναι ο πολυδιαβασμένος νεσμπικός επιθεωρητής από την χώρα των φιορδ-κι ας μην φοράει στραφταλιζέ ρούχα!

Κακά τα ψέματα, οι «μικρές» σκαδιναβικές χώρες με τις «μικρές» γλώσσες τους είναι πολιτιστικά η περιφέρεια της Ευρώπης, αφού το παιχνίδι στα γράμματα και τις τέχνες το φτιάχουν οι κεντρικοί παίκτες στην Ευρώπη, Γάλλοι και Γερμανοί, καθώς και οι νησιώτες Βρετανοί. Ο Νορβηγός Τζον Νέσμπο κρατάει κάτι από την κληρονομιά που άφησε πίσω του ο Κνουτ Χάμσουν, ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς αυτής της μικρής βόρειας χώρας, που κατάφερε με την λογοτεχνία του να λιώσει τους πάγους της πολιτιστικής της απομόνωσης και να διεθνοποιηθεί.

Αρχικά, ο Τζο Νέσμπο ήθελε να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, αλλά καθώς είδε τους  χιαστούς του να γίνονται κομμάτια, έβγαλε από τον μανίκι του έναν άλλο άσσο της επιθυμίας του: τη συμμετοχή του σε ροκ συγκρότημα, το οποίο κι αυτό το εγκατέλειψε, καθώς δεν ήθελε να κάνει συμβιβασμούς. «Προέρχομαι», εξομολογείται, «από οικογένεια φανατικών αναγνωστών και παραμυθάδων. Η μητέρα μου ήταν βιβλιοθηκάριος, και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ο πατέρας μου, κάθε απόγευμα, διάβαζε στο καθιστικό μας. Δεν τού άρεσε μόνο να διαβάζει, μάς διηγούνταν ιστορίες με τέτοιο τρόπο που θέλαμε να τις ακούμε ξανά και ξανά».

Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του, διάβασε πολύ τον δικό του Κνουτ Χάμσουν και τον Αμερικανό της κοφτής φράσης Έρνεστ Χέμινγουεϊ, όμως ακόμη δεν είχε διαμορφωθεί σε συγγραφέα. Οι οικονομικές σπουδές καλές και άγιες για να βγάζεις το μεροκάματο  σου, αλλά η ψυχή του δεν γεμίζει. Το ποδόσφαιρο ήταν πια  παρελθόν, όταν έπρεπε να αποφασίσει τι θα πράξει ως ενήλικας, και η μουσική, -όπως αναφέραμε πιο πάνω- είχε μείνει από συμβιβασμό. Κι όταν έχεις περάσει τα τριάντα πέντε στις σύγχρονες κοινωνίες, -όπου τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν στην νεότητα-, γιατί μετά τα σαράντα είσαι «βαρύς» για είσαι το γρανάζι μιας μηχανής που τυπώνει λεφτά και πολτοποιεί ανθρώπους, πρέπει να βρεις τρόπους να στηθείς στα πόδια σου.

Ο Τζο Νέσμπο στα τριάντα επτά του, γνώρισε την υπέρβαση και το ρίσκο που τελικά του βγήκαν σε καλό. Ενώ εργαζόταν και παράλληλα μπαινόβγαινε στην μουσική ως οιονεί επαγγελματίας μουσικός, τα παράτησε όλα: «Είχα καεί, μισούσα τη δουλειά μου και όλους μου τους συνεργάτες. Αποφάσισα να κάνω ένα διάλειμμα λοιπόν και ζήτησα μια εξάμηνη άδεια απ’ όλους και απ’ όλα. Πήρα ένα αεροπλάνο και έφυγα για Αυστραλία, όσο πιο μακριά μπορούσα δηλαδή.

Αποφάσισα να γράψω ένα μυθιστόρημα για τα μόνα πράγματα που αξίζει να γράψει κανείς για τον έρωτα και τον φόνο. Το ταξίδι Όσλο-Σίδνεϊ διαρκεί τριάντα ώρες και σ’ αυτό κατέληξα στην πλοκή. Ξεκίνησα να γράφω με το που πήγα στο ξενοδοχείο για έναν τύπο που τον έλεγαν Χάρι. Όταν επέστρεψα από την Αυστραλία, είχα σχεδόν τελειώσει το βιβλίο».

Από κει και πέρα, διήνυσε μία επιτυχημένη εικοσαετία, που το αποτέλεσμα της μεταφράστηκε σε αριθμούς, αν και πάντα δεν λένε την αλήθεια για την αξία ή την απαξία ενός πολιτιστικού προϊόντος: έχει πουλήσει κοντά σαράντα εκατομμύρια αντίτυπα σ’ όλο τον κόσμο κι έχει μεταφραστεί σε πενήντα γλώσσες.

Γιατί  όμως έγινε ποπ περσόνα ο Τζο Νέσμπο; Μήπως επειδή ο επιθεωρητής Χάρι Χόλε είναι στα πρόθυρα του αλκοολισμού, αθεράπευτα αυτοκαταστροφικός, μονογαμικός ωστόσο, και εναντίον κάθε μορφής εξουσίας, ενώ την ίδια είναι ο εκπρόσωπος της ίδιας της Εξουσίας; Μήπως, επειδή είναι ξεκαρφιτσωμένος από τα παλιά πρότυπα επιθεωρητών που μορφάζουν σοβαροφανώς και είναι στυλιζαρισμένοι έως τα όρια του γελοίου; Μήπως επειδή ακούει Σεξ Πίστολς ή Νιλ Γιανγκ κι έτσι συντονίζεται έστω επιφανειακώς με το καταραμένο απόθεμα του καθενός; Καταραμένος, αλλά με μόνιμο μισθό;

Το γεγονός ότι παίζει με τις λέξεις και τα νοήματά τους, ότι αποφεύγει τα κλισέ στην πλοκή του κι αυτή αναπνέει στο πεδίο των πολλών και πολλαπλών εκπλήξεων και ανατροπών; Ότι το αίτημά του δεν υποτάσσεται στον εντυπωσιασμό της είδησης από τα μίντια, ότι η διοίκηση της αστυνομίας δεν είναι και η ηθικότερη, ότι οι αστικοί πολιτικοί είναι εξωνισμένοι και υπηρέτες επιχειρηματικών συμφερόντων;

Διαβάζουμε σ’ ένα σχόλιο ενός αναγνώστη; «Σχολιάζει τα κοινωνικά δρώμενα, Τον τρόπο λειτουργίας της αστυνομίας, του κράτους, των μέσων ενημέρωσης. Κριτικάρει τους πάντες έμμεσα». Άλλος: «Είναι ίσως ο μόνος που καταφέρνει να σχηματοποιήσει το επικό αστυνομικό μυθιστόρημα μετά τον Ελρόϊ».

Μεταξύ νομιμότητας και ελευθεριότητας, ο Χάρι Χάλε, έρχεται από τον σκανδιναβικό βορρά που φαίνεται ότι δεν ξεχάσει ότι κάποτε φλέρταρε με τον ναζισμό (διάβασε τον «Κοκκινολαίμη»), ότι πίσω από μία κατ’ επίφαση δημοκρατική κοινωνία, απλώνονται οι πλόκαμοι της διαπλοκής, ότι το σκανδιναβικό μοντέλο του κοινωνικού κράτους καταρρέει, πάντα εις βάρος των εργαζομένων, ενώ οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι.

Ίσως ο Τζο Νέσμπο αγαπήθηκε για τον απομυθοποιητικό μηχανισμό που οργάνωσε μέσω της λογοτεχνίας του, για να καταγγείλει την υποκρισία, για να δει πίσω από το φαίνεσθαι, την οντολογία της ύπαρξης των Νορβηγών συμπολιτών του. Φαίνεται ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν με κεντρικές επιλογές, γιατί όταν το κύμα μετανάστευσης χτυπάει τη θύρα της χώρας, επιστρέφουν στις αξίες της πατρίδας και της φυλής, γίνονται ξενοφοβικοί, πεμπτοφαλαγγίτες, μελανοχίτωνες, δολοφόνοι του άλλου, του διαφορετικού, του αγνώστου.

Η Δύση καθηλωμένη στις τάχατες αξίες της, δεν έκανε ποτέ τον κόπο να μπει στο πνεύμα των άλλων παραδόσεων, γιατί τα δικαιώματα είναι δικαιώματα, αρκεί να έχουν λευκά χαρακτηριστικά, χριστιανικό όραμα και κοινοβουλευτική συνείδηση, Όλα τα υπόλοιπα είναι επικίνδυνα, εχθρικά, δηλητηριώδη. Σε μία εποχή που οι πολίτες της Ευρώπης, παραπαίουν μεταξύ ανεργίας και αεργίας, ο εχθρός είναι εύκολος: δεν θ’ αργήσουμε να δούμε μάχες μπροστά σε σκουπιδοντεκέδες μεταξύ «γηγενών» και «αλλογενών». Θα έχουμε ακόμη το κουράγιο να επικαλούμαστε αξίες και τα τέτοια;