«Είχε περάσει ώρες πολλές να κουβεντιάζει με τον Αβραάμ Λίνκολν. Από τότε μέχρι τώρα, πόσοι άνθρωποι είχαν ζήσει, είχαν μοχθήσει και είχαν πεθάνει-και κείνος τα είχε δει όλα αυτά, έτσι γέρος που ήταν», Χάουαρντ Φαστ, «Σάκκο και Βαντσέττι».

 

Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

 

Η πρώτη έλευση του 59χρονου Αμερικανού συγγραφέα Τζορτζ Σόντερς στην Ελλάδα, χρωματίστηκε από την ευγένεια και την ευπροσηγορία του χαρακτήρα του. Δεν ακκίζεται λόγω της παγκόσμιου φήμης του-κάτοχος του περσινού Man Booker-, δεν επιδεικνύει δυσκολίες και ιδιοτροπίες ως προς τον χαρακτήρα του, καθόλου δυσπρόσιτος, έχεις την αίσθηση ότι είναι ένας δικός μας καθημερινός άνθρωπος, με καταγωγή από εργατική οικογένεια του Σικάγο.

Τη δηλώνει χωρίς να αισθάνεται ότι κατ’ ανάγκην η οικογενειακή κληρονομιά σε σφραγίζει δια παντός, αφού είναι μία προσωπικότητα, η οποία δεν διαβάζει μονότροπα τη ζωή: περνάει από την τραγωδία στην κωμωδία, σαν το φως να πέφτει στο σκοτάδι και από το σκότος μία νέα ημέρα να ξημερώνει.

Το τελευταίο διάστημα διαβάζει την πεζογραφία της Κλαρίσε Λισπέκτορ (1922-1977), ενώ δεν κρύβει την αυθόρμητη αγάπη του για τους Ρώσους κλασικούς (Ντοστογιέφσκι, Γκόγκολ, Τσέχοφ, Μπάμπελ), αλλά από την αναγνωστική του συλλογή δεν εξαιρεί μία πλειάδα Αμερικανών συγγραφέων που ίδρυσαν την εθνική λογοτεχνία της Νέας Αγγλίας και την προχώρησαν πέρα από τα όρια της ευρωπαϊκής παράδοσης, γειώνοντας την  στην νέα ήπειρο των δολοφονημένων ιθαγενών (Τουέιν, ‘Αντερσον, Χεμινγουέι, Κάρβερ).

«Ο ρόλος μου είναι να εξυπηρετήσω το συναίσθημα», ήταν η εναρκτήρια φράση του, αφού είχαν προηγηθεί ευχαριστίες προς το κοινό και αφού είχε διαβάσει τις πρώτες σελίδες από το μοναδικό του μυθιστόρημα «Λήθη και Λίνκολν» (πρωτότυπος τίτλος: «Lincoln in bardo», εκδόσεις ‘Ικαρος). Ελάχιστα λεπτά πριν, είχε μεταδώσει το ίδιο απόσπασμα στα ελληνικά ο μεταφραστής Γιώργος -‘Ικαρος Μπαμπασάκης. Τις απαντήσεις από τον Τζορτζ Σόντερς της εκμαίευσε ο δημοσιογράφος Γρηγόρης Μπέκος.

«Βέβαια», συνέχισε, «όταν προσπαθούσα να μεταγγίσω το συναίσθημα με συμβατικό τρόπο, αυτό εξαφανιζόταν». Η σχέση με την συγγραφή αυτού του βιβλίου, κρατάει εδώ και είκοσι χρόνια, από ένα τυχαίο γεγονός, όταν κάποιος συγγενής της συζύγου του, τού έδειξε την κρύπτη όπου είχε ταφεί ο Γουίλι, ο γιος του Λίνκολν. Και από τότε άρχισε να τον «τρώει» το θέμα: «Κάποια στιγμή μπαίνεις στα πενήντα πέντε σου, θέλεις να το γράψεις, αλλά αναρωτιέσαι, αν έχεις την καρδιά, αν έχεις την ψυχή για να το πράξεις. ‘Οταν φτάνεις σ’ αυτό σημείο, πρέπει να το δοκιμάσεις, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι σπαταλάς τον χρόνο σου. Κάποια στιγμή είπα στον εαυτό μου: “Θα πεθάνω έτσι κι αλλιώς, τουλάχιστον ας το δοκιμάσω” (γελάει)».

Το θέμα του με το οποίο καταπιάστηκε είναι ο πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν και η σχέση του με το πεθαμένο παιδί του. Το αποτέλεσμα είναι ένα απαιτητικό κείμενο, στο οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική του μοντάζ, μέσα από πραγματικά ιστορικά και επινοημένα στοιχεία, πολλές και διαφορετικές φωνές, που διαπερνάται από στιγμές έντονης συγκίνησης. Κι αν το βουτάει σε κολάσιμες εικόνες και πράξεις γεμάτες αίμα, βία, αρρώστια, βαναυσότητα, όλο αυτό τα μαύρα στοιχεία εκτονώνονται και αποδομούνται από το υπόγειο χιούμορ του Αμερικανού συγγραφέα, αυτόν τον καταλύτη προς την κατεύθυνση εκείνη, όπου πέφτουν κάποιες ακτίνες ελπίδας κατευναστικά.

              «’Οταν γράφεις για τον Λίνκολν είναι σαν να γράφεις για τον Ιησού»

Πώς όμως εργάστηκε πάνω σ’ αυτό το βιβλίο; Δεν άργησε να μας ανοίξει το συγγραφικό του εργαστήριο: «’Οταν ξεκινάς ένα νέο βιβλίο, αυτό που έχει σημασία είναι πως το χτίζεις. Το να γράφεις στην Αμερική για τον Λίνκολν, είναι σαν να γράφεις για τον Ιησού. ‘Ολοι γνωρίζουν τα πάντα για αυτόν, όλα έχουν ειπωθεί, βρίσκεσαι μπροστά στον συνεχή κίνδυνο να γίνεις όπως προείπα, πολύ συναισθηματικός. Πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν έγραψα μία βιογραφία του Λίνκολν, είναι μία ιστορία που εισέρχεται ο Λίνκολν κάθε είκοσι λεπτά. Κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι για όποιον κι αν γράφεις, ουσιαστικά γράφεις για τον εαυτό σου. Βεβαίως, καθώς γράφω για αυτόν, κάνω μία προβολή των δικών μου σκέψεων».

Ο πρωτότυπος τίτλος «Linkoln in the bardo» «παίζει» με την βουδιστική λέξη μπάρντο που σημαίνει μετάβαση προς την μετεμψύχωση. «Μπάρντο είναι μία μεταβατική φάση, μεταξύ γέννησης και θανάτου. Εμείς θα το ονομάζαμε Καθαρτήριο. Με το μπάρντο που δημιούργησα, σού δίνεται η ευκαιρία να συνειδητοποιήσεις τι έπραξες. Κάποιες φορές συνδεόμαστε με κάποιες ιδέες για τον εαυτό μας, πολλές φορές και εις βάρος μας. Αυτές οι ιδέες επειδή κάποια στιγμή εξαφανίζονται, με κάποιο τρόπο απελευθερωνόμαστε. ‘Οταν μπορούμε να αποδεχθούμε τα αισθήματά μας στην ζωή, τότε μπορούμε να νοιώσουμε καλύτερα».

Αυτό το κατά Σόντερς μπάρντο που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία δημιουργική λήθη, ένα δημιουργικό κενό, το οποίο ενορχηστρώθηκε μέσα από φωνές που ακούγονται άλλοτε συμβατές με το πρόσωπο του Λίνκολν, άλλοτε συνομιλούν μεταξύ τους λύνοντας καθημερινά τους προβλήματα, άλλοτε ακούγονται ως προφητείες για το αμερικανικό έθνος, μεσούντος του Εμφυλίου.

                          «Σ’ όλη μου τη ζωή ήμουν ένας αισθηματίας»

«Σ’ όλη μου τη ζωή είχα ένα κύριο και κυρίαρχο χαρακτηριστικό. Να το πω απλά; ‘Ημουν ένας αισθηματίας. Βέβαια, δεν σάς κρύβω ότι είχα κι άλλη μια πλευρά σαρκαστική, σκοτεινή. Αυτές οι δύο πλευρές του χαρακτήρα μου εναλλάσσονται. ‘Οταν λοιπόν γράφεις δύο σελίδες με βαθιά συναισθηματικά φόρτιση, μετά πετάς ένα δυνατό ανέκδοτο. Η ζωή είναι και τρομακτική και λυπηρή και παράλληλα πολύ όμορφη και αστεία. Αυτό τον τόνο προσπαθώ να περάσω στα βιβλία μου. Η ζωή δεν είναι τραγωδία ή κωμωδία. Είναι και τα δύο».

Ο Τζόρτζ Σόντερς με τον πατέρα του

‘Αλλοι τον χαρακτηρίζουν κωμικό κι άλλοι σατιρικό συγγραφέα. «Προτιμώ», εξομολογείται, «να είμαι κωμωδιογράφος. ‘Οσοι ασκούν την σάτιρα, γράφουν για πράγματα που δεν τα πιστεύουν. Δεν διαθέτει δυναμική αυτή η στάση. ‘Ενας άνθρωπος που αγαπάει την ζωή και βρίσκει αστεία στοιχεία, αυτό για μένα έχει πιό ενδιαφέρον». Επομένως τι πράττει με την πρόζα του, ποιόν τόνο επιλέγει;  «Κάτι είναι αστείο, όταν βλέπεις τον εαυτό σου σ’ έναν χαρακτήρα που δεν είσαι εσύ.

Αν πραγματικά θέλεις να μάθεις κάποιον, πρέπει αναγκαστικά να σκεφτείς με την γλώσσα του. Μεγάλωσα στο Σικάγο, σε μία εργατική συνοικία. Εκεί υπήρχαν άνθρωποι ειλικρινείς, οι οποίοι συνομιλούσαν με ξεκάθαρες κουβέντες. ”Τζορτζ είσαι ωραίος τύπος. Κάνεις σωστά πράγματα!”. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν συναισθήματα αλλά δεν έχουν την γλώσσα να τα εκφράσουν».

              «Οι οπαδοί του Τραμπ ήταν πολύ ωραίοι, πολύ ανοιχτοί, πολύ κοινωνικοί»

Ντόναλντ Τραμπ, ο δαιμονοποιημένος πρόεδρος των Η.Π.Α. Απέναντί του ο Τζορτζ Σόντερς δεν σκέφεται μανιχαϊστικά, δεν ασπάζεται ότι τα πράγματα είναι είτε μαύρα είτε λευκά. Γιαυτό επιλέγει να κατανοήσει τι χαρακτηριστικά έχουν οι εκλογείς που τον ακολουθούν.

Παρευρέθηκε σε προεκλογική εκστρατεία οπαδών του Τραμπ, αν και σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με τις επιλογές του υπό διαρκή αμφισβήτηση πρώτου Αμερικανού πολίτη: «’Ηταν κατά την πρώτη περίοδο, κατά την οποία δεν ήταν ακόμη σίγουρο ότι θα κερδίσει τις εκλογές ο Τραμπ. Το περίεργο της υπόθεσης ήταν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που γνώρισα εκεί, ήταν πολύ ωραίοι , πολύ ανοιχτοί, πολύ κοινωνικοί. Περίμενα να δω τίποτα τρελάρες.

»Είχα πάει εκ μέρους του περιοδικού ”Νιου Γιόρκερ” και κανένας από αυτός δεν ήξερε τι ήταν αυτό. Δεν θέλω να κάνω πλάκα, δεν θέλω να τους κοροϊδέψω. Αυτό που θέλω να υποστηρίξω είναι ότι πρέπει να γνωρίζεις ποια είναι η χώρα σου. ‘Ετσι, όσο κι αν δεν μου άρεσε το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρέθηκα, δουλειά μου ήταν να τους καταλάβω. Αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί με την λογοτεχνία και τα δοκίμια.

‘Ενα βιβλίο μπορεί να στρογγυλέψει κάποιες γωνίες. ‘Οταν βλέπεις κάποιο άτομο απέναντι σου κι αισθάνεσαι ότι είναι εχθρός σου, να θυμάσαι ότι αυτό είναι μία προβολή του μυαλού σου και ότι αυτό το άτομο να έχει μέσα του περισσότερα στοιχεία απ’ ό,τι νομίζεις. Κι αυτό είναι κάτι που προσφέρει η λογοτεχνία να βρεις αυτά τα άγνωστα στοιχεία του».

Ο Τζορτζ Σόντερς όσην ώρα μιλάει προσπαθεί να βρει τις λέξεις εκείνες που θα κάνουν κατανοητά αυτά που λέει και δεν αργεί να αναπτύξει την οιονεί βιοθεωρία του χωρίς ίχνος έπαρσης, αναζητώντας την επανίδρυση του συνεκτικού δεσμού μεταξύ των ανθρώπων: «’Εχω μετανοιώσει για τις στιγμές που δεν ήμουνα ευγενικός και πράος. ‘Οταν προσεύχεσαι, όταν κάνεις διαλογισμό ή ακούς μουσική, τότε κάποια στιγμή της ημέρας είσαι ήρεμος και ευγενικός. Και κάποια άλλη στιγμή δεν είσαι καθόλου.

Λέω στους φοιτητές μου: ”’Οταν πάτε στα εξήντα σας δεν θα σας ενδιαφέρει πόσα λεφτά βγάζετε, αλλά θα βλέπετε τη ζωή ως μία αλληλουχία χαμένων ευκαιριών για πράγματα που δεν κάνατε για τους άλλους”. Είμαστε μέρες που είμαστε απελευθερωμένοι από τον εγωισμό μας και κάποιες άλλες είμαστε χωμένοι μέσα του και είμαστε αξιολύπητοι».

Προτού, αφιερωθεί στην λογοτεχνία, υπάρχει μία «γκρίζα» περίοδος που εργάστηκε ως γεωφυσικός σε μία αμερικανική πετρελαϊκή εταιρεία στην Σουμάτρα. Εκεί οι μέρες των ρεπό ήταν περισσότερες από τις μέρες εργασίας. Εκεί διάβασε και ξαναδιάβασε, άλλοτε γερά κι άλλοτε αδύναμα βιβλία, αλλά παραιτήθηκε, όταν είδε ντόπιες ηλικιωμένες γυναίκες να κουβαλούν μεγάλους βράχους για να καθαρίσουν έναν χώρο που είχε εκσκαφεί.

‘Ετσι αποφάσισε να πάρει διαζύγιο από το επάγγελμά του και να οδηγηθεί στον γάμο με την συγγραφή. Αυτό που εντυπωσιάζει με τον Τζορτζ Σόντερς ότι απεκδύεται τις βεβαιότητες που συνήθως οδηγούν σε δογματισμό και φανατισμό. Δεν ξέρουμε, αν πρέπει να τον χαρακτηρίσουμε χριστιανό της εποχής που κήρυττε ο Ιησούς. Ο Τζορτζ Σόντερς είπε ότι ο Χριστός δεν αναζητούσε απαντήσεις, γιατί ήταν ανοιχτός διά της αγάπης. Εμείς έναν τέτοιο συγγραφέα γνωρίσαμε: αγαπησιάρη, αγαπητό και αγαπητικό. Κι αυτό λίγο δεν είναι.