Δύο νέοι θαλαμοειδείς τάφοι που διέλεθαν της προσοχής των παλαιών αρχαιοκαπήλων βρέθηκαν στο μυκηναϊκό νεκροταφείο των Αηδονιών στη Νεμέα.

Η περιοχή έχει γίνει διάσημη από τον περίφημο  Θησαυρό των Αηδονιών, ένα μοναδικό αρχαιολογικό σύνολο, που λεηλατήθηκε από αρχαιοκάπηλους στις δεκαετίες του 1970 και 1980. Τα χρυσά ευρήματα του Θησαυρού των Αηδονιών εντοπίστηκαν στο εξωτερικό και ύστερα από αγώνα η Ελλάδα κατάφερε το 1993 τον επαναπατρισμό τους. Σήμερα, τα κτερίσματα εκείνα των τάφων εκτίθενται στο Μουσείο της Νεμέας. Εκτοτε, το νεκροταφείο των Αηδονιών ερευνάται με επιστημονικό τρόπο. Θεωρείται από τους αρχαιολόγους ένα από τα πλουσιότερα Μυκηναϊκά Νεκροταφεία, που προφανώς είχε σχέση με έναν πολύ σημαντικό οικισμό που δεν έχει ακόμη εντοπιστεί.

Την ανασκαφική έρευνα διενεργεί η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κορινθίας υπό τη διεύθυνση του Δρος Κωνσταντίνου Κίσσα με τη συνέργεια του Nemea Center for Classical Archaeology (University of California at Berkeley) και την Δρα  Kim Shelton. Η φετεινή σοδειά τους έχει περισσότερο επιστημονικό ενδιαφέρον καθώς βρέθηκε το στόμιο και ο δρόμος ενός τάφου που είχε ερευνηθεί  στο μεσαίο τμήμα του νεκροταφείου το 2016, ενώ στο κατώτερο τμήμα αποκάλυψαν δύο νέους θαλαμοειδείς τάφους.

Παρά το γεγονός ότι ο ένας τάφος είχε εξ ολοκλήρου συληθεί, η ανασκαφική έρευνα τεκμηρίωσε τη χρονολόγησή του στην ύστερη μυκηναϊκή περίοδο (π. 1350 – 1200 π.Χ.), καθώς και την περιορισμένη διάρκεια χρήσης του μνημείου, ενώ αναδείχθηκε ολοκληρωμένη η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική του μορφή.

Ο δεύτερος τάφος, σύμφωνα με τους ανασκαφείς, κατασκευάστηκε στην πρώιμη μυκηναϊκή εποχή, χρησιμοποιήθηκε ως τα τέλη της περιόδου και βρέθηκε κάτω από παχύτατες επιχώσεις με κατάλοιπα της αρχαϊκής περιόδου, των ύστερων ρωμαϊκών και των μεσοβυζαντινών χρόνων. Πρόκειται για ένα σημαντικότατο μνημείο που μαρτυρεί την ιστορική αλληλουχία των εποχών στον αρχαιολογικό χώρο των Αηδονιών.

Οι ενταφιασμοί των νεκρών εντοπίστηκαν σε τρεις λάκκους και στο δάπεδο του θαλάμου. Ο ένας λάκκος είναι μνημειώδης, με μήκος σχεδόν 4 μ. και κάλυψη από ευμεγέθεις πλακοειδείς λίθους, και περιλάμβανε τρεις ταφές. Στο δεύτερο λάκκο βρέθηκαν δύο ακόμη ταφές, η μία κτερισμένη με χάλκινες αιχμές βελών και πέντε εγχειρίδια και μαχαίρια, δύο από τα οποία διέθεταν λαβές επενδεδυμένες με λεπτότατα φύλλα χρυσού, ενώ στο γέμισμα του τρίτου λάκκου βρέθηκαν θραύσματα από δύο ανακτορικούς πιθαμφορείς, δύο μνημειώδη αγγεία με φυτική διακόσμηση, που πιθανώς θα αποκατασταθούν ολόκληρα. Οι ταφές στο δάπεδο ήταν απλούστερα κτερισμένες με πήλινα αγγεία και λίθινα κομβία.

Τα νέα δεδομένα αποδεικνύουν τις περιόδους χρήσης του χώρου και θέτουν τις βάσεις για τη μελέτη των ρόλων που οι ανά διαστήματα κοινότητες διαδραμάτισαν κατά την ανάδυση και την αποσύνθεση διαφορετικών κεντρικών οργανισμών, από τις μυκηναϊκές τοπαρχίες και εν συνεχεία πολιτείες, στην πόλη-κράτος του Φλιούντα, τις εξελίξεις στη ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας και τον πολιτικό κατακερματισμό της μεσοβυζαντινής περιόδου.

Κατά τη φετινή, δεύτερη περίοδο της συστηματικής ανασκαφικής έρευνας, διερευνήθηκαν και τάφοι που ήταν ήδη γνωστοί  από πέρσι. Παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν, όπως και το 2016, εργασίες προστασίας των μνημείων και διαμόρφωσης του αρχαιολογικού χώρου.

Οι τάφοι των Αηδονιών που είναι ως επί το πλείστον θαλαμοειδείς έχουν μακρείς δρόμους με έντονη κλίση και μνημειώδεις προσόψεις με συγκλίνον μέτωπο προς τα πάνω. Είναι οργανωμένοι στην πλαγιά ενός λόφου κατά συστάδες με κατεύθυνση ΝΑ-ΒΔ. Είχαν θύρα που πλαισιωνόταν από λεπτή λαξευτή ταινία και παραστάδες εκατέρωθεν διαμορφωμένες στο βράχο. Η είσοδος σφραγιζόταν με ξερολιθιά. Οι θάλαμοι είναι μεγάλοι, ορθογωνίου κυρίως σχήματος, με δίρριχτη οροφή και σε περιπτώσεις που ο φυσικός βράχος δεν το επέτρεπε, η οροφή είχε θολωτό σχήμα. Σε αρκετούς τάφους, στον κατά μήκος άξονα της οροφής, έχει λαξευτεί πλατειά αύλακα, διακοσμητικού χαρακτήρα, πιθανόν απομίμηση του κεντρικού δοκαριού της στέγης των σπιτιών της εποχής.

Στους θαλάμους κάποιων τάφων έχουν διαμορφωθεί πλευρικά δωμάτια,  τα οποία διεύρυναν τον διαθέσιμο ταφικό χώρο. Σε άλλους τάφους έχουν λαξευτεί χαμηλά θρανία κοντά στα τοιχώματα. Ταφές εντοπίστηκαν  κατά χώρα στο φυσικό έδαφος, στα θρανία, εντός λάκκων λαξευμένων στο δάπεδο των θαλάμων, των δρόμων και των πλευρικών δωματίων, κοντά στα τοιχώματα των θαλάμων και μέσα στους λάκκους  ανακομιδής που είχαν διανοιχτεί στα δάπεδα. Δεδομένου ότι οι θαλαμωτοί τάφοι ήταν οικογενειακοί πολλαπλών χρήσεων, για κάθε νέα ταφή  παραμερίζονταν,  σύμφωνα με το έθιμο της εποχής,  τα κατάλοιπα των ταφών που είχαν προηγηθεί.

Η ανασκαφή των τάφων απέδωσε πλήθος αγγείων που χρονολογούνται από τον 15ο έως τον 13ο αιώνα π.Χ. καθώς επίσης σημαντικό αριθμό πήλινων ειδωλίων του τύπου της όρθιας γυναικείας μορφής. Βρέθηκαν επίσης σφραγίδες και χρυσά κοσμήματα, χάντρες από υαλόμαζα, φαγεντιανή, ημιπολύτιμους λίθους, ελεφάντινα ανθέμια,  λίγα όπλα και αρκετά μπρούτζινα εργαλεία.

Οι διαμορφωμένες αρχιτεκτονικά προσόψεις των τάφων, οι θάλαμοι καθώς και η ανεύρεση πολλών χρυσών δακτυλιδιών και άλλων μικροτεχνημάτων, αποτελούν ένδειξη της υψηλής κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκαν οι νεκροί των τάφων.