Αγαλματίδια, ένα χρυσό στεφάνι, πολύχρωμα γυάλινα αγγεία και μυρωδοχεία πέρα από τα πολυτελή κτήρια με τους κίονες και τα ψηφιδωτά δάπεδα, τους μαρμαρόστρωτους δρόμους και τις πλατείες βρήκαν οι αρχαιολόγοι της Εφορείας Αρχαιοτήτων της πόλης της Θεσσαλονίκης.

Αποκαλυπτική της συστηματικής δουλειάς που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια είναι η παρουσίαση που έγινε σήμερα στην ειδική Ημερίδα για τα ευρήματα με αφορμή τις εργασίες για το Μετρό από τις αρχαιολόγους: Στέλλα Βασιλειάδου, Κρινώ Κωνσταντινίδου, Ελένη Λαμπροθανάση, Τάνια Πρωτοψάλτη, Σταυρούλα Τζεβρένη. Ας παρακολουθήσουμε τη δική τους «ανάγνωση» των ευρημάτων.

Η μικρή πόλη πριν από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης, το 315 π.Χ.  (Αμαξοστάσιο Πυλαίας, Σταθμός Φλέμινγκ)

Μια μικρή πόλη πριν από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης βρέθηκε το 2012, με αφορμή τις εκσκαφές στο «Αμαξοστάσιο» της βασικής γραμμής του Μετρό, στην Πυλαία. Οι αρχαιολόγοι έφεραν στο φως πόλισμα του 4ου αι. π.Χ. Σε μια έκταση 31 στρεμμάτων που ερευνήθηκε, αποκαλύφθηκε τμήμα της πόλης, η οποία, όπως διαπίστωσαν ήταν οργανωμένη με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα, στα πρότυπα των μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας, Όλυνθο και Πέλλα. Πολυάριθμα ήταν και τα κινητά ευρήματα τα οποία «παραπέμπουν σε ένα ακμαίο οικισμό με ισχυρή οικονομία και αναπτυγμένες κοινωνικοπολιτικές δομές», όπως σημειώνουν. «Η μεγάλη ανάπτυξή του τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ., η οποία όμως διακόπτεται από την ίδρυση της πόλης της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο το 315 π.Χ., οπότε και εγκαταλείπεται».

Στα όρια του σταθμού Φλέμινγκ βρέθηκε επίσης το νεκροταφείο των ρωμαϊκών χρόνων (2ος -4ος αι. μ.Χ.) το οποίο αποκάλυψε πτυχές ενός άγνωστου μέχρι τώρα οικισμού, στις παρυφές της αρχαίας Θεσσαλονίκης.

 

Αμαξοστάσιο Πυλαίας, τμήμα της προκασσαάνδρειας πόλης, 5ος-4ος αι. π.Χ.

Σταθμός Φλέμινγκ, τμήμα νεκροταφείου ρωμαϊκών χρόνων.

Πλούσια η ανατολική νεκρόπολη της Θεσσαλονίκης στο σταθμό Συντριβάνι

Τρεις χιλιάδες ταφικά μνημεία πλούσια κτερισμένα με αγγεία πήλινα και γυάλινα, πήλινα ειδώλια, χρυσά και αργυρά κοσμήματα κι ανάμεσά τους ένα χρυσό στεφάνι αποκαλύφθηκαν στους σταθμούς Σιντριβάνι, Διασταύρωση Τροχιογραμμών και Πανεπιστήμιο. Οι τάφοι αυτοί που είναι όλων σχεδόν των τύπων (λακκοειδείς, κιβωτιόσχημοι, εγχυτρισμοί, βωμοί, βωμοειδείς κατασκευές, καμαροσκεπείς απλοί ή δίδυμοι) αποτελούν μεγάλο τμήμα του ανατολικού νεκροταφείου της πόλης, που ήταν σε συνεχή χρήση από την Ελληνιστική περίοδο έως και την Ύστερη αρχαιότητα.

Σταθμός Σιντριβάνι. Βασιλική και τετράπλευρο κτίσμα

Σταθμός Σιντριβάνι. Χρυσό στεφάνι  από τάφο, τέλη 4ου -αρχές 3ου π.Χ.

 

Η Θεσσαλονίκη από την ίδρυσή της μέχρι την όψιμη αρχαιότητα  (Σταθμός Αγίας Σοφίας και Σταθμός Βενιζέλου)

  Κατά μήκος της σημερινής Εγνατίας οδού αποκαλύπτεται με αφορμή τους δύο σταθμούς εντός του ιστορικού κέντρου της πόλης (σταθμός Αγίας Σοφίας και σταθμός Βενιζέλου), την πολεοδομική οργάνωση του αστικού χώρου της Θεσσαλονίκης από την ίδρυσή της έως το τέλος της όψιμης αρχαιότητας.  

Εμφανές είναι το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Δρόμοι κάθετοι μεταξύ τους, που από τον 4ο αιώνα γίνονται μαρμαρόστρωτοι διαμορφώνουν οικοδομικές νησίδες με κτίσματα οικιστικής και εργαστηριακής χρήσης. Στοές με κίονες εκατέρωθεν των δρόμων αποτελούν την πρόσοψη μεγάλων συγκροτημάτων με πολυτελή ψηφιδωτά δάπεδα, γραπτό διάκοσμο στους τοίχους, ορθομαρμαρώσεις και opus sectile. Την ίδια εποχή, τη ρωμαϊκή, βορείως του decumanus, στη συμβολή με τον cardo της οδού της Αγίας Σοφίας, κατασκευάζεται κρηναίο οικοδόμημα/νυμφαίο που εμφανίζει επάλληλες οικοδομικές φάσεις.

Τον 6ο αιώνα παρατηρείται μεγάλη επέμβαση στον πολεοδομικό σχεδιασμό της πόλης. Ο μαρμαρόστρωτος decumanus διαπλατύνεται, τα παλαιότερα οικοδομήματα ισοπεδώνονται και στη θέση τους διαμορφώνονται πλακόστρωτες πλατείες στα κεντρικά σταυροδρόμια της πόλης. Οι επιβλητικές αυτές αρχιτεκτονικές διαμορφώσεις του δημόσιου χώρου (πλατείες, στοές και κρήνες/νυμφαία) στην πορεία των κεντρικών οδών αποτελούν την τελευταία μνημειακή εικόνα της ύστερης αρχαιότητας.

Σταθμός Αγίας Σοφίας. Οικοδομική νησίδα ελληνιστικών χρόνων

Σταθμός Αγίας Σοφίας, Βόρεια Είσοδος. Κρηναίο οικοδόμημα/Νυμφαίο

Σταθμός Αγίας Σοφίας, Νότια Είσοδος. Μαρμαρόστρωτη πλατεία

Σταθμός Βενιζέλου. Ο decumanus maximus

Από τις Βυζαντινές Αγορές μέχρι τη Θεσσαλονίκης της μεγάλης πυρκαγιάς (Σταθμός Αγίας Σοφίας και Σταθμός Βενιζέλου)

Κεντρική χαλικόστρωτη οδός των βυζαντινών χρόνων βρέθηκε  στους δύο σταθμούς του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης και τμήματα της βυζαντινής αγοράς κατά μήκος της κεντρικής οδού, της λεγόμενης Λεωφόρου ή Μέσης των Βυζαντινών.

Η έρευνα απέδειξε ότι νέοι δρόμοι με ευθύγραμμη, ελικοειδή και διαγώνια πορεία χαράσσονται ή υφιστάμενοι αλλάζουν πορεία ορίζοντας παράλληλα και την έκταση των οικοδομικών νησίδων. Οι νησίδες από λασπόκτιστα κτήρια κατέλαβαν τον δημόσιο χώρο, τα πεζοδρόμια και τις στοές της ύστερης αρχαιότητας. Πρόκειται για εργαστήρια και καταστήματα μιας αγοράς όπου παράγονταν κοσμήματα, είδη μεταλλοτεχνίας, υαλουργίας, κεραμικά κ.α΄.  Πλινθόκτιστες κατασκευές, κλίβανοι, πάγκοι εργασίες, μαζί με εργαλεία, μήτρες κατασκευής κοσμημάτων, ημιτελή κεραμικά, τριποδίσκους, πιστοποιούν την παραγωγική χρήση των χώρων σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου.

Κατά την οθωμανική περίοδο οι πολεοδομικές αλλαγές που διαπιστώθηκαν δεν φαίνεται να είναι ριζικές. Άλλωστε τα οικοδομικά κατάλοιπα βρέθηκαν διαταραγμένα από τα υπόγεια των κτηρίων των νεότερων χρόνων.

Το ανώτερο στρώμα που εντοπίστηκε και στους δύο σταθμούς έδωσε στοιχεία για την πολεοδομική οργάνωση της Θεσσαλονίκης κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας (β΄ μισό του 19ου αι. κ.ε.),. που σηματοδοτείται από πολεοδομικές αλλαγές με στόχο τη δημιουργία μιας πόλης σχεδιασμένης σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Τα κτήρια που ανεσκάφησαν, κυρίως υπόγεια, βρέθηκαν κατεστραμμένα από την πυρκαγιά του 1917 που κατέκαψε το κέντρο της Θεσσαλονίκης και αποτέλεσε το εφαλτήριο για το σχεδιασμό της σύγχρονης πόλης.

Σταθμός Αγίας Σοφίας_βόρειο κέλυφος_βυζαντινή αγορά

Σταθμός Βενιζέλου_αεροφωτογραφία_η διασταύρωση της οθωμανικής περιόδου

Σταθμός Αγίας Σοφίας _μπουκαλάκια φαρμακείου από το στρώμα της πυρκαγιάς του 1917

Η δυτική νεκρόπολη και ο περιαστικός χώρος της Θεσσαλονίκης (Σταθμός Δημοκρατίας και Διακλάδωση Σταυρούπολης, Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός)

Στην εκτός των τειχών ύπαιθρο χώρα της Θεσσαλονίκης βρέθηκαν κατάλοιπα  από τον 3ο π.Χ. αι. μέχρι τους νεώτερους χρόνους. Η περιοχή χωροθετήθηκε με βάση την  κύρια οδική αρτηρία, της ρωμαϊκής Εγνατίας οδού που συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με την Πέλλα, και τους διαρρέοντες χειμάρρους.  Επάλληλα χαλικόστρωτα και χωμάτινα καταστρώματα της οδού, που έφθανε έξω από τη Χρυσή Πύλη διασχίζοντας τον κεραμήσιο κάμπο και το νεκροταφείο, εντοπίστηκαν κάτω από τη σημερινή οδό Μοναστηρίου. Το τμήμα της δυτικής αρχαίας νεκρόπολης που αποκαλύφθηκε στα όρια του Σταθμού Δημοκρατίας, στη Διασταύρωση τροχιογραμμών Σταυρούπολης και στο Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό είναι παρόδιο και αναπτύχθηκε κατά μήκος της βόρειας πλευράς του οδικού αυτού άξονα. Οργανωμένο σε συστάδες περιλαμβάνει ποικιλία τάφων και βωμοειδών κατασκευών -συνήθως εντός ταφικών περιβόλων, εξασφαλίζοντας χώρους για νεκρώσιμες τελετές και προσφορές. Ξεχωρίζουν μαρμάρινες σαρκοφάγοι και πολυτελή ταφικά κτίσματα του 2ου μ.Χ. ,  3ου και 4ου μ.Χ. αι.  Η διάρκεια χρήσης της νεκρόπολης  είναι μακρά  από τον 3ο αι π.Χ. έως και τα μέσα του 4ου  μ.Χ. αι., οπότε και οργανώνονται τα χριστιανικά κοιμητήρια γύρω από πυρήνες με λατρευτικά κτίσματα, ναούς και μαρτύρια.

Η ανασκαφή στο σταθμό και τις εισόδους της Πλατείας Δημοκρατίας, στις παρυφές της νεκρόπολης, λίγα μόλις μέτρα έξω από τα δυτικά τείχη, έφερε στο φως εκατέρωθεν του δρόμου που οδηγούσε από την ύπαιθρο χώρα στην Χρυσή Πύλη, μεγάλα συγκροτήματα κρατικών αποθηκών κρασιού και λαδιού (πιθεώνας) και εργαστηρίων της ύστερης αρχαιότητας. Πάνω στα ερείπια του πιθεώνα, ιδρύθηκε τον 5ο αι. ναός τετράγωνης κάτοψης με ταφικό πρόσκτισμα, αποθήκες και εργαστήρια.  Στα τέλη του 6ου αι. – αρχές του 7ου αι. ο ναός και οι εγκαταστάσεις του καταστρέφονται ολοσχερώς και εγκαταλείπονται. Ανάμεσα στα καθαγιασμένα ερείπιά του διανοίγονται σποραδικές ταφές. Η οικοδομική δραστηριότητα περιορίζεται στα νότια. Στους μετέπειτα αιώνες η περιοχή παραμένει αδόμητη, όχι τυχαία, άλλωστε, ονομαζόταν από τους Οθωμανούς Ҫayir, δηλαδή Λιβάδι ή Λιβάδια. Μόλις  τον όψιμο 19ο αι. θα επανακτήσει την  εμπορικό της χαρακτήρα, όταν στον άξονα της Λεωφόρου Μοναστηρίου χτίζονται χάνια, καταστήματα  και αποθήκες.  

Σταθμός Νέου Σιδηροδρομικού Σταθμού. Κτερίσματα (ειδώλια, κοσμήματα, πήλινα και χάλκινα αγγεία) ελληνιστικής ταφής.

Σταθμός Δημοκρατίας, Βόρειο και Νότιο Ήμισυ. Γενική άποψη. Ο ναός του 5ου αι. με τα προσκτίσματα και τις βοηθητικές εγκαταστάσεις του και στα δυτικά ταφικά σύνολα σε πυκνή διάταξη.

Σταθμός Δημοκρατίας, Βόρεια και Νότια Είσοδος, Αεροφωτογραφία. Ερείπια αποθηκών και εργαστηρίων της ύστερης αρχαιότητας, εκατέρωθεν του δρόμου που οδηγούσε στη Χρυσή Πύλη.