«Εμπρός της Γης οι κολασμένοι/ της πείνας σκλάβοι εμπρός / Εμπρός το δίκιο από τον κρατήρα βγαίνει/ σαν βροχή σαν κεραυνός/ Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια/ όλοι εμείς οι ταπεινοί της Γης/ που ζούσαμε στην καταφρόνια/ θα γίνουμε το παν εμείς!!!’»

ΕΙΝΑΙ ο ύμνος της Διεθνούς στην καθ ημάς έκδοση. Ο Εδουάρδος Ποτιέ έγραψε τους στίχους (1871)  ο Πιερ Ντεζετέ τους μελοποίησε (1888), ενώ η ημέτερη εκδοχή κυκλοφόρησε στην κατοχή  (1943) με υπογραφή κάποιου Κώστα Δημητριάδη.

ΤΗΝ ΙΔΙΑ εποχή (κατοχή) στη Θεσσαλονίκη ο Τσιτσάνης  σκάρωνε τραγούδια που αργότερα θα σάρωναν!  Μπαξέ τσιφλίκι,  ΑχάριστηΣυννεφιασμένη Κυριακή,  Νύχτες μαγικές ,  είναι μερικά εξ αυτών.

ΜΕΝΩ  στο τελευταίο ένεκα τα μαγευτικά κι ονειρεμένα: «Αραπίνες λάγνες ερωτιάρες/με ουίσκι με γλυκές κιθάρες, γλέντι και πιοτό…/ …σας μιλάω με καημό…». (Ότι την σήμερον ημέρα ο Τσιτσάνης θα άκουγε τα μύρια όσα για «ρατσισμό» και «σεξισμό» το αφήνω να τρέχει…).

ΑΝΑΣΤΕΝΑΖΑΝ τα τζουκ μποξ πριν 50-60 χρόνια με τα «ονειρεμένα», τύπου «Νύχτες μαγικές», «Ζαΐρα» κ.α. του Τσιτσάνη, στέλνοντας τις φαντασίες σε κόσμους μαγικούς.

ΠΟΥ ΝΑ σκεφτεί και που να καθίσει να μάθει ο τότε 20άρης για την κατάσταση στην Αφρική ή στη Μέση Ανατολή.  Η «Ζαΐρα»  μέτραγε, οι «λάγνες αραπίνες», οι μαχαραγιάδες και γενικά, τα μέσω τζουκ μποξ ταξίδια προς μαγική και  παραδείσια ζωή. 

ΚΑΠΟΥ ΕΔΩ έρχεται να κολλήσει η εισαγωγή με Διεθνή, κατά συνέπεια και Οκτωβριανή.

ΕΚΑΤΟ χρόνια συμπλήρωσε αυτές τις μέρες η Οκτωβριανή!  Γράφτηκαν πολλά τις προηγούμενες μέρες για την …αείμνηστη!  Άλλος λάδι, άλλος ξύδι, έλαβε χώρα ,να το πω έτσι,  οιονεί  ελεύθερη σπονδή!

ΠΡΟΚΛΗΣΗ και  δεν το άντεξα. Οπότε να ‘μαι εδώ, να προσφέρω και το δικό μου …οβολό, με τζουκ μποχ και Τσιτσάνη οδηγό.

ΜΕ ΤΟ γεγονός  πως, τα «ουρί» της Οκτωβριανής είχαν ανέκαθεν  τόση σχέση με τον πραγματικό κόσμο , όσο και του Τσιτσάνη οι φαντασίες  με τα …καλούδια στην πραγματική Αφρική και Μέση Ανατολή, έχει να κάνει η ημέτερη προσφορά στην …αείμνηστη!

ΚΑΘΟΤΙ όμως οιονεί προσβλητική για τον Τσιτσάνη η σύγκριση θα το διορθώσω με Ντίνο Χριστιανόπουλο: «Ο Τσιτσάνης», γράφει ο Χριστιανόπουλος,  «βρήκε ένα τραγούδι χασικλίδικο, μόρτικο, περιφρονημένο, το βρήκε στο στόμα των φυλακισμένων και των κακούργων, στα τσογλάνια της αγοράς και του λιμανιού και το καθάρισε από κάθε πρόστυχο και χαμηλό, πέταξε την αργκό και τους ιδιωματισμούς, έκοψε τα πολλά στριφογυρίσματα και τα τούρκικα μοτίβα, πλούτισε τα θέματά του με κοινωνικά στοιχεία και το ‘κανε ν’ αγκαλιάσει τα μεράκια και τα ντέρτια της ελληνικής ψυχής…».

Ε, αυτό το καθάρισμα στα ημέτερα εδάφη, όσον αφορά το “σταύλο” της Οκτωβριανής, δεν έγινε ποτέ . Με αποτέλεσμα ο τόπος να βιώνει επί κομουνισμένου τσίριζα το πιο «πρόστυχο και χαμηλό» του υπόλοιπου από …σταύλο!