Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Ούτε μία μέρα δεν έχει περάσει από τα βίαια επεισόδια μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών στο Παρίσι. Αυτό που πρέπει να θεωρηθεί ο μέγας ηττημένος είναι το γαλλικό κράτος, τουλάχιστον έτσι όπως το είχαμε αποστηθίσει από το μεταπολεμικό του αφήγημα με πρόσημο κοινωνικό και με τη ζυγαριά να ισορροπεί μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.

Μετά από την χθεσινή -και κάθε-έκρηξη, εκτός από το γεγονός ότι εκατόν εννέα πολίτες τελούν υπό καθεστώς κράτησης, η επόμενη μέρα δεν είναι καθόλου λυτρωτική. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, από την μακρινή Αυστραλία όπου βρίσκεται, δήλωσε ότι «η 1η Μαΐου είναι η ημέρα των εργαζόμενων, όχι των μπαχαλάκηδων». Η δε αντιπολίτευση, με τους δύο βασικούς πόλους της την Λεπέν και τον Μελανσόν, αναλώνονται σε εύκολες αλληλοκατηγορίες ποιοί κρύβονται πίσω από τις κουκούλες: ακροδεξιοί ή ακροαριστεροί;

Ο δε υπουργός Εσωτερικών, Ζεράρ Κολόμπ, υποσχέθηκε ότι στις  διαδηλώσεις που θα ακολουθήσουν τα αστυνομικά μέτρα θα είναι ακόμη περισσότερο αυστηρότερα, «με πρόθεση αυτή τη φορά να χωρίσουν εντελώς τους διαδηλωτές από αυτούς που θέλουν να προκαλέσουν ταραχές».

Πενήντα χρόνια μετά τον Γαλλικό Μάη τού ’68, δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν έχουμε να διαχειριστούμε ένα φάντασμα του παρελθόντος, του οποίου το αίτημα θάφτηκε από την μεγάλη ντεγκολική εκλογική επικράτηση ή εάν έχουμε μπροστά μας ένα επαναστατικό παράδειγμα, το οποίο πρέπει να μελετήσουμε και να μάθουμε από αυτό.

Φοβάμαι, χωρίς να γίνομαι «ιερόσυλος» ότι η χαρακτηριζόμενη επανάσταση του ’68, αν και διέθετε παλλαϊκό και διαταξικό έρεισμα, ήταν περισσότερο ένα νεορομαντικό ξέσπασμα. Το σύνθημα που γράφτηκε σε μία αφίσα «Να ‘στε ρεαλιστές, ζητήστε το αδύνατο», και το οποίο συνήθως αναπαράγεται στη συζήτηση  για τους δυό μήνες πολιτικής αστάθειας που γνώρισε η Γαλλία, αν και έχει καταντήσει κοινότοπο, γιαυτό  έχει χάσει το νόημα του, μάλλον δίνει το στίγμα του Γαλλικού Μάη.

Η «παλινόρθωση» του αστικού πολιτεύματος από τον Σαρλ Ντε Γκολ, συνέβη σε μία εποχή, κατά την οποία το κράτος ακόμη εργαζόταν υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων, έστω και μακριά από τα αυτοδιαχειριστικά σχήματα της επαναστατημένης συνείδησης. Αντιθέτως, σήμερα ο Εμανουέλ Μακρόν δεν είναι ο μπαροτουκαπνισμένος στρατηγός, ο οποίος έχει περάσει μέσα από δύο πολέμους και έχει επιζήσει, δεν είναι ο συνομιλητής της τότε Δυτικής Γερμανίας, ο οποίος προσπάθηκε να επουλώσει τις πληγές της αποναζιστικοποίησης-και της δικής του χώρας-, δεν είναι ο τολμητίας ο οποίος απέσυρε τη Γαλλία από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, δεν είναι ο πολιτικός ο οποίος μίλησε για την εθνική ανεξαρτησία της Αλγερίας.

Ο Εμανουέλ Μακρόν χρησιμοποιεί τα σχήματα της ρητορικής των εργατικών διεκδικήσεων, νομιμοποιώντας έτσι τη θέση του στην εξουσία, ξεχωρίζοντας τους καθωπρέπει εργαζομένους από τους «αναρχικούς» μπαχαλάκηδες. Οι δικοί του εργαζόμενοι όπως τους έχει στο μυαλό του, πρέπει συντάσσονται με τις συστημικές επιλογές που σημαίνει λιγότερα χρήματα για αυτούς και περισσότερα για τους επενδυτές. Η ανεργία έχει φθάσει σε πρωτοφανή επίπεδα για την Γαλλία, έχοντας ξεπεράσει το 9% , ενώ η κοινωνική πρόνοια έχει πάρει την κατιούσα.

Εν ολίγοις, ο Σαρλ Ντε Γκoλ, παρά τον αυταρχισμό του, προσπάθησε να υπερασπιστεί το γαλλικό έθνος, αν και γνώρισε ότι οι ρωγμές στο κοινωνικό οικοδόμημα είχαν ήδη να εμφανίζονται περίπου είκοσι χρόνια μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο. Σε αντίθεση ο σημερινός πρόεδρος  προσπασθεί να τις μερεμετίσει τις ρωγμές ώστε να μην φαίνονται, ενώ την ίδια στιγμή σκάβει  κάτω και από τους υπόνομους του Παρισιού.