Του Δημοσθένη. Δ. Δημόπουλου*

Η επικράτηση του Βλαντίμιρ Πούτιν στις Ρωσικές Προεδρικές εκλογές της Κυριακής θεωρείται δεδομένη, αφού δεν υπάρχει καμία σημαντική εναλλακτική πρόταση από τον χώρο της αντιπολίτευσης. Ακόμα και ο, ιδιαίτερα αγαπητός από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, Αλεξέι Ναβάλνι δεν έχει δείξει δείγματα πως μπορεί να διατυπώσει έναν ουσιαστικό αντιπολιτευτικό λόγο ή να συσπειρώσει όσους εναντιώνονται στον, επί δεκαοχτώ συναπτά έτη απόλυτο κυρίαρχο της Ρωσικής πολιτικής σκηνής, Βλαντίμιρ Πούτιν.

Συγκεκριμένα, ο Ναβάλνι κατά την προσπάθεια του να εκλεγεί Δήμαρχος της Μόσχας στις δημοτικές εκλογές του 2013, συγκέντρωσε μόλις το 27% της λαϊκής ψήφου, ποσοστό το οποίο είναι ιδιαίτερα μικρό αν αναλογιστεί κανείς ότι η αποχή άγγιξε σχεδόν το 68%.

Η αποχή, είναι ο μοναδικός αντίπαλος του Ρώσου Προέδρου, σε αυτή την τυπική εκλογική αναμέτρηση, καθώς υψηλά ποσοστά συμμετοχής θα του δώσουν μια ισχυρή νομιμοποίηση, θα λειτουργήσουν δηλαδή ως ψήφος εμπιστοσύνης και υποστήριξης στο πρόσωπο του.

Εξετάζοντας το πως ένας πρώην Αντισυνταγματάρχης της KGB, κατάφερε να καταστεί ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της Ρωσίας και να κατατάσσεται ανάμεσα στους ισχυρότερους ανθρώπους στον κόσμο τα τελευταία δεκαοχτώ χρόνια, είναι αδύνατο να μην εντοπίσει κανείς εντονότατες ομοιότητες με τις διαδρομές, αλλά και τον τρόπο δράσης άλλων ηγετών υβριδικών καθεστώτων ή αλλιώς ανελεύθερων δημοκρατιών, όπως του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν, των πρώην και νυν Προέδρων της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες και Νικολάς Μαδούρο, πάντα τηρουμένων των αναλογιών και λαμβάνοντας υπόψιν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αλλά και τα πολιτικά, κοινωνικά και ιστορικά υπόβαθρα της κάθε χώρας.

Ακόμα, ομοιότητες σε πληθώρα σημείων εντοπίζονται και με ηγέτες απολυταρχικών καθεστώτων, όπως ο Κινέζος Πρόεδρος Σι Τσινπίνγκ.

Ο Ρώσος Πρόεδρος, όπως και οι άλλοι οι ηγέτες τέτοιων καθεστώτων, καλλιεργούν το προφίλ του απλού ανθρώπου,  κοντά στο λαό, με έντονο αίσθημα δικαιοσύνης, ενάντια στο κατεστημένο -χαρακτηριστικές είναι οι πολύωρες συνεντεύξεις που παραθέτει ο Πρόεδρος Πούτιν, όπου πολίτες από όλοι την χώρα του θέτουν ζωντανά ερωτήσεις και του αναφέρουν προβλήματα ανά την ρωσική επικράτεια, πεπεισμένοι πως μονάχα αυτός μπορεί να τα επιλύσει.

Μοναδικός σκοπός των ηγετών αυτών φέρεται να είναι το συμφέρον της χώρας τους —χαρακτηριστική είναι η χρήση μιας μανιχαϊστικής θεώρησης των πραγμάτων, δηλαδή μιας αέναης μάχης μεταξύ φωτός και σκότους, όπου φυσικά αυτοί και η εκάστοτε χώρα εκπροσωπούν το καλό και μάχονται κατά της κακής Δύσης και των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης.

Η κινητοποίηση του θρησκευτικού και πατριωτικού αισθήματος, καθώς και η εμπέδωση μια ιστορικής και ηθικής ανωτερότητας του λαού και της χώρας τους, αποτελούν τα βασικότερα στοιχεία της ρητορικής τους. Βασικός λόγος για την κυριαρχία τους, ιδιαίτερα όσο η οικονομία αναπτύσσεται, είναι το γεγονός ότι οι ίδιοι ανήλθαν στην εξουσία ύστερα από μια περίοδο εντονότατης κρίσης —οικονομικής και πολιτικής— και έφεραν σταθερότητα, ηρεμία και σχετική ευημερία στις ζωές των πολιτών.

Με την άνοδο του στην εξουσία τον Αύγουστο του 1999, ο τότε Πρωθυπουργός και λίγους μήνες αργότερα Υπηρεσιακός Πρόεδρος και μετέπειτα εκλεγμένος Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αναλάμβανε τα ινία μιας χώρας χρεοκοπημένης, μαστιζόμενης από την διαφθορά και την ανομία, έρμαιο στις ορέξεις των πανίσχυρων ολιγαρχών, απομονωμένης διεθνώς και σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Ισλαμιστές της Τσετσενίας.

Πρώτο μέλημα του Βλάντιμιρ Πούτιν αποτέλεσε η βελτίωση των διεθνών σχέσεων της χώρας, η  αποφυγή των συγκρούσεων και των αντιπαραθέσεων με το διεθνές κατεστημένο και μάλιστα έλαβαν χώρα προσπάθειες εμβάθυνσης των σχέσεων της Ρωσίας με τα διεθνή και περιφερειακά θεσμικά όργανα.

Χαρακτηριστικά για την Ρωσία του Πούτιν στις αρχές του 21ου αι., είχαμε την βελτίωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και τις χώρες της ΕΕ (ιδιαίτερα της Δυτικής Ευρώπης, βλ. Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία), την συνεργασία και συμμετοχή στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, μια -έστω και προσωρινή- στενότερη θεσμική συνεργασία με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ και την ένταξη στον Παγκόσμιο Οργανισμού Εμπορίου.

Η στόχευση αυτής της διεθνούς εξωστρέφειας και επαναπροσέγγισης είναι πολλαπλή και πολυδιάστατη, πιο συγκεκριμένα:

  1. Η διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
  2. Η εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων και η αύξηση του εμπορίου, με σκοπό την ενίσχυση της πρόσφατα χρεοκοπημένης οικονομίας (1998).
  3. Η στήριξη κατά την αντιμετώπιση των αντιπάλων στο εσωτερικό, αρχικά με τους ισλαμιστές αντάρτες στην Τσετσενία και στην συνέχεια στην χαλιναγώγηση και περιθωριοποίηση των Ρώσων Ολιγαρχών και των πολιτικών του αντιπάλων.
  4. Η ενίσχυση του προφίλ και του κύρους της χώρας σε διεθνές επίπεδο -χαρακτηριστικά κατά την διπλωματική κρίση, μεταξύ των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων σύμμαχών της, πριν την εισβολή στο Ιράκ, όλοι προσέβλεπαν στον Βλ. Πούτιν, και κατ’ επέκταση στην Ρωσία, να μεταπείσουν τον Αμερικάνο Πρόεδρο Μπους.

Παράλληλα με την διεθνή εξωστρέφεια της πρώτης περιόδου, βασικός στόχος του Βλαντίμιρ Πούτιν ήταν ο έλεγχος, η θωράκιση και η ενίσχυση της οικονομίας για τρεις κύριους λόγους:

  1. Τον προσεταιρισμό της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού -μέσα από την εισοδηματική ενίσχυση, αλλά και τις κοινωνικές παροχές- και την σταδιακή δημιουργία ενός προσωποπαγούς καθεστώτος.
  2. Την δημιουργία μιας νέας οικονομικής ελίτ, πιστής στο νέο καθεστώς (δλδ, στον ίδιο τον Πούτιν), η οποία θα ελέγχεται πλήρως και θα στηρίξει οικονομικά και πολιτικά την σύγκρουση με τους εσωτερικούς εχθρούς και την παλαιά ελίτ (μέσω χρηματοδότησης, αγοράς μέσων μαζικής ενημέρωσης κ.ά.), αλλά και την μελλοντική αυτονόμηση της χώρας στη διεθνή σφαίρα,
  3. Την ισχυροποίηση των συντελεστών ισχύος της χώρας για την προαναφερθείσα ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική.

Το επόμενο στάδιο αποτελείται από την σύγκρουση με τους εσωτερικούς αντιπάλους, είτε αυτοί είναι ολιγάρχες που δεν αποδέχθηκαν την κυριαρχία του Κρεμλίνου (όπως, Μπερεζόφσκι και Χοντορκόφσκι), είτε πολιτικοί αντίπαλοι (όπως, Νεμτσόφ, Κασπάροφ, Ναβάνλι), και την ανάληψη πλήρους ελέγχου της χώρας σε κάθε θεσμικό επίπεδο όπου δεν ελέγχονταν ήδη (δικαιοσύνη, στρατό, αστυνομία, μυστικές υπηρεσίες κ.ά.).

Εν απουσία άλλων εσωτερικών αντιπάλων, ο επόμενος εχθρός, προκειμένου να συσπειρωθεί η κοινωνία γύρω από το καθεστώς, είναι ο εξωτερικός που επιβουλεύεται, εποφθαλμιά και συνωμοτεί κατά της χώρας και του καθεστώτος.

Βέβαια, στην περίπτωση της Ρωσίας -δεδομένης της γεωγραφικής της θέσης, του ιστορικού παρελθόντος της, των παγκόσμιας εμβέλειας συμφερόντων της, αλλά και της σημαντικότατης στρατιωτικής ισχύος της- οι εξωτερικοί εχθροί είναι υπαρκτοί σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό, από αυτούς που επικαλούνται οι ηγέτες άλλων υβριδικών καθεστώτων.

Η αναμενόμενη επανεκλογή του 65χρονου Βλαντίμιρ Πούτιν για μια τέταρτη, και ίσως τελευταία, θητεία στον Προεδρικό θώκο της Ρωσίας δεν πρόκειται να προκαλέσει τριγμούς ή αναταραχές στην διεθνή σκακιέρα, όπως συνέβη με την εκλογή Τραμπ.

Παρόλα αυτά, ο Πρόεδρος Πούτιν θα κληθεί να αντιμετωπίσει δύο σημαντικά ζητήματα τα οποία πολύ πιθανόν, στο τέλος της σχεδόν εικοσιπενταετούς παντοδυναμίας στην Ρωσική πολιτική σκηνή, να κρίνουν την πολιτική του κληρονομιά.

Το πρώτο ζήτημα είναι η πορεία της ρωσικής οικονομίας που ακόμα βασίζεται στην εξαγωγή υδρογονανθράκων και πρώτων υλών και έχει την ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών που θα καταφέρουν να διαφοροποιήσουν την οικονομία και να περιορίσουν τα φαινόμενα διαφθοράς.

Το δεύτερο ζήτημα είναι η ανεύρεση ενός διαδόχου που θα είναι αποδεκτός από την -πιστή ναι μεν στον ίδιο τον Πούτιν, αλλά ιδιαίτερα ισχυρή- ρωσική ελίτ, ο οποίος θα μπορεί να ηγηθεί της χώρας σε μια περίοδο, ενδεχομένως, μεγαλύτερης διεθνούς αβεβαιότητας από ότι σήμερα.

 

*Διεθνολόγος-Γεωπολιτικός Αναλυτής,                                                                    Συντονιστής Ερευνητικής Ομάδας Εξωτερικής Πολιτικής, Άμυνας & Ασφάλειας, Τομέας Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης, Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων ( Ι.ΔΙ.Σ)