Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Το αφιέρωμα μνήμης στον Πρίμο Λέβι (1919-1987) συνέπεσε με το εβραϊκό Πάσχα. Ο Ιταλοεβραίος συγγραφέας δεν ανήκε στους πιστούς του μονοθεϊστικού δόγματος, γιαυτό η εμπειρία του από την κράτησή του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, δεν ετεροκαθορίζεται από την πίστη και την λύτρωση με γνώμονα το θρησκευτικό πρόταγμα. Η ερμηνεία του ανθρωπολογική, δεν αναζητά δεκανίκια στους ψαλμούς του βασιλιά Δαυΐδ, αλλά στρέφεται στο εννοιολογικό οπλοστάσιο της επιστήμης.

Στην  διαμορφωμένη λειτουργικά και αιθσητικά αίθουσα, κάτω και μέσα στον Πύργο Βιβλίων, ήταν σαν να έμπαινες στην κοιλιά μιάς φάλαινας, ενώ στους υπαίθριους χώρους, τα ποτά και οι καφέδες, ήταν τα σημεία συνάντησης ανθρώπων όλων των ηλικιών. Εκεί μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι τού «κήτους» στο ‘Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, όλες οι θέσεις ήταν πιασμένες. Καμμιά και κανένας δεν θορυβούσε, όλες και όλοι ήταν προσηλωμένοι στον λόγο του προέδρου του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Σταύρου Ζουμπουλάκη («Πως έζησαν αυτοί που σώθηκαν») και του δημοσιογράφου-συγγραφέα Θανάση Γιαλκέτση («Η μαρτυρία ενός δίκαιου»).

                             Ούτε συγχώρεση, ούτε εκδίκηση, αλλά δικαιοσύνη

Οι δύο ομιλητές, γνώστες του προσώπου και του έργου του, κατάφεραν εναργώς να παρουσιάσουν τη σκέψη του Πρίμο Λέβι, επικεντρώνοντας τις εισηγήσεις τους κυρίως σε δύο βιβλία του αυτοκτόνου μάρτυρα του ‘Αουσβιτς. Στα «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» και «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν»-κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ‘Αγρα σε μετάφραση Χαράς Σαρλικιώτη.  Εκατό χρόνια φέτος γιορτάζουμε από την γέννηση αυτού του μεγάλου ευγενικού, αξιοπρεπούς και δίκαιου διανοητή, ο οποίος ζητούσε ούτε  συγχώρεση, ούτε να εκδίκηση, αλλά δικαιοσύνη. Η συγχώρεση είναι έκκεντρη της προσωπικής επιλογής, ενώ το έγκλημα υπερβαίνει την περιοχή του ιδιωτικού.

Τα εγκλήματα αγκαλιάζουν τη σφαίρα του κοινωνικού, εξου και δεν μπορούν να καθαριστούν από μία ψυχολογικού τύπου αντιμετώπιση. Ο Πρίβο Λέβι απεκδύεται την εκδίκηση, γιατί θεωρεί ότι προσθέτει μία νέα σε μια προηγούμενη βιαιότητα. «Η βία», σημειώνει, «γεννά μονάχα βία, σαν την ταλάντωση ενός εκκρεμούς που με τον καιρό μεγαλώνει αντί να εξασθενεί».

                         Η γκρίζα ζώνη: ούτε άγγελοι ούτε δαίμονες

‘Ομως κεντρικό σημείο του έργου του και που διαπερνά το μεγαλύτερο μέρος του «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν», είναι το κεφάλαιο «Η γκρίζα ζώνη». Με τον όρο αυτό ο  εισηγητής του όρου περιγραφεί αυτούς που δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ούτε ακριβώς κρατούμενοι ούτε ακριβώς φύλακες.

«Στο λάγκερ […]», σημειώνει ο Τσβετάν Τοντόροφ («Μνήμη του κακού, πειρασμός του καλού»), οι ανώτεροι φύλακες οι Ες-Ες […] στηρίζονται στη βοήθεια πολλών κρατουμένων που αποσπώνται από τη μάζα, τους οποίους ωστόσο κρατούν ταυτόχρονα σε πολύ χαμηλότερη θέση από τον εαυτό τους: είναι οι ονομαζόμενοι kapos, τους οποίους στρατολογούν συνήθως ανάμεσα στους ποινικούς κρατούμενους, στο τεχνικό ή ιατρικό προσωπικό, στους ειδικευμένους ή επιφορτισμένους με ειδικές εργασίες εργάτες». Μία τέτοια περίπτωση ήταν και του ίδιου του Λέβι, ο οποίος εργαζόταν ως χημικός και όχι ως ανειδίκευτος εργάτης.

Σ’ αυτό το σημείο, ο λόγος ανήκει στον Θανάση Γιαλκέτση, ο οποίος αποτιμά  την κατάθεση του Πρίμο Λέβι: «Αυτό που κυριαρχεί στην αφήγησή του είναι η θέληση να κατανοήσει. Να κατανοήσει και όχι να δικαιολογήσει. Δεν υιοθετεί επομένως ούτε τη στάση του θύματος που μεμψιμοιρεί και ελεεινολογεί τη μοίρα, ούτε εκείνη τυ αυστηρού και άκαμπτου δικαστή που κρίνει και καταδικάζει ή του οργισμένου εκδικητή που θέλει να ανταποδώσει το πλήγμα. Αυτό που τον ενδιαφέρει πρωτίστως είναι να κατανοήσει τι έγινε, πώς έγινε δυνατό τόσες πολλές ανθρώπινες υπάρξεις μα συνεργήσουν για την εξόντωση εκατομμυρίων θυμάτων. Και προσπαθεί να οδηγήσει και μας, τους αναγνώστες του, ως το χείλος εκείνης της αβύσσου-της οποίας κανείς ακόμα δεν έχει κατορθώσει να βυθομετρήσει τα βάθη-, για να μας βοηθήσει να κοιτάξουμε μέσα».

                              Ανθρώπινος, απλώς ανθρώπινος

Από τον «Αιώνα του Πρίμο Λέβι», -πάλι με την υπογραφή του Τσβετάν Τοντόροφ, όπου παραπάνω-, αναγιγνώσκουμε ένα ψυχογράφημα της μοναδικής περίπτωσης του: «[…]Δεν φωνασκεί, αλλά μιλάει χαμηλόφωνα[…], ζυγίζει τα υπέρ και τα κατά, υπενθυμίζει τις εξαιρέσεις, αναζητά τους λόγους των δικών του αντιδράσεων. Δεν προτείνει εκκωφαντικές εξηγήσεις για τα γεγονότα του παρελθόντος ούτε και υιοθετεί κάποιον προφητικό τόνο επικαλούμενος τα ιερά και τα όσια’ απέναντι στα άκρα, ξέρει να παραμένει ανθρώπινος, απλώς ανθρώπινος. Κι όταν μιλάει για το κακό, την πηγή της προσβολής, δεν το κάνει για να το περιγράψει κουνώντας το δάχτυλο και κατηγορώντας τους άλλους, αλλά για να ερευνήσει με ακόμη μεγαλύτερη προσοχή, ακόμη πιό σκληρά, τον ίδιο του τον εαυτό».