Γράφει η Δανάη Τανίδου*

Η καμπάνα χτυπούσε χαρμόσυνα από το πρωί. Ο κόσμος φορώντας τα καλά του άρχισε να συρρέει στην εκκλησία που γέμιζε ασφυχτικά. Πολλοί δε χωρούσαν πια να μπουν μέσα και κάθονταν στη σκιά έξω στα πεζούλια της αυλής ακούγοντας την λειτουργία από τα μεγάφωνα.

Η ησυχία μέσα στον ναό ήταν κατανυκτική. Μόνο κάτι παιδιά μην αντέχοντας αυτήν την ησυχία άρχιζαν να τρέχουν για να βγουν έξω στο προαύλιο του ναού και να παίξουν μέχρι να τελειώσει και να φύγουν με τους μεγάλους. Δεν έτρεχαν βέβαια όλα τα παιδιά. Τα παππαδάκια από μέρες είχαν αποφασίσει ποια θα κρατήσουν τα εξαπτέρυγα τούτη τη μέρα και σαν ακίνητοι, πιστοί φρουροί ακολουθούσαν τις οδηγίες του παπά. Για το μπαχτσίσι, τον άρτο και την αίγλη γίνονταν όλα και άξιζε αυτή η στιγμή της απόλυτης σοβαρότητας.

Όταν η λειτουργία τελείωνε η κατανυκτική σιωπή έδινε τη σκυτάλη σε μια χαρούμενη βουή. Ζεστές αγκαλιές, χαμογελαστά πρόσωπα, ευχές εγκάρδιες ταξίδευαν από στόμα σε στόμα. «Χρόνια πολλά!», «Να τους χαίρεσαι!», «Να σε χαίρονται!», «Με το καλό και του χρόνου!» και το καλοντυμένο πλήθος ξεχύνονταν σε όλο το χωριό. Τα καφενεία, οι αυλές γέμιζαν παρέες που έπιναν αυτόν τον σημαντικό καφέ του καλοκαιριού που τους επέτρεπε το ανάλογο κους κους με εσάνς κουτσομπολιού αφού το υλικό που είχαν μαζέψει στις «αποσκευές» τους από την εκκλησία ήταν πολύ.

Η δική μου γιαγιά επέστρεφε από την εκκλησία φορώντας τις μικρές μαύρες πέρλες στα αυτιά της με το μονόσειρο κολιέ από μαύρες πέρλες επίσης και την λεπτεπίλεπτη καρφίτσα της στο πέτο. Άφηνε το αντίδωρο στο τραπέζι και μας ευχόταν «Χρόνια πολλά!». Τον καφέ εμείς τον πίναμε στο μπαλκόνι μια και η γιαγιά απεχθανόταν μετά βδελυγμίας ό,τι το κουτσομπολίστικο και φασαριόζικο. Ύστερα βάζαμε και εμείς τα καλά μας και πηγαίναμε οικογενειακώς στη μοναδική έξοδο που έκανε η γιαγιά τον χρόνο. Δεν γιόρταζε τότε αλλά για εκείνην ο Δεκαπενταύγουστος έμοιαζε να είναι η προσωπική της Πρωτοχρονιά.

Φτάναμε στην ταβέρνα, καθόμασταν για φρέσκο ψαράκι και τότε άρχιζε αυτό που στα παιδικά μου μάτια έμοιαζε συγκλονιστικό. Άπειρος κόσμος ερχόταν στο τραπέζι μας για να χαιρετήσει τη γιαγιά μου με μεγάλο δέος, ευγένεια και συγκίνηση. Η γιαγιά μου μου φάνταζε σα σούπερ ηρωίδα που είχε κάνει κάτι φοβερά σπουδαίο για να της συμπεριφέρονται όλοι έτσι. (Η αλήθεια είναι ότι είχε κάνει πολλά σπουδαία αλλά τότε ήμουν πολύ μικρή για να ξέρω.) Σε κάθε άνθρωπο που ερχόταν να την χαιρετήσει με έδειχνε και έλεγε «Αυτή είναι η εγγόνα μου!» και εγώ ψήλωνα πόντους.

Κάποια στιγμή όλο και κάποιος έπαιρνε την καρέκλα του και ερχόταν να κάτσει στο δικό μας τραπέζι. Τότε ξεδιπλώνονταν μπροστά μου ιστορίες υπέροχες από άλλες εποχές. Εποχές δύσκολες, άγριες αλλά όλες οι ιστορίες που είχαν να θυμηθούν κατέληγαν σε φάρσες, κωμικά ευτράπελα και ατελείωτα νευρικά γέλια. Μόλις έτρωγα την τελευταία μου μπουκιά, ακούγοντας τις υπέροχες ιστορίες η γιαγιά μου έλεγε «Μέρα που είναι σήμερα άντε να διαλέξεις να σε κεράσω ένα παγωτό!». Έτρεχα σφαίρα στο ψυγείο με τα παγωτά που κάθε καλοκαίρι άλλαζε από Algida σε ΕΒΓΑ και σε ΔΕΛΤΑ και διάλεγα ή το πιο μεγάλο ή αυτό που είχε παιχνίδι. Το παγωτό εκείνης της μέρας ήταν το πιο νόστιμο παγωτό της ζωής μου.

Ύστερα παίρναμε τον δρόμο για το σπίτι για να ξεκουραστούμε λίγο και να αρχίσουμε το απόγευμα τα τηλέφωνα και τις επισκέψεις για τις ευχές! Περπατώντας για το σπίτι περνούσαμε από έναν τεράστιο δυόσμο που έκανε τον τόπο να μοσκοβολά. Μέχρι και τώρα ο δυόσμος για μένα είναι ο Δεκαπενταύγουστος!

Τώρα πια η γιαγιά «έφυγε». Το δικό της «φευγιό» ακολούθησαν και πολλοί άλλοι και μαζί με όλους αυτούς άρχισαν να ξεθωριάζουν όλες εκείνες οι εποχές της παλιάς Λήμνου. Της δεκαπενταυγουστιάτικης Λήμνου που μοσχοβόλαγε θυμίσεις από πολύ παλιούς καιρούς.

Η καμπάνα ευτυχώς συνεχίζει να χτυπάει κάθε 15 του Αυγούστου και στον ήχο επάνω ζεσταίνεται η καρδιά μου γιατί πλημυρίζουν οι αναμνήσεις και βαθαίνουν τις ρίζες μου σε τούτον τον τόπο. Γιατί οι αναμνήσεις μας είναι οι ρίζες μας.

Και όπως λένε στο χωριό μου
«Καλή Παναγιά και καλή αντάμωση!»

* Θεατρολόγος – εκπαιδευτικός