Οι διάσημες αρχαϊκές κόρες, αυτές οι κούκλες της αρχαίας ελληνικής πλαστικής και η ταυτότητά τους παρουσιάζεται εξαντλητικά σε ένα θηριώδη τόμο που μόλις εκδόθηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αγρα και παρουσιάστηκε στο Μουσείο της Ακρόπολης. Πρόκειται για την ερευνητική εργασία της αρχαιολόγου δρος Κατερίνας Καρακάση που πρώτη εδώ και κάμποσα χρόνια τόλμησε να εξετάσει το τι ακριβώς απεικονίζουν οι μαρμάρινες αυτές κορασίδες, υποστηρίζοντας πως  αποτελούν πορτραίτα υπαρκτών κοριτσιών.

Από την διεξοδική μελέτη της μαθαίνουμε, πως οι αρχαιότερες κόρες δεν ήταν οι πολύ γνωστές αριστοκράτισσες των Αθηνών, αλλά οι αφιερωμένες στο Ηραίο Σάμου. Οι σαμιακές κόρες κάνουν την εμφάνισή τους ήδη από τον 7ο αι. π.Χ., ενώ οι δεκατέσσερις κόρες που βρέθηκαν στις 24 Ιανουαρίου του 1886 παρουσία του βασιλιά Γεωργίου του Α΄κοντά στο Ερέχθειο,  είναι εκατό χρόνια νεώτερες (6ου αι. π.Χ.). Το περίεργο είναι ότι καμία κόρη της Σάμου δεν βρέθηκε ακέραια. Σε όλες λείπουν τα κεφάλια.  

Από την εξέταση των αρχαϊκών γλυπτών γίνεται σαφές ότι οι κόρες προηγούνται της εμφάνισης των κούρων που είναι επίσης εντυπωσιακοί, ιδίως οι υπερφυσικοί. Στη Σάμο οι κούροι εμφανίζονται γύρω στα 600 π.Χ. όπως και στην Αττική. Οι αναθηματικοί και επιτήμβιοι κούροι της Αττικής παρουσιάζονται  τα δέκα χρόνια νωρίτερα από τις κόρες.

«Οι κόρες αφιερώνονται σχεδόν  αποκλειστικά σε γυναικείες θεότητες, ιδίως σε εκείνες που θεωρούνται προστάτιδες του γάμου, της γονιμότητας, της ανάπτυξης και της ευημερίας της πόλης. Ετσι, οι κόρες αφιερώνονταν κυρίως στις θεές Αθηνά, Ηρα, Αρτεμη και αφροδίτη, καθώς επίσης και σε θεότητες της φύσης, όπως στη Δήμητρα και στις Νύμφες». Τα σύμβολα που κρατούν στα χέρια τους δεν βοηθούν για τον προσδιορισμό των θεοτήτων.

Οι καλλιτέχνες επέλεγαν ντόπιο μάρμαρο για την κατασκευή τους και έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης για την δεξιοτεχνία τους. Ο αριθμός των γλυπτών–αναθέσεων κάθε εποχής συσχετίζεται με την πολιτική κατάσταση που επικρατεί. Για πράδειγμα όπου οι τύραννοι είχαν επικρατήσει και είχαν εδραιώσει τη θέση τους, επεδίωκαν να μειώσουν την επιρροή των ευγενών και να τους απομακρύνουν από τις αναθέσεις στα μεγάλα θρησκευτικά κέντρα.  Οταν ο Πεισίστρατος  έκανε τις πρώτες απόπειρες επιβολής της εξουσίας του στην Αθήνα, υπήρχαν έξι αναθηματικές κόρες στην Ακρόπολη. Από τότε που εδραίωσε την τυραννίδα του μειώθηκε ο αριθμός των αναθηματικών κορών στην Ακρόπολη και μετά το θάνατό του αυξήθηκε (527 π.Χ.).  Οι δύο πρώτες αναθηματικές κόρες στην Αττική συμπίπτουν χρονικά με την ίδρυση των Μεγάλων Παναθηναίων, αναφέρει η κα Καρακάση. Οι επιτήμβιες κόρες είχαν ξεκινήσει νωρίτερα (από το 590 π.Χ.)  όπως και οι επιτήμβιοι κούροι (600 π.Χ.).  

Οι κόρες απεικονίζονται φορώντας πλούσια κοσμήματα και ενδύματα, όπως και περίτεχνες κομμώσεις. Η εικόνα αυτή συμπίπτει με τις περιγραφές νεαρών γυναικών στις γραπτές πηγές της αρχαϊκής εποχής. «Ετσι, έχει γίνει σαφές ότι οι κόρες πρέπει να ερμηνευτούν ως απεικονίσεις πραγματικών προσώπων» υποστηρίζει η κα Καρακάση και προσθέτει πως «υπέρ αυτής της ερμηνείας συνηγορούν και οι επιγραφές οι οποίες αναφέρονται ονομαστικά στις κόρες: είτε ως μέλη μιας οικογενείας, στην  περίπτωση του Ηραίου Σάμου, είτε ως κοπέλες που πέθαναν και ενταφιάστηκαν στις νεκροπόλεις της Αττικής».

Ο Αγγελος Δεληβοριάς θεωρεί πως με το έργο αυτό  η κα Καρακάση αφενός «επανεξετάζει και εμπλουτίζει τον κατάλογο των σωζόμενων κορών» και αφετέρου «κάνει μια νέα προσέγγιση στις προηγούμενες εργασίες που έχουν γίνει σε αυτό τον τύπο του αγάλματος και επιμένουν στον έλεγχο των πραγματικών δεδομένων που μας παρέχουν τα ίδια τα έργα». Συνεπώς, «αποτελεί νέα αφετηρία για την επανεκτίτηση των αρχαϊκών κορών και προτείνει  νέα θεώρηση στην έρευνα».

Ενθουσιασμένη με το βιβλίο που γνωρίζει ήδη από την πρώτη γερμανική του έκδοση, δηλώνει και η καθηγήτρια Αρχαιολογίας Γεωργία Κοκκορού-Αλευρά επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι η έκδοση είναι αισθητικά αντάξια των γλυπτών που πραγματεύεται.

Στην πρώτη έκδοση του βιβλίου το 2002-2003 ο καθηγητής Βάσος Καραγιώργης είχε προειδοποιήσει πάντως την συγγραφέα «μην περιμένεις να σε συγχαρούν ειλικρινά πολλοί Ελληνες αρχαιολόγοι[…]». Η κατάμεστη αίθουσα του αμφιθεάτρου του Μουσείου της Ακρόπολης με πολλούς γνωστούς Ελληνες αρχαιολόγους ευτυχώς τον διέψευσε.