Toυ Κώστα Καρτάλη

«Η ιστορία των Χαλκιάδων είναι η ιστορία της πληγωμένης Ελλάδας» λέει η Άννα Στεργίου μιλώντας στο enetpress.gr.

H γνωστή δημοσιογράφος και συγγραφέας λίγες ημέρες πριν την παρουσίαση του βιβλίου της: «Τάσος Χαλκιάς: το φύσημα του θεού» από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη στην Πάτρα, στο Σπίτι του Ηπειρώτη (2 Δεκεμβρίου, 7.30 μ.μ., Μουρούζη 14-16) μιλά για όλους και για όλα και εξηγεί, γιατί το παράδειγμα του Τάσου Χαλκιά, που τα μοιρολόγια του συγκίνησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.

-Είτε λόγω οικονομικών δυσχερειών, είτε γιατί υπήρξαν «κανόνια» στην αγορά, είτε ακόμη γιατί και ο κόσμος στην Ελλάδα πια διαβάζει πολύ στο διαδίκτυο, το βιβλίο έχει μειώσει τις πωλήσεις του…

«Το βιβλίο πράγματι περνά κρίση, όπως όλα γύρω μας. Υπήρξαν κανόνια στην αγορά, υπάλληλοι στο χώρο του βιβλίου έμειναν μήνες απλήρωτοι, οι συγγραφείς ακόμη χειρότερα, η αγορά συρρικνώθηκε. Υπάρχουν πολλοί λόγοι, που η αγορά του βιβλίου είναι «σπασμένη».  Οι δημοσιογράφοι – συγγραφείς πληρώνουν φόρο επιτηδεύματος ακόμη κι αν δεν πληρώνονται από τα βιβλία τους, λες κι έχουν μεγάλες εταιρίες. Είναι τρελά πράγματα. Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλά άλλα πράγματα, δεν έχουμε πολιτική για το βιβλίο. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι  μόνο να διαβάζεις αλλά και τι διαβάζεις. Χρειάζεται κι εμείς οι Έλληνες συγγραφείς να δούμε, γιατί μένει πίσω το ελληνικό βιβλίο` γιατί ο κόσμος δεν διαβάζει` γιατί δεν υπάρχει εξωστρέφεια του ελληνικού βιβλίου».

 -Υπήρξαν και γυναίκες συγγραφείς, που πήγαν πολύ καλά κυκλοφοριακά…

«Το να γράψεις ένα βιβλίο και να το τελειώσεις είναι δύσκολο πράγμα. Θέλει κόπο,  συγκέντρωση,  αφοσίωση, χρόνο. Ακόμη και μία σαπουνόπερα να γράψεις, προφανώς έχει τις δυσκολίες της. Αλλά είναι ζόρικο να πολεμάς την παραλογοτεχνία, γιατί είναι  πιο εύπεπτη στον κόσμο. Δεν προβληματίζει. Το καλό βιβλίο  προάγει την ελληνική γλώσσα, που είναι ό,τι ωραιότερο κρατήσαμε από τους προγόνους μας. Το καλό βιβλίο ανοίγει ορίζοντες, προάγει πολιτισμό` είναι παράθυρο στον κόσμο, παράγει νοήμονες πολίτες. Οδηγεί σε νέα μονοπάτια τη σκέψη μας` προάγει τα καλά συναισθήματα των ανθρώπων. Η παραλογοτεχνία πουλά, όπως πουλά, ένα τραγούδι του εξαμήνου. Βέβαια υπάρχουν στιγμές, που ο άλλος δεν έχει όρεξη να διαβάσει κάτι σοβαρό. Δεν μπορείς να του το στερήσεις` αλλά χρειάζεται να βρίσκει και στις προθήκες το καλό βιβλίο, χωρίς ν΄ αναζητά ψύλλους στα άχυρα».

-Το βιβλίο σας ο «Τάσος Χαλκιάς: το φύσημα του θεού» παραμένει διαχρονικό, αφού μέχρι σήμερα σας καλούν να το παρουσιάσετε…

Το κάλεσμα έγινε από τον Πανηπειρωτικό Σύλλογο Πατρών και τον δημοσιογράφο Αλέξη Γκλαβά και τους ευχαριστώ. Η ιστορία του Τάσου Χαλκιά είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Από μικρό παιδάκι έμεινε ορφανός, ξεπέρασε όλα τα εμπόδια και δημιούργησε με την οικογένειά του νέες γενιές καλλιτεχνών, με προεξάρχοντα το Λάκη Χαλκιά, που η κρυστάλλινη φωνή του μας ταξιδεύει μέχρι σήμερα. Η ιστορία των Χαλκιάδων είναι ιστορία της ελληνικής μουσικής και ταυτόχρονα της πληγωμένης Ελλάδας, που πέρασε από πολέμους και δικτατορίες.

-Όμως κυρίως καθόρισαν την παραδοσιακή μουσική…

«Σφράγισαν και ανέδειξαν την παραδοσιακή μουσική με το ταλέντο τους, σε εποχές δύσκολες που ο μουσικός και κυρίως, ο παραδοσιακός ήταν στο περιθώριο της κοινωνίας. Δυστυχώς, και η παραδοσιακή μουσική στη χώρα μας, συχνά κακοποιείται ή παρουσιάζεται ως μουσειακό είδος. Οι  Χαλκιάδες είχαν κοινωνικό όραμα, έδωσαν μάχη, για να έχουν οι μουσικοί, ασφάλιση. Ο Τάσος Χαλκιάς πολέμησε βοηθητικός στον ΕΛΑΣ και  ήταν φίλος με τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, που πολέμησε στον ΕΔΕΣ. Μουσική του ακούγεται σε ταινία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και σε ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου αλλά και σε ταινία στο Χόλιγουντ. Δούλεψε μαζί με τον ρεμπέτη Παπαϊωάννου. Ενθουσιάστηκαν μαζί του ο Ρίτσος και ο Θεοδωράκης. Ο Τάσος Χαλκιάς ήταν ένας σύγχρονος Οδυσσέας. Έχασε την πρώτη του οικογένεια, στο βομβαρδισμό των Ιωαννίνων, πάλεψε με τους δαίμονές του, έφυγε μετανάστης, αναγνωρίστηκε στις ΗΠΑ, από το Μπένι Γκούντμαν. Μέχρι σήμερα τον μνημονεύουν οι συνάδελφοί του, όχι μόνο για το έργο του αλλά και για την προσωπικότητά του.

-Υπό αυτήν την έννοια μιλάμε και για ένα ηθικό πρότυπο;

«Ναι. Απλά είναι δύσκολο σε συνθήκες κρίσης να μιλάς για ηθική. Παλεύεις για την επιβίωση. Το στοίχημα είναι να μη χάσεις την ανθρωπιά σου και να κάνεις τις λιγότερες δυνατές εκπτώσεις. Πόσο ηθικός  να είσαι, αν ήρθες ως μετανάστης και δεν έχεις να φας ή είσαι Έλληνας και σου παίρνουν το σπίτι; Σε συνθήκες κρίσης όλοι δοκιμαζόμαστε. Ο νόμος του ισχυρού, υπερισχύει σε συνθήκες εργασιακής ζούγκλας. Κυριαρχούν τα ένστικτα όχι η λογική. Η κρίση βέβαια πάντα βγάζει στη φόρα και την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά αλλά και τη βαρβαρότητα, που μπορεί να συνυπάρχουν και στον ίδιο άνθρωπο. Γκρίζες ζώνες, που συχνά συνυπάρχουν.

 -Να υποθέσω ότι εμμέσως αναφέρεστε και στην υπόθεση της «Ελευθεροτυπίας»

«Η υπόθεση της Ελευθεροτυπίας ήταν σοκ για όλους τους εργαζόμενους  κι ένα ισχυρό πλήγμα για ολόκληρο τον Τύπο, που είδε απανωτά λουκέτα. Μεγάλωσα στο πιεστήριο, όπου ήταν στέλεχος  ο πατέρας μου. Η οικογένεια, οι φίλοι μου και το βιβλίο για τον Τάσο Χαλκιά, που γράφτηκε με πολύ κόπο με βοήθησαν, να σταθώ όρθια και να μην παραιτηθώ. Η ελληνική νομοθεσία είναι δαιδαλώδης και ο εργαζόμενος μοιάζει ακατόρθωτο να βρει το δίκιό του.  Είμαι εκ φύσεως αισιόδοξος άνθρωπος, όμως φτάνει η στιγμή, που οι ανθρώπινες αντοχές είναι περιορισμένες, όταν δεν έχεις να πληρώσεις τις υποχρεώσεις σου. Συμπάσχω με κάθε άνθρωπο, που βιώνει το πρόβλημα της ανεργίας ή της απληρωσιάς, που, στα χρόνια της κρίσης, έγινε καθεστώς. Η ανεργία, η απληρωσιά, η υποαπασχόληση μπορούν να σε κάνουν, να τρελαθείς. Και το πολιτικό σύστημα δεν εννοεί να καταλάβει ότι και μία ημέρα για έναν άνεργο, μπορεί να μοιάζει μία αιωνιότητα.

 -Σήμερα όμως κάνετε κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ. Ο πολύς κόσμος απαξιώνει την πολιτική και τους πολιτικούς.

«Μ’ αρέσει το κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ. Έχει πάντα ενδιαφέρον και συναδέλφους, που είναι εξαιρετικοί επαγγελματίες. Η εφημερίδα «Ύπαιθρος Χώρα», όπου εργάζομαι είναι αγροτική και καινοτόμησε φέρνοντας τον αγρότη, πιο κοντά στη Βουλή. Ωστόσο, θεωρώ ότι είναι λάθος να βάζουμε όλους τους πολιτικούς στο ίδιο τσουβάλι. Όποιος κάνει κάτι ή δεν κάνει κάτι, έχει ονοματεπώνυμο. Οι Έλληνες έχουμε το μικρόβιο της πολιτικής. Απαξιώνουμε τους βουλευτές, ενώ ενδόμυχα μπορεί να θέλαμε να ήμασταν στη θέση τους. Μέσα στην κρίση έκοψαν κι αυτοί τις απολαβές τους. Βεβαίως δεν είναι το ίδιο, να κόψεις από έναν συνταξιούχο σε σχέση μ΄ έναν βουλευτή. Προσωπικά δεν θέλω κακοπληρωμένο τον βουλευτή. Θέλω να μην τα παίρνει κάτω από το τραπέζι. Μ΄ ενδιαφέρει ο υπουργός να δίνει λύσεις σε πραγματικά προβλήματα, να εκσυγχρονίζει τη νομοθεσία και κυρίως να μη με παραμυθιάζει».

 -Θεωρείτε πως πέφτουμε στην παγίδα του λαϊκισμού;

«Ακριβώς. Όμως, ο λαϊκισμός δεν ωφέλησε κανέναν.  Δυστυχώς, ακούγεται και στη Βουλή όποιος φωνάζει περισσότερο.  Και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, που καταστράφηκαν από τους φασίστες, επιστρέφει ο αγκυλωτός σταυρός. Είναι φρικτό. Η Ευρώπη έχει ευθύνες για τη φτώχεια στην Ελλάδα και για την άνοδο του φασισμού. Στρουθοκαμηλίζει με το πρόβλημα των μεταναστών,  ψάχνει φτηνά εργατικά χέρια και ρίχνει κροκοδείλια δάκρυα γιατί οι Ευρωπαίοι πολίτες πληρώνουν βαρύ τίμημα με τις ισλαμιστικές επιθέσεις, το Brexit και την άνοδο της ακροδεξιάς. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες οφείλουν να ξανακοιτάξουν εαυτούς στον καθρέφτη. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κινδυνεύει από τον ηγεμονισμό της Γερμανίας».

-Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν φταίει;

«Υπήρξαν συγκεκριμένοι πολιτικοί, οι οποίοι διέλυσαν τη χώρα με τις μίζες τους. Η διαφθορά  δεν έχει μόνο ελληνικό πρόσημο και ροκανίζει  όλα τα πολιτικά συστήματα. Η ελληνική πολιτεία φταίει γιατί δεν εκσυγχρόνισε εγκαίρως τη δημόσια διοίκηση, για να διαιωνίζει εαυτόν, μέσω των πελατειακών σχέσεων. Δεν ενημέρωσε τον κόσμο μέχρι που φτάνει το πάπλωμα. Δεν αξιοποίησε, όπως έπρεπε, τα κοινοτικά κονδύλια. Δεν πήρε εγκαίρως αποφάσεις, για να βελτιωθούν τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, που θα έπρεπε, να βασίζονται στην παραγωγικότητα κι όχι σε χρηματιστηριακό αέρα  κοπανιστό. Κι έχουμε κι οι δημοσιογράφοι ευθύνες, για τη μακαριότητα και την ανωριμότητα, που ζούσαν οι πολίτες, λες και τα κρατικά ταμεία γεμίζουν από μόνα τους  λεφτά».

 

-Τελικά είναι εύκολο να διατηρηθεί η απόσταση ανάμεσα στον πολιτικό και το δημοσιογράφο;

«Υπάρχουν βουλευτές διαβασμένοι, συγκροτημένοι, ξέρουν  πώς να λύσουν ένα πρόβλημα νομοθετικά. Η ιδιαιτερότητα του κοινοβουλευτικού ρεπορτάζ είναι πως βλέπεις τους πολιτικούς κάθε μέρα` ζείτε στον ίδιο χώρο.  Θα τύχει να πιείτε καφέ, να φάτε… Είναι αναπόφευκτο κάποιους να τους συμπαθείς περισσότερο κι άλλους όχι. Μαθαίνεις  αν ένας βουλευτής έγινε παππούς, αν έχασε το γονιό του, αν πέρασε το παιδί του στο Πανεπιστήμιο. Την ίδια στιγμή υπάρχουν κι οι κλειστές πόρτες των υπουργείων, των κομμάτων, του Μαξίμου. Είσαι κοινωνός ειδήσεων αλλά και άνθρωπος. Και ο κόσμος, όμως, πρέπει να πιέζει για θεσμικές λύσεις. Είναι αδιανόητο να λειτουργούμε με όρους δεκαετίας του ’50, μέχρι σήμερα. Βλέπω νέα παιδιά  απογοητευμένα, να λένε «δεν ασχολούμαι με την πολιτική». Οφείλουμε να διεκδικούμε καλύτερη ποιότητα στη δημοκρατία μας κι όχι την απαξίωσή της. Η πολιτική δεν είναι μακριά μας` αφορά στην καθημερινότητά μας. Ωστόσο, κι οι πολιτικοί  νομίζουν ώρες- ώρες ότι λύνοντας ένα πρόβλημα νομοθετικά  ολοκλήρωσαν την αποστολή τους.

 -Υπάρχει κάτι άλλο στον ορίζοντα;

«Έχω τρία βιβλία έτοιμα, που περιμένουν διορθώσεις μου, στα συρτάρια. Δυστυχώς  έχω καθυστερήσει αλλά ο χρόνος μου  είναι περιορισμένος. Μ’ ενδιαφέρει να προχωρήσει το παιδικό βιβλίο, που έχω  ετοιμάσει. Τα παιδιά νομίζω θα λατρέψουν την φοβερή παρέα των Ατρόμητων και τις περιπέτειές τους στη Μαργαριτοχώρα».