Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Ο πρώην πρόεδρος της Καταλονίας Κάρλες Πουτζντεμόν, εδώ και δέκα ημέρες, κρατείται στη γερμανική πόλη Νόιμινστερ. Κι όπως όλα δείχνουν, οι γερμανικές αρχές θα νίψουν τα χείρας τους, αφού θα τον εκδώσουν στην Ισπανία, όπου και θα δικαστεί.

Επειδή τους τελευταίους μήνες, έχει ανοίξει η συζήτηση περί της ανεξαρτησίας της Καταλονίας, ανατρέξαμε σ’ ένα σύγγραμμα, το οποίο αν και γράφτηκε στα 1869, αποτελεί ακόμη σημείο βιβλιογραφικής αναφοράς: «Οι Καταλανοί εν τη Ανατολή. Οις προσετέθη και ανέκδοτός τις χρονολογία των Αθηνών υπό Επαμ. Ι. Σταματιάδου» (Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών-Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καραβία). Η ανατύπωση συνοδεύεται από ευρετήριο ονομάτων και τόπων.

Ο Επαμεινώνδας Σταματιάδης (1835–1901), Σάμιος δημοσιογράφος και λόγιος, γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, γράφει για την εισβολή των Καταλανών στον βυζαντινό και ελλαδικό χώρο σε μία αρχαΐζουσα καθαρεύουσα, που σήμερα είναι αλήθεια ότι είναι δύσκολα προσπελάσιμη.

 

Ωστόσο, αν ξεπεράσουμε το γλωσσικό πρόβλημα, θα διαπιστώσουμε ότι είναι άκρως επιστημονική, αφού δεν αποκρύπτει τις καταλανικές χρονογραφικές πηγές, κυρίως μέσω του χρονικού του Ραμόν Μουντανέ ή Μουντάνερ (αυτήν την γραφή επιλέγει ο Επ. Σταματιάδης). ‘Εζησε από το 1265 έως το 1336 και υπήρξε εκτός από χρονογράφος και ηγετικό στέλεχος της Καταλανικής Εταιρείας.

Η Εταιρεία ιδρύθηκε από τον Ροζέ ντε Φλορ -Ρογήρος ο Ανθηρός- (Roger de Flor, Rutger von Blum) γιο Γερμανού στρατιώτη και Ιταλίδας από το Μπρίντεζι. Ο Ροζέ ντε Φλορ αρχικά ήταν μέλος του τάγματος των Ναϊτών αλλά κατηγορήθηκε από αυτούς για υπεξαίρεση και, αφού διέφυγε, έφτιαξε μισθοφορικό σώμα από Καταλανούς και Αραγωνέζους (Αλμογάβαρους), προσφέροντας τις υπηρεσίες του στον βασιλιά της Σικελίας, Φρειδερίκο Β’.

Όμως , μετά την ειρήνη της Καλταμπελότα (31 Αυγούστου 1302), ο Ροζέ και οι μισθοφόροι του έμειναν χωρίς αντικείμενο, ενώ οι Ναΐτες συνέχιζαν να τον καταζητούν. Έτσι αυτός ήρθε σε συνεννόηση με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο που υπέφερε από έλλειψη αποτελεσματικού στρατού για την αντιμετώπιση της ολοένα διογκούμενης απειλής των Τούρκων στη Μικρά Ασία, ιδιαίτερα μετά την ήττα των Βυζαντινών στη μάχη του Βαφέως.

Έτσι, παρ’ όλο που το θησαυροφυλάκιο της αυτοκρατορίας δεν διέθετε τους πόρους για την πληρωμή των μισθοφόρων Καταλανών, η απελπιστική θέση του Ανδρόνικου τον ανάγκασε να έρθει σε συμφωνία μαζί τους.

Ταυτόχρονα, ο Φρειδερίκος, ικανοποιημένος που έφευγαν, τους παρείχε ναυτικά μέσα για να φτάσουν στον νέο προορισμό τους. Η Καταλανική Εταιρεία, αποπλέοντας το καλοκαίρι του 1303 από τη Σικελία, αριθμούσε, σύμφωνα με τον Καταλανό χρονογράφο της Ραμόν Μουντανέ, 1.500 ιππότες, 4.000 ελαφρά οπλισμένους πεζούς και άλλους 1.000 πεζούς στρατιώτες με τους ακολούθους τους. Ο στρατός αυτός αποτελούνταν από Καταλανούς, Αραγωνέζους, νότιους Ιταλούς και Σικελούς. Τον Σεπτέμβριο του 1303 κατέπλευσαν στην Κωνσταντινούπολη.

Ακολούθως οι Καταλανοί πέρασαν στη μικρασιατική όχθη, στρατοπεδεύοντας στην Κύζικο. Το 1304 σημείωσαν ορισμένες επιτυχίες εναντίον των Τούρκων και ο Ροζέ ντε Φλορ άρχισε να σχεδιάζει τη δημιουργία δικού του πριγκηπάτου στη Μικρά Ασία, στα πλαίσια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Όμως ταυτόχρονα οι Καταλανοί προέβησαν σε λεηλασίες και βιαιότητες σε βάρος των υπηκόων της αυτοκρατορίας, καθώς ο Ανδρόνικος αδυνατούσε να εκπληρώσει τους οικονομικούς όρους της συμφωνίας με την Εταιρεία. Κατά τον ίδιο χρόνο, αυξήθηκαν οι υποψίες των Γενοβέζων της συνοικίας του Πέραν, μέσω των οποίων επηρεάστηκε και η αυτοκρατορική αυλή, για πιθανή συμμετοχή των Καταλανών σε σχεδιαζόμενη εκστρατεία ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τον Φρειδερίκο Γ’ της Σικελίας.

Το 1305, οι Καταλανοί επέδραμαν στην περιοχή της Καλλίπολης όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί, προκειμένου να αναγκάσουν τον Ανδρόνικο να καταβάλει τους μισθούς που τους όφειλε. Ο Ανδρόνικος απένειμε στον Ροζέ ντε Φλορ τον τίτλο του Καίσαρα ο οποίος μάλιστα παντρεύτηκε Ελληνίδα, τη Μαρία. Στις 30 Απριλίου 1305, ο Ροζέ ντε Φλορ δολοφονήθηκε στο στρατόπεδο του Μιχαήλ Θ’, από Αλανούς μισθοφόρους του Ανδρόνικου.

Μετά από αυτό το γεγονός, οι Καταλανοί άρχισαν τη λεγόμενη «καταλανική εκδίκηση», με επιδρομές στη Θράκη (Μακεδονία και Θεσσαλία). Επιτέθηκαν μάλιστα και εναντίον των μοναστηριών στον Άθω, συγκεκριμένα κατά της Μονής Χιλανδαρίου.

Το γεγονός έχει καταγραφεί από τους Ραμόν Μουντανέ και Νικηφόρο Γρηγορά, τον μοναχό Σάββα τον Β’ από τη Μονή Βατοπεδίου και τον μοναχό Δανιήλ τον Β’ από τη Μονή Χιλανδαρίου. Με τη Θράκη ερημωμένη, αποφάσισαν να επιτεθούν στη Θεσσαλονίκη αλλά απέτυχαν. Την Θεσσαλονίκη υπερασπιζόταν ο Βυζαντινός δούκας και στρατηγός Χανδρηνός που απομάκρυνε τους Καταλανούς από τα εδάφη της Μακεδονίας.

Δούκας της Αθήνας και Νέων Πατρών

Ο Δούκας των Αθηνών, Γκωτιέ Ε΄ ντε Μπριέν, απέστειλε τον Ροζέ Ντελόρ, Καταλανό ιππότη στην υπηρεσία του, ζητώντας να τους προσλάβει στην υπηρεσία του με σκοπό την καθυπόταξη της Θεσσαλίας. Πράγματι, οι Καταλανοί μπήκαν στην υπηρεσία του και κατέλαβαν ορισμένα φρούρια αλλά ανέκυψαν χρηματικές διαφορές που κατέληξαν σε σύγκρουση, στη Μάχη του Αλμυρού το 1311, κατά την οποία εξολοθρεύτηκε ο στρατός του Δούκα.

Ο Πάπας τους ζήτησε να επιστρέψουν τα εδάφη που κατέλαβαν αλλά αυτοί αρνήθηκαν και έτσι το 1318 τους αφόρισε. Κατά την περίοδο που ακολούθησε, οι Καταλανοί κατέλαβαν και το Δουκάτο Νέων Πατρών (Neopatria, δηλαδή τα θεσσαλικά εδάφη που άφησε πεθαίνοντας ο Δούκας της Θεσσαλίας, δίχως να αφήσει απογόνους). Η Εταιρεία ζήτησε τελικά να υπαχθεί στην επικυριαρχία του Βασιλείου της Αραγωνίας. Μέχρι και σήμερα, ο βασιλιάς της Ισπανίας έχει τον εθιμικό τίτλο «Δούκας της Αθήνας και Νέων Πατρών».

Το Δουκάτο των Αθηνών είχε πρωτεύουσα τη Θήβα ενώ το βόρειο δουκάτο (Δουκάτο των Νεοπατρών) είχε πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη (σημ. Υπάτη). Η Καταλανική καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα του κράτους, αν και τα Λατινικά δεν έπαψαν να χρησιμοποιούνται, ενώ η νομοθεσία που καθόρισε τις σχέσεις ανάμεσα στους κατακτητές και τον γηγενή πληθυσμό στηρίχθηκε στις «συνήθειες» (εθιμικό δίκαιο) της Βαρκελώνης.

Το μόνο δημόσιο αξίωμα που μπορούσαν να ασκήσουν αυτόχθονες ήταν εκείνο του νοταρίου (συμβολαιογράφου), όπως και επί Φράγκων, ενώ τους απαγορευόταν να αγοράζουν, πουλούν ή διαθέτουν την περιουσία τους όπως ήθελαν ή να συνάπτουν μικτούς γάμους.

Η αρχή του τέλους για το καταλανικό δουκάτο ήρθε το 1379-1380, όταν η Εταιρεία των Ναβαρέζων μισθοφόρων κατέλαβε τη Θήβα και τη Λιβαδειά. Το δουκάτο καταλύθηκε οριστικά το 1388, όταν πέρασε στα χέρια του Ιταλού Νέριο Ατσαγιόλι. Η επικυριαρχία του Στέμματος της Αραγωνίας πάνω στα εδάφη αυτά κράτησε μέχρι το 1391.

           Ο λόγος στον Επ. Σταματιάδη

Καταλανοί, στρατιωτικός λαός: «Δεν εγνώριζον άλλη πατρίδα ειμή το στρατόπεδον, άλλην περιουσίαν ειμή τα όπλα των, άλλην αρετήν ειμή την ανδρίαν των. Υψηλά χαλκόφρακτα υποδήματα, σιδηρούς δικτυωτός κεκρύφαλος  επί της κεφαλής, μικρά ασπίς και τινα βέλη μεθ’ ενός σάκκου, όπως εν αυτώ θέτωσιν άρτον, απήρτιζον άπασαν αυτών την συσκευήν’ αλλά δι’ ενός κτυπήματος, εις Καταλάνος χαμαί να ρίψη ίππον τε και αναβάτην».

Η γλώσσα τους: «[…] Η δε γλώσσα των ομοίαζε προς την αρχαίαν επαρχιακήν των Γάλλων, νόθος θυγάτηρ της Λατινικής ούσα».

Γεννημένοι στρατιώτες και οι Αλμογάβαροι: «Τοις Καταλάνοις όμοιοι ήσαν και οι Αλμογάβαροι ή Αμογάβαροι, Ισπανοί μισθοφόροι, διάσημοι διά την αγριότητα και θηριωδίαν αυτών. Το όνομα Αλμογάβαρος είναι σύνθετον εκ των δύο αραβικών λέξεων αλ-μαγρέπ, όπερ σημαίνει τον εξ εσπερίας, ή, κατ’ άλλους, εκ της λέξεως αλμιγαβάρ, δι’ ης οι άραβες ωνόμαζον τους εν ταις μάχαις και τοις κινδύνοις ακατασχέτους».

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αν έχει απελευθερωθεί από τους Φράγκους, εν τούτοις θα χρειαστεί τους Καταλανούς, καθώς οι Τούρκοι απειλούν: « […] Τρεις λαοί αντιθέτων και αισθημάτων και συμφερόντων είχαν αποκατασταθή εν Κωνσταντινουπόλει, οι Γενουήνσιοι, οι Ενετοί και οι Πισσαίοι’ απετέλουν δε ούτοι τρία ίδια κράτη, ιδίους έχοντες άρχοντας, ιδίους δικαστάς, ιδίους στρατιώτας. Αι μεταξύ δ’ αυτών εξ αντιληζιών προερχόμεναι έριδες ήσαν αδιάκοποι και ταύταις επηκολούθουν συνεχείς μάχαι και διαρπαγαί».

Οι σιδερόφρακτοι μισθοφόροι καταφθάνουν στην Κωνσταντινούπολη: «Η εν τη πρωτευούση του Βυζαντινού κράτους άφιξις των Καταλανικών ορδών επανηγυρίσθη μετ’ εκτάκτου λαμπρότητος. Ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος, ο υιός αυτού Μιχαήλ και οι μεγιστάνες όλοι εξήλθον εις προαπάντησίν των, και τοις προσέφερον πλείστας φιλοφρονήσεις’ ιδία δ’ ο Ρογήρος εγένετο αντικείμενον κολακευτικών  περιποιήσεων.

Ο Ανδρόνικος υποδεξιωσάμενος αυτόν μεγαλοπρεπώς και εμπλήσας δώρων, τω προσδιώρισε λαμπρόν τε οίκημα εν τη συνοικία των Βλαχερνών, εν τη οποία και οι λοιποί Καταλάνοι πάντες εστρανωνίσθησαν’ μετά τινας δε ημέρας ετέλεσε τον γάμον αυτού εκκαιδεκαετούς (σ.σ. δεξαετούς) ανεψιάς του Μαρίας, θυγατρός Ειρήνης της αδελφής του και Ασάν του εκθρονισθέντος βασιλέως των Βουλγάρων’ κατά δε την περίστασιν ταύτην ο Ανδρόνικος, μεγαλοπρέπειαν επιδεικνύμενος ασύμφορον πάντη προς τας περιστάσεις, εξήντλησε το δημόσιον ταμείον, όπερ άλλως ήτο αρκούντως κενόν».

Περί τα εννενήντα χρόνια κράτησε (1303-1391) η καταλανική κινητικότητα και επικυριαρχία σε ελληνικά ή ελληνίζοντα εδάφη, που ήταν όμως αρκετά να αφήσουν την σφραγίδα τους ανεξίτηλη, κυρίως ως ληστές: «Των Καταλάνων-ιστορεί ο Επ. Σταματιάδης-η ιστορία καθ’ όλον το διάστημα ουδέν άξιον λόγου παρέχει, γνωστόν τουλάχιστον, διότι ούτοι, κατακτήσαντες τας παρά ταις Αθήναις χώρας, δεν είχον άλλο τι να πράξωσιν. Ο βίος των ήταν ληστρικός’ επομένως μέχρι της εκ των Αθηνών εξώσεώς των εν σιγή παρέρχεται η ιστορία το χρονικόν αυτό διάστημα».