Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Η έκτη ημέρα του Ιβηροαμερικανικού Φεστιβάλ ΛΕΑ κύλησε κι αυτή άψογα οργανωτικά με την σφραγίδα της διοργανώτριας Αδριάνα Μαρίνες-Φάρσαρη. Αυτή τη φορά είχε γυναικεία υπογραφή. Είχαμε πραγματικά την χαρά ν’ ακούσουμε την τιμημένη με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης (2009) Ντούλσε Μαρία Καρντόζο.

Με άβαφα τα μαλλιά της, με το φυσικό λευκό του χρόνου να έχει γράψει πάνω τους, η 54χρονη Πορτογαλίδα συγγραφέας «πετούσε» πάνω στα σανδάλια της. Στο σύνολο του έργου της αποτυπώνεται η Επανάσταση των Γαρυφάλλων, η οποία έφερε την πτώση της δικτατορίας του Σαλαζάρ, αλλά και ό,τι ακολούθησε, την μεταδικτατορική περίοδο, με μείζον ιδρυτικό γεγονός την κατάρρευση των πορτογαλικών κτήσεων-κυρίως της Αγκόλα και της Μοζαμβίκης.

Την θεματογραφία της μπορούμε να την αναγνώσουμε στα δύο μυθιστορήματά της που κυκλοφορούν στα ελληνικά: «Βιολέτα ή Γνωρίζω την αγάπη εξ ακοής» (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδόσεις Νήσος) και «Ο γυρισμός» (μτφρ. Αθηνά Ψυλλιά, εκδόσεις Καστανιώτη). Μέσα από τα μάτια της ετοιμοθάνατης Βιολέτα στο πρώτο και του δεκαπεντάχρονου Ρούι, επαναπατρισθέντος από την Αγκόλα στο δεύτερο, έχουμε μπροστά μας τον ατομικό βίο να τέμνεται από την νεότερη πορτογαλική Ιστορία. Η Ντούλσε Μαρία Καρντόζο στοχάζεται και αναστοχάζεται, επιθυμώντας να μιλήσει άλλοτε κυριολεκτικά κι άλλοτε μεταφορικά για τον καθημερινό και τον συλλογικό θάνατο, ενός προσώπου και μίας χώρας. «’Οταν ο απλός άνθρωπος διασταυρώνεται με την Ιστορία», με τα δικά της λόγια.

«Παραδείγματος χάρη», εξήγησε- «όταν μιλάω για την Επανάσταση της 25ης Απριλίου 1975, δεν κάνω μια πολιτική ανάγνωση. Η 25η Απριλίου ήταν μια πολιτική αλλαγή, μια αλλαγή καθεστώτος, αλλά κι ένας χώρος ονείρου• πέρασαν από τότε παραπάνω από σαράντα χρόνια, και κάπου, δεν ξέρω πού, το όνειρο χάθηκε, το όνειρο πέθανε. Προσπάθησα να δω πού χάθηκε το όνειρο της 25ης Απριλίου. Και θέλησα να προκαλέσω αναστρέφοντας το σύνθημα και λέγοντας: “λαός νικημένος ποτέ πια ενωμένος”, γιατί αν η ελπίδα που γέννησε η 25η Απριλίου υπάρχει ακόμα, θα αντέξει αυτή την πρόκληση. Ειδάλλως σημαίνει ότι το όνειρο ήταν ευάλωτο και ότι έχει πραγματικά πεθάνει».

Παιδί παλλιννοστούτων Πορτογάλων από την Αγκόλα, η Ντούλσε Μαρία Καρντόζο, έζησε από ένδεκα ετών στο πετσί της την απόρριψη της δύο φορές ξένης: στην αποικία και στην μητρόπολη. «’Ημουν μία ξένη παραδέχθηκε και με αντιμετώπιζαν, λες και ήμουν ουρανοκατέβατη. Η πραγματικότητα ήταν δυσβάσταχτη και άρχισα να επινοώ ιστορίες για να γίνει η ζωή μου πιο βιώσιμη. Η Λισαβόνα που γνώρισα, μετά την επιστροφή μου, ήταν μία αρνητική αποκάλυψη, γι αυτό προκάλεσε μία αντίδραση απομυθοποίησης», εξομολογήθηκε, αν και δεν ανήκε στην χορεία των επαναπατρισθέντων που διέμεναν σε ξενοδοχείο κάτω από άθλιες συνθήκες που περιγράφονται στο βιβλίο της «Ο γυρισμός».

Κάπου εκεί, στα δεκατρία της, εκδήλωσε την επιθυμία να γίνει  συγγραφέας και γοητευμένη από τις γραφομηχανές που είχε δει να χρησιμοποιούν οι συγγραφείς, πίστεψε ότι έπρεπε να μάθει γραφομηχανή. Την έμαθε και άριστα μάλιστα, αλλά έπρεπε να αναζητήσει και τα βιβλία για να καταλάβει τι στο διάολο είναι αυτή η συγγραφή. «Συναντήθηκα τυχαία με τον Ντοστογιέφσκι, γιατί ήθελα ογκώδη έργα για να μην πηγαίνω κάθε λίγο και λιγάκι στην δανειστική βιβλιοθήκη. Το έργο του μ’ έφερε  σε εσωτερική και ηθική αναστάτωση. Σιγά σιγά για να μάθω την τέχνη του συγγράφειν άρχισα να αντιγράφω χωρία από ενδιαφέροντα κείμενα. Το πάθος υπήρχε, τώρα άρχισε να οργανώνεται. Δεν κρύβω ότι διαμορφώθηκα και διαπλάστηκα μέσα από τα βιβλία.»

Βέβαια, δεν είπε όχι στις ακαδημαϊκή μόρφωση, αφού σπούδασε νομικά. Εργάστηκε για ένα διάστημα ως δικηγόρος, και αφού παράτησε την δικηγορία, αποφάσισε να ακολουθήσει την κλίση της, να αφοσιωθεί στο συγγραφικό της έργο. «Επινοώ», μας άνοιξε το εργαστήρι της, «πρόσωπα με ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Αυτό που βιώνω δεν μπορεί να αποτυπωθεί με λέξεις, είναι ένας μυστικισμός,  πάντως είναι κάτι ζωηρό, κάτι παιχνιδιάρικο, ένα δούναι και λαβείν. Και καθώς δομώ τους πρωταγωνιστές και τις πρωταγωνίστριες μου, δεν αργούν να μού επιβληθούν».

Επί του πρακτέου, η «Βιολέτα» είναι «ένα βιβλίο για την μνήμη. ‘Ηθελα να καταλάβω ποιοί είναι οι ηττημένοι της Επανάστασης. Εμείς στις αποικίες δεν ζήσαμε την προπαγάνδα της μητρόπολης προς τους άποικους. Επί πέντε αιώνες, ζούσαμε κάτι το αυτονόητα συγκεκριμένο. Ξαφνικά, η θάλασσα και η θέα της προς αυτή ως πηγή ταξιδιού, έγινε φράγμα, κλειστήκαμε στους εαυτούς μας».

‘Οταν αποφάσισε να γράψει για τους 500.000 παλιννοστούντες από την Αγκόλα και την Μοζαμβίκη, κατάλαβε ότι ήταν ένα θέμα ταμπού για την πορτογαλική μητροπολιτική κοινωνία και δεν το είχε διαχειριστεί η σύγχρονη λογοτεχνία της χώρας της. Ωστόσο, το επέλεξε και δεν έχασε, αφού μέσα σε τρεις ημέρες ο «Γυρισμός» έκανε δεύτερη έκδοση.

«Είναι ένας φόρος τιμής σ’ αυτούς που έζησαν αυτή την εμπειρία. Η Επανάσταση ήταν ένα κομμάτι της αυτοκρατορίας, ήταν μία ανάταση με σκοπό να παλέψουμε ενάντια στην φήμη ότι ήμασταν αποικιοκράτες. ‘Ηθελα να μιλήσω για το γεγονός ότι η μητρόπολη μυθοποιούσε τις αποικίες και οι αποικίες την μητρόπολη. Δεν είμαι καθόλου υπερήφανη, μπορώ όμως να σας δηλώσω ότι αισθάνομαι ενοχή», περιέγραψε αυτό το μέγα τραύμα της Πορτογαλίας.

Θύτες ή θύματα οι παλιννοστούντες; Η απάντησή της δεν είναι μονότροπα δογματική: «’Ηθελα να αφηγηθώ ότι αυτά συνέβησαν σε ανθρώπους με σάρκα και οστά. Ναι, δεν αρνούμαι ότι ο παλιννοστούντας είναι θύμα, ωστόσο τα πράγματα δεν χωρίζονται σε άσπρο και μαύρο. Μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν και οι ονομαζόμενες γκρίζες ζώνες». Κάτι που είχε υποστηρίξει και ο Χαβιέρ Θέρκας πριν λίγες μέρες, με αφορμή τον απατεώνα της Ιστορίας Ενρίκ Μάρκο.

Δεν θέλει για τον εαυτό της τον ρόλο της ακατανόητης συγγραφέα. Επιθυμία της είναι, ει δυνατόν, τα έργα της να διαβάζονται από όλες κι από όλους χωρίς απορρίψεις: «Θέλω να είναι προσβάσιμα από το σύνολο του αναγνωστικού κοινού. Δεν μ’ αρέσει να αποκλείω εν δυνάμει αναγνώστες, γιαυτό θέλω το κάθε βιβλίο μου να γίνεται κατανοητό». Και επειδή θεωρεί την μετάφραση συν-συγγραφή, όταν ήρθε η ώρα να υπογράψει τα αντίτυπα των βιβλίων, ζήτησε και από τις μεταφράστριες Μαρία Παπαδήμα και Αθηνά Ψυλλιά ν’ αφήσουν κι αυτές το ίχνος της αφιέρωσης τους.