ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Το αληθινό νόημα της ζωής μέσα από τη δραματική πορεία ενός ανθρώπου-φάλαινα

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Η φάλαινα

The Whale. ΗΠΑ, 2022. Σκηνοθεσία: Ντάρεν Αρονόφσκι. Σενάριο: Σάμιουελ Ντ. Χάντερ. Ηθοποιοί: Μπρένταν Φρέιζερ, Σάντι Σινκ, Τάι Σίμπκινς, Χονγκ Τσάου. 117΄

Η μοναξιά και η αποξένωση είναι θέματα με τα οποία τακτικά ασχολείται ο κινηματογράφος. Θέματα που μαζί με αυτό της απώλειας επέλεξε με το δικό του προσωπικό, πάντα εκπληκτικό, να μας δώσει στη νέα του,, που σε κρατάει καθηλωμένο σε όλη τη δίωρη διάρκειά της, ταινία, «Η φάλαινα», ο Αμερικανός σκηνοθέτης Ντάρεν Αρονόφσκι («Ρέκβιέμ για ένα όνειρο», «Η πηγή της ζωής», «Μητέρα»), που πρωτοείδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα της 79ης Μόστρας του Κινηματογράφου.

Η απίθανη παχυσαρκία του (ζυγίζει πάνω από 270 κιλά!) είναι ο λόγος που κρατάει τον Τσάρλι (Μπρένταν Φρέιζερ), έναν παράξενο, γκέι καθηγητή (διδάσκει συγγραφή σε νέους μέσω του διαδικτύου), καθηλωμένο στο διαμέρισμά του. Μια παχυσαρκία που του προκαλεί προβλήματα όχι μόνο στις μετακινήσεις αλλά και στην αναπνοή και γενικά στην υγεία του. Μόνη του φίλη η Λιζ (Χονγκ Τσάου), μια νοσοκόμα η οποία τον φροντίζει και προσπαθεί, μάταια, να τον πείσει να μπει στο νοσοκομείο για εξετάσεις και θεραπεία. Ξαφνικά στη ζωή του εισβάλει, η16χρονη, αποξενωμένη (έχει να τη δει 7 χρόνια) κόρη του, Έλι (Σέιντι Σινκ). Ένα έφηβο κορίτσι, οργισμένο από την έλλειψη της πατρικής φροντίδας, η οποία αρχίζει να τον προκαλεί. Παράλληλα, δέχεται και τις επισκέψεις ενός νεαρού Ευαγγελιστή (Τάι Σίμπκινς) που προσπαθεί να τον πείσει να βρει λύτρωση μέσω της θρησκείας.

Παρόλο που ολόκληρη η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα στο διαμέρισμα του Τσάρλι (το σενάριο είναι βασισμένο σε θεατρικό έργο που διασκεύασε ο ίδιος ο συγγραφέας του, Σάμιουελ Χάντερ), ο Αρονόφσκι κατάφερε να του δώσει το ρυθμό εκείνο και γενικότερα την κινηματογραφική γραφή που σου δημιουργεί ένα δικό του σασπένς και μια ένταση που όχι μόνο σε κάνει να παρακολουθείς την όλη πορεία με κομμένη την ανάσα αλλά και να θέλεις να μην τελειώσει. Σταδιακά μαθαίνουμε πως η υπερβολική αυτή παχυσαρκία του Τσάρλι οφείλεται στην απώλεια του συντρόφου του, που τον έχει οδηγήσει στη λαιμαργία και την απομόνωση.

Με το φορμά του φιλμ να παραπέμπει στις ταινίες των δεκαετιών του ’30 και ’40, (πριν από το Σινεμασκόπ και τη μεγάλη οθόνη), με μια κάμερα (του Μάθιου Λίμπατικ) να παρακολουθεί ασταμάτητα και σε συνεχή κίνηση τον αργοκίνητο αυτόν άντρα/φάλαινα (με την αναφορά στη φάλαινα όχι απλά να παραπέμπει στο μυθιστόρημα «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ, αλλά και να χρησιμοποιείται μεταφορικά σε κάποιες σημαδιακές σκηνές της ταινίας), με ένα εξαιρετικό Μπρένταν Φρέιζερ, πραγματικά αγνώριστο να θυμίζει τον άλλο παχύσαρκο χαρακτήρα στην κωμωδία των Μόντι Πάιθον «Το νόημα της ζωής».

Δίνει μια ερμηνεία ζωής (βραβευμένο ήδη σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ για το ρόλο του), και διανθίζοντας τις σκηνές του τόσο με χιούμορ όσο και με το δράμα και τη συγκίνηση, ο Αρονόφσκι έφτιαξε μια ακόμη ασυνήθιστη, εξαιρετική, συναρπαστική ταινία γύρω από τη μοναξιά, την απώλεια, το θάνατο, αλλά και την ιδιαιτερότητα (μια όμως διαφορετική από αυτές που μέχρι τώρα μας έδινε ο κινηματογράφος), μια ταινία από την οποία δεν λείπει και το σουρεαλιστικό στοιχείο, ταινία τελικά που μας δίνει τη δική της, ιδιαίτερη πρόταση για το αληθινό νόημα της ζωής.

*** ½ – Ο σύντροφος Βολκονόγκοφ απέδρασε

Kapitan Volgonogov Bezhal/Captain Volgonogov Escaped. Ρωσία/Γαλλία/Εσθονία, 2021. Σκηνοθεσία: Νατάσα Μερκούλοβα, Αλεξέι Τσούποφ. Σενάριο: Νατάσα Μερκούλοβα, Αλεξέι Τσούποφ, Μαρκ Τάνιελ. Ηθοποιοί: Γιούρι Μπορίσοφ, Τιμοφέι, Τριμπούντσεφ, Αλεξάντρ Γιατσένκο. 120΄

Δεν είναι η πρώτη φορά, από την εποχή της περεστρόικα κι ύστερα, που ο ρωσικός κινηματογράφος αρχίζει να καταπιάνεται με την εξοντωτική σταλινική περίοδο και τα αποτελέσματά της στον απλό, συχνά και δραστήριο μέλος του κόμματος, πολίτη. Φτάνει να θυμηθούμε τον «Καυτό ήλιο» (1994) του Νικήτα Μιχάλκοφ ή, πιο πρόσφατα τα ντοκιμαντέρ «Η δίκη» (2018) και «Η δίκη του Κίεβου» (2022, που προβλήθηκε πρόσφατα στο 35ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου) του Σεργκέι Λοζνίτσα.

Σε αντίθεση με την κριτική που νεότεροι Ρώσοι σκηνοθέτες έχουν κάνει (συχνά με δυσκολία) ενάντια στη σύγχρονη, μετά-κομουνιστική Ρωσία, στο πνεύμα της συνέχισης της παρουσίασης της αρνητικής πλευράς του σοβιετικού συστήματος, το σημερινό καθεστώς του Πούτιν εξακολουθεί να χρηματοδοτεί ταινίες, που αποκαλύπτουν πλευρές της καταπίεσης, της ωμής βίας και του τρόμου που δημιουργούσε το σταλινικό καθεστώς. Στο πνεύμα αυτό κινείται και η ταινία «Ο σύντροφος Βολκονόγκοφ απέδρασε» της Νατάσας Μερκούλοβα και του Αλεξέι Τσούποφ.

Με φόντο το Λένινγκραντ, στην περίοδο των σταλινικών διώξεων του 1938, παρακολουθούμε τον λοχαγό Βολκονόγκοφ, ξεχωριστό και σεβαστό από όλους μέλος της Εθνικής Ασφάλειας της Σοβιετικής Ένωσης, να ανακαλύπτει ξαφνικά πως έχει τοποθετεί στους εχθρούς του καθεστώτος, σ’ αυτούς ακριβώς που κάποτε συλλάμβανε, βασάνιζε αναγκάζοντάς τους να υπογράψουν την ενοχή τους και να εκτελεστούν. Κυνηγημένος από τους συναδέλφους του, αρχίζει ένα αγώνα δρόμου για να συναντήσει τους συγγενείς αυτών που είχε οδηγήσει σε εκτέλεση, πιστεύοντας πως κάποιος από αυτούς θα τον συγχωρέσει, ελπίζοντας πως με τη συγχώρεση θα μπορέσει με το θάνατο του να γίνει δεκτός στον Παράδεισο, σύμφωνα με το όραμα που του αποκαλύφθηκε.

Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, είναι αφιερωμένο στον αγώνα αυτό δρόμου του λοχαγού να συναντήσει τους συγγενείς των θυμάτων, με τον καθένα από αυτούς να αντιμετωπίζει, με τον δικό του, εχθρικό πάντα, τρόπο, την αποκάλυψη (ένας μάλιστα από αυτούς, πιστός πάντα στο κόμμα, και έχοντας αποκηρύξει τον γιο του ως προδότη, θεωρεί και τον ίδιο λοχαγό προδότη και αποπειράται να τον συλλάβει). Παράλληλα με τον αγώνα αυτό του λοχαγού, παρακολουθούμε σε ενδιάμεσα φλας-μπακ τα διάφορα εκλεπτυσμένα, ωμά βασανιστήρια που ο λοχαγός και οι σύντροφοι του χρησιμοποιούσαν για να αποσπάσουν τις «ομολογίες» των κρατούμενων. Για να καταλήξει (προσοχή όσοι δεν θέλουν να μάθουν το φινάλε της ταινίας) σε ένα χριστιανικό συμβολισμό, με τον λοχαγό να βρίσκει τελικά την εξιλέωση όταν μέσα στα σκουπίδια βρίσκει μια γυμνή ηλικιωμένη γυναίκα, την παίρνει αγκαλιά, τη μεταφέρει και την πλένει, σε ένα πλάνο που θυμίζει την Αποκαθήλωση του Ιησού.

Άλλοτε με το ωμά ρεαλιστικό στιλ που ανάφερα και άλλοτε με ένα στιλιζάρισμα που αντλεί από το θρίλερ, καθώς και με σκηνές όπου κυριαρχεί το φανταστικό, ακόμη και το μαύρο χιούμορ (στη σκηνή με τον ντυμένο σαν κουρέα εκτελεστή), οι δυο σκηνοθέτες προσπαθούν, και μέχρι σε ένα αρκετά μεγάλο βαθμό καταφέρνουν, να μετατρέψουν το θρίλερ τους αυτό σε μετά-μοντέρνα παραβολή, για τη δυνατότητα ή όχι μιας πνευματικής εξιλέωσης για τον ίδιο τον εκτελεστή. Καταλήγοντας (προσοχή όσοι δεν θέλουν να τους αποκαλυφθεί το φινάλε της ταινίας) σε ένα χριστιανικό συμβολισμό, με τον λοχαγό να βρίσκει τελικά την εξιλέωση όταν μέσα στα σκουπίδια βρίσκει μια γυμνή, ηλικιωμένη γυναίκα, την παίρνει αγκαλιά, τη μεταφέρει και την πλένει, σε ένα πλάνο που θυμίζει την Αποκαθήλωση του Ιησού. Κάνοντας ταυτόχρονα κι ένα έμμεσο σχόλιο πάνω σε παρόμοια βασανιστήρια που εξακολουθούν να χρησιμοποιούν ατιμώρητα, αρκετά σύγχρονα καθεστώτα.

**** ½ – Αναπαράσταση

Ελλάδα, 1970. Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος. Σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος, Στρατής Καρράς, Θανάσης Βαλτινός. Ηθοποιοί: Τούλα Σταθοπούλου, Γιάννης Τότσικας, Θάνος Γραμμένος, Νίκος Αλευράς, Τέλης Σαμαντάς, Τώνης Λυκουρέσης. 110´

Ένας Έλληνας μετανάστης επιστρέφει από τη Γερμανία στο χωριό του, κάπου στην Ήπειρο, για να δολοφονηθεί από τη γυναίκα του και τον εραστή της. Αυτή είναι η βασική ιστορία του σεναρίου της «Αναπαράστασης» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Σε μια ταινία όμως που ξεπερνούσε, από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο τις μορφές του τότε ελληνικού κινηματογράφου αλλά και τη θεματική του, κάνοντας μια τολμηρή κοινωνική κριτική, σε μια περίοδο μάλιστα επεμβάσεων από την δικτατορική λογοκρισία.

Σε μια περίοδο που το παρακράτος και η μετεμφυλιακή περίοδος είχαν αντικατασταθεί από μια ακόμη πιο σκληρή και απάνθρωπη δικτατορία και που ο ελληνικός κινηματογράφος περιοριζόταν σε κωμωδίες, ταινίες φουστανέλας και μελοδράματα, με τις λιγοστές εξαιρέσεις των ταινιών σκηνοθετών όπως οι Κακογιάννης, Κούνδουρος, Κανελλόπουλος και Δαμιανός, και με τον Βούλγαρη να ετοιμάζει τη δίκη του σημαντική έξοδο, η εμφάνιση της «Αναπαράστασης» ήταν σαν ένας μετεωρίτης στον συννεφιασμένο ουρανό του ελληνικού κινηματογράφου.

Από τη σεναριακή του κιόλας αντιμετώπιση (με τον σκηνοθέτη, σε συνεργασία με τον Στρατή Καρρά και τον Θανάση Βαλτινό), με τη χρήση των φλας-μπακ (η αναπαράσταση του εγκλήματος όπως το περιγράφουν οι δυο ένοχοι στον ανακριτή) και των απλών, καθημερινών, αληθινών διαλόγων (σε αντίθεση με τους τυποποιημένους, φθαρμένους διαλόγους του εμπορικού κινηματογράφου), μέχρι την όλη σκηνοθετική αντιμετώπιση, από τη ξεχωριστή φροντίδα που δίνεται στη σύνθεση των πλάνων (με τον Γιώργο Αρβανίτη να αποκαλύπτει το κρυμμένο μέχρι τότε ταλέντο του), και στη δημιουργία ενός συγκεκριμένου ρυθμού (εσκεμμένα πολύ αργού για να τονιστεί η ανία και η νέκρα που κυριαρχεί στο άδειο από νέους άντρες –εξαιτίας της ασταμάτητης μετανάστευσης– χωριό), μέχρι το συνδυασμό ενός ρεαλιστικού στιλ στην όλη καταγραφή των επιμέρους επεισοδίων (όπως στις σκηνές της γυναίκας με τον ανακριτή, όπου η ψυχρή, κλινική αντιμετώπιση της ζωής από τον τελευταίο έρχεται σε αντίθεση με τα ολοζώντανα και όλο πάθος αισθήματα εκείνης), με το στιλ του «cinema-verite», στις σκηνές των συνεντεύξεων με τους κατοίκους του χωριού.

Με έναν ήδη ώριμο Αγγελόπουλο να φτιάχνει το πρώτο του αριστούργημα που θα το ακολουθήσει με μια σειρά ταινίες που θα πάρουν ξεχωριστή θέση στην όλη εξέλιξη του σύγχρονου κινηματογράφου.