ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Τα τρελά και παράλογα του κόσμου μας μέσα από το φακό του Ελία Σουλεϊμάν

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Ο παράδεισος έπεσε στη γη

It Must Be Heaven. Παλαιστίνη/Γαλλία/ΚαντάρΓερμανία/Καναδάς/Τουρκία. 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ελία Σουλεϊμάν. Ηθοποιοί: Ελία Σουλεϊμάν, Ταρίκ Κόπτι, Καρίμ Γκνέιμ, Ασμά Αζαϊζέ, Κλερ, Ντιμάς. 102΄

Από τα πρώτα κιόλας πλάνα της όμορφης αυτής ταινίας (βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ των Κανών) του Παλαιστίνιου σκηνοθέτη Ελία Σουλεϊμάν («Ο χρόνος που απομένει», «Θεϊκή παρέμβαση»), με τον Ορθόδοξο ιερέα στην εκκλησία της Ναζαρέτ, στη διάρκεια του Επιταφίου, να σπάει την πόρτα της Εκκλησίας (του Πανάγιου Τάφου;), για να μπει αυτός και το ποίμνιό του, όταν ο μεθυσμένος φύλακας από μέσα του αρνείται να την ανοίξει, μπαίνουμε κατευθείαν στον αλά-Ζακ Τατί κόσμο του απολαυστικού αυτού σκηνοθέτη.

 

Στην ταινία, ο ίδιος ο Σουλεϊμάν, ξεκινάει από το σπίτι του στα παλαιστίνια εδάφη, για να ταξιδέψει σε διάφορες πόλεις (Παρίσι και Νέα Υόρκη), για να βρει, όπως αναφέρει η σύνοψη της ταινίας, «απρόσμενες ομοιότητες και διαφορές με την πατρίδα του την Παλαιστίνη». Ομοιότητες και διαφορές που υπάρχουν παντού σ’ όλη τη γη, όπως θα ανακαλύψουμε στη συνέχεια.

Είτε πρόκειται για τον γείτονά του, που άλλοτε μπαίνει στην αυλή του και μαζεύει σε καλάθια τα λεμόνια («δεν είμαι κλέφτης», του εξηγεί, «μπήκα αφού χτύπησα, αν και κανένας δεν μου άνοιξε»), κι άλλοτε για να κλαδέψει ή να ποτίσει τα δέντρα, από τα οποία αργότερα ελπίζει να μαζέψει τον καρπό τους, είτε για τους αστυνομικούς σε πατίνια που κυνηγούν κάποιον παραβάτη στους δρόμους του Παρισιού, είτε, πάλι, τους απλούς Αμερικανούς στο σούπερ-μάρκετ και τους δρόμους της Νέας Υόρκης, με τον καθένα (μαζί και ολόκληρες οικογένειες με τα παιδιά τους) να κουβαλάει στον ώμο του, όπως ανακαλύπτει, και κάποιου είδους όπλο (έξυπνο εύρημα για σάτιρα του θέματος της οπλοφορίας), είτε στη σκηνή με μια γυναίκα-άγγελο με φτερά στο Σέντραλ Παρκ, να την κυνηγάει η αστυνομία, είτε ακόμη με το σπουργίτι που δεν σταματά να πηδάει στο ipad του Σουλεϊμάν ενώ αυτός προσπαθεί να γράψει.

Σκηνές που ο Σουλεϊμάν παρακολουθεί, ψυχρός παρατηρητής, με λεπτότητα, με τη, γνωστή από άλλες ταινίες του, απορημένη ματιά, είτε περπατώντας στους δρόμους, με μια τσάντα στον ώμο, είτε καθισμένος στα καφέ, καπνίζοντας το τσιγάρο του, καταγράφοντας, με την κάμερά του, τα τρελά και τα παράλογα (ανθρώπινα όμως πάντα) του κόσμου μας, σε σκηνές συχνά διανθισμένες με μια σουρεαλιστική ματιά.

Ενώ, παράλληλα, βρίσκει την ευκαιρία να μας μιλήσει, πάντα με χιούμορ, αν και, τη φορά αυτή, διανθισμένο με κάποια θλίψη, και για την πατρίδα του την Παλαιστίνη (που δείχνει να τον στοιχειώνει σε κάθε βήμα του), μέσα από την επίσκεψή του σ’ ένα μέντιουμ, όπου, μέσα από το «διάβασμα» της τράπουλας Ταρό, το μέντιουμ του επιβεβαιώνει την ερώτησή του, πως κάποτε θα υπάρξει ως χώρα και η Παλαιστίνη, «μόνο που», όπως του προσθέτει ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, «δεν θα γίνει στη δική σου ή τη δική μου ζωή».

Υπάρχει στην ταινία μια εμβληματική θα έλεγα σκηνή, που απόλαυσα ιδιαίτερα, με μια Παλαιστίνια γυναίκα να περπατάει κουβαλώντας νερό σε ένα είδος κουβά μέσα από τα χωράφια, η οποία όμως για να μπορέσει να μεταφέρει στο κεφάλι της δυο κουβάδες με νερό, χωρίς να χρειάζεται να κάνει τη διαδρομή δυο φορές, έχει βρει ένα πρωτότυπο τρόπο:

Μεταφέρει πρώτα τον ένα κουβά στο κεφάλι της, κάποια στιγμή τον αφήνει στο έδαφος κι ύστερα επιστρέφει πίσω, βάζει τον δεύτερο κουβά στο κεφάλι και τον μεταφέρει λίγο πιο πέρα από τον πρώτο, ύστερα επιστρέφει και ξαναβάζει τον πρώτο κουβά στο κεφάλι της που τον μεταφέρει λίγο πιο πέρα από τον δεύτερο, και πάει λέγοντας, καταφέρνοντας έτσι να μεταφέρει και τους δυο κουβάδες σε μια και μόνη διαδρομή.

Σκηνή δοσμένη με ποίηση, ταυτόχρονα και ένα είδος μεταφοράς πάνω στη δουλειά του ίδιου δημιουργού που, προχωρώντας λίγο μπροστά και λίγο πίσω («δυο βήματα μπροστά κι ένα πίσω», ανατρέποντας το ρητό του Λέρνι, «ένα βήμα μπροστά και δυο πίσω») φτιάχνει σταδιακά και με επιμονή το θαυμάσιο έργο του.

*** Το γεράκι του φιστικοβούτυρου

The Peanut Butter Falcon. ΗΠΑ, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τάιλερ Νίλσον & Μάικλ Σβαρτς. Ηθοποιοί: Ζακ Γκότσαγκεν, Σία ΛαΜπεφ, Αν Όουενς, Ντακότα Τζόνσον, Μπρους Ντερν, Τόμας Χέιντεν Τσερτς. 97΄

Στην πρώτη τους ταινία «Το γεράκι του φιστικοβούτυρου», που έγραψαν και συν-σκηνοθέτησαν ο Τάιλερ Νίλσον και ο Μάικλ Σβαρτς, ένας άντρας που πάσχει από το σύνδρομο Down, o Ζακ (Ζακ Γκόντσαγκεν) και ο Τάιλερ (Σία ΛαΜπεφ), ένας μικροαπατεώνας, άνεργος ψαράς, αρχίζουν σταδιακά να δένονται ενώ ταξιδεύουν με μια σχεδία μέσα από τους βάλτους, τα γνωστά Έβεργκλειντς, της Φλόριντα, ο πρώτος για να δραπετεύσει από το ίδρυμα όπου είναι κλεισμένος, με στόχο να συναντήσει το ίνδαλμά του στη σχολή πάλης που διευθύνει και ο δεύτερος για να γλιτώσει από έναν επικίνδυνο διώκτη.

Στην πορεία τους θα προστεθεί και μια γυναίκα, η καλοκάγαθη εθελόντρια του ιδρύματος, Έλινορ (Ντακότα Τζόνσον), που προσπαθεί να πείσει τον Ζακ να επιστρέψει στο ίδρυμα πριν οι ανώτεροι της τον αναγκάσουν να νοσηλευτεί σε ένα κακόφημο νοσοκομείο.

Οι δυο σκηνοθέτες, με ωραία μουσική (κάντρι αλλά και gospel) και τη βοήθεια του έξοχου διευθυντή φωτογραφίας Νάιτζελ Μπλακ, καταφέρνουν, να ζωντανέψουν τα διάφορα μικροεπεισόδια που τα τρία πρόσωπά τους αντιμετωπίζουν στην πορεία τους, με αμεσότητα και λυρισμό, μέσα από ωραίες, με ζεστά χρώματα, εικόνες και να δημιουργήσουν την αναγκαία γεύση αυθεντικότητας, στο όμορφο αυτό, τρυφερό ρόουντ-μούβι τους, που φέρνει στο νου τον κόσμο του Μαρκ Τουέιν («Χάκελμπερι Φιν» και «Τομ Σόγιερ»). Στις ωραίες σκηνές και εκείνες με τον Μπρους Ντερν, στο πρώτο μέρος της ταινίας, στο ρόλο του συγκάτοικου του Σαμ στο ίδρυμα που βοηθά τον Ζακ να δραπετεύσει.

*** Τα χελιδόνια της Καμπούλ

Les hirondelles de Kabul. Γαλλία/Ελβετία/Λουξεμβγούργο/Μονακό, 2019. Animation: Σκηνοθεσία: Ζαμπού Μπρετμάν, Ελέα Γκομπέ-Μεβελέκ. Σενάριο: Ζαμπού Μπρετμάν. Φωνές: Σιμόν Αμπκαριάν, Ζίτα Ανρό, Σουάν Αρτό, Χίαμ Αμπάς. 81΄

Στο animation στράφηκαν η ηθοποιός και σκηνοθέτρια (θεάτρου και κινηματογράφου) Ζαμπού Μπρετμάν και η γραφίστα Ελέα Γκομπέ-Μεβελέκ για να δώσουν μια εικόνα από τον αγώνα των Αφγανών για ελευθερία και δικαιοσύνη στην περίοδο της καταπιεστικής διακυβέρνησης των Ταλιμπάν, στην ταινία τους «Τα χελιδόνια της Καμπούλ.

Στην Καμπούλ του 1998 θα διασταυρωθούν οι μοίρες δυο ζευγαριών: από τη μια, του φιλελεύθερου Μοσίν, που απρόθυμου ν’ ακολουθήσει τις απάνθρωπες επιταγές των Ταλιμπάν, και της όμορφης ζωγράφου γυναίκας του Ζουναϊρα, που δεν βγαίνει έξω από το σπίτι της γιατί οι Ταλιμπάν δεν επιτρέπουν στις γυναίκες να κυκλοφορούν χωρίς μπούρκα, κι από την άλλη, του Ατίκ, του μεσήλικα φρουρού των φυλακών και της Μουσαράτ, της άρρωστης με καρκίνο γυναίκας του.

Η αφόρητη καταπίεση και οι καθημερινές εκτελέσεις θα βοηθήσουν σταδιακά τον Ατίκ να απαλλαγεί από τις θρησκευτικές και άλλες πεποιθήσεις του, ιδιαίτερα μάλιστα, όταν, εξαιτίας ενός οικογενειακού καβγά, ο Μοσίν σκοτώνεται, και η Ζουναϊρα φυλακίζεται, με τον Ατίκ, χάρη στην επίσκεψή του στο εγκαταλειμμένο σπίτι του Μοσίν θ’ ανακαλύψει, κρυμμένη πίσω από ένα τοίχο, την τολμηρή τοιχογραφία της Ζουναϊρα, με ερωτικά σχέδια και το γυμνό πορτρέτο της ίδιας.

Σε μια χώρα όπου η απιστία («ασωτία» κατά τους Ταλιμπάν) τιμωρείται με το λιθοβολισμό της γυναίκας (όπως τον παρακολουθεί ο αναποφάσιστος, στην αρχή της ταινίας, Μοσίν), όπου η μουσική απαγορεύεται κι ο όπου η γυναίκα θεωρείται άτομο β’ (ή και χειρότερης) κατηγορίας, οι δυο σκηνοθέτριες εξυμνούν τη δύναμη του έρωτα, της θυσίας αλλά και της ελπίδας για αγώνα για ελευθερία, με μια ταινία δοσμένη με ωραία χρωματισμένες, με το χέρι, υδατογραφίες, με υποβλητική μουσική και καλά μελετημένους ήχους και με τους ηθοποιούς όχι απλώς να δίνουν τις φωνές τους στην ταινία αλλά να ερμηνεύουν με όσα μέσα μπορούν τους ρόλους τους.

*** Γιοσέπ

Josep. Γαλλία/Ισπανία/Βέλγιο, 2020. Σκηνοθεσία: Ορέλ. Σενάριο: Ζαν-Λουί Μιλεζί. Φωνές: Σερζί Λοπέζ, Εμανουέλ Βοτερό, Ξαβιέ Σερανό. 71΄

Σε μια ξεχασμένη μαύρη σελίδα της ιστορίας της Γαλλίας, γνωστής ως La Retirada στρέφεται ο Ορέλ, ο γνωστός Γάλλος καρτουνίστας της εφημερίδας «Le Monde» (είχε ξεκινήσει την καριέρα του στο Charlie Hebdo) στην ταινία του, «Γιοσέπ» του διάσημου Ισπανού αγωνιστή, αντιφρανκίστα ζωγράφου Γιοσέπ Μπαρτόλι, που τον Φεβρουάριο του 1939 κατάφεραν να διαφύγουν από την Ισπανία του Φράνκο στη Γαλλία, μαζί με εκατοντάδες άλλους Ισπανούς αγωνιστές και αγωνίστριες, για να εγκλειστούν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης που έστησαν οι γαλλικές αρχές.

Ένα φρικτό στρατόπεδο όπου, εκτός από τη χώρα, το σκορβούτο, τον τύφο και την πείνα που κυριαρχούσαν, υπάγονταν σε βασανιστήρια, βιασμούς και εξευτελισμούς, κακουχίες και βάσανα που ο Γιοσέπ κατάφερε να ζωγραφίζει καθημερινά, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να βρει τρόπο να δραπετεύσει για να μπορέσει να βρει την εξαφανισμένη, έγκυο αρραβωνιαστικιά του.

Κι αυτό χάρη στη φιλία που αναπτύχθηκε ανάμεσα σ’ αυτόν και έναν από τους φρουρούς του στρατοπέδου, όπως αφηγείται σήμερα στο νεαρό εγγονό του, ο ετοιμοθάνατος, θύμα του Αλτσχάιμερ, πρώην φρουρός. Ο Ορέλ αφηγείται την περιπέτεια του Γιοσέπ με βασικά στατικές εικόνες (με βασικά τα χείλη και τα μάτια να κινούνται), με τις κινήσεις τους να υποβάλλονται από τις ερμηνείες των ηθοποιών, με ένα πολύ καλό Σερζί Λοπέζ στο ρόλο του Γιοσέπ και ένα το ίδιο καλό Ξαβιέ Σεραντό στο ρόλο του φρουρού, και με ένα στιλ συγγενικό μ’ εκείνο των εφημερίδων. Εικόνες που καταγράφουν όλη την απανθρωπιά και τη φρικαλεότητα που κυριαρχούσε στο στρατόπεδο, αντιπαραθέτοντας έναν άλλο πιο ανθρώπινο και ευχάριστο τρόπο ζωής με τις κατοπινές σκηνές του Γιοσέπ στο Μεξικό, όταν γνώρισε και έγινε φίλος με το απελευθερωμένο ζευγάρι των καλλιτεχνών Φρίντα Κάλο-Ντιέγκο Ριβέρα.

*** Αντρέι Ταρκόφσκι: σινεμά σαν προσευχή

Andrey Tarkovsky: A Cinema Prayer. Ιταλία/Ρωσία/Σουηδία, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Αντρέι Α. Ταρκόφσκι. 97΄

Εξαιρετικά ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ γύρω από τον μεγάλο Ρώσο δημιουργό Αντρέι Ταρκόφσκι, με τον ίδιο να αφηγείται τη ζωή του και το έργο του αλλά και τις σκέψεις του πάνω στην τέχνη του και το ρόλο του καλλιτέχνη στη σύγχρονη κοινωνία.

Γυρισμένο από τον γιο του Ταρκόφσκι, το ντοκιμαντέρ αφήνει τον ίδιο τον σκηνοθέτη να μας μιλήσει για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε την τέχνη του, με σκηνές αρχείου από γυρίσματα των ταινιών του καθώς και με αποσπάσματα από τα ανεπανάληπτα αριστουργήματά του: ξεκινώντας από την πρώτη του, βραβευμένη κιόλας με το Χρυσό Λιοντάρι στο φεστιβάλ Βενετίας, ταινία του «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν» (1962), περνώντας από τον επίμαχο την εποχή του «Αντρέι Ρουμπλιόβ» (1966), που υπέστη επεμβάσεις από τη σοβιετική λογοκρισία, πριν τελικά μπορέσουμε, πολύ αργότερα, να δούμε την ολοκληρωμένη κόπια, τις εξαιρετικές, φιλοσοφικές, τοποθετημένες στο είδος της επιστημονικής φαντασίας (Σολάρις», 1972 και «Στάλκερ», 1979), αλλά και την περιπέτεια και τον ημι-αυτοβιογραφικό «Καθρέφτη» (1975) και φτάνοντας ως την περίοδο της αυτοεξορίας του, πρώτα στην Ιταλία, όπου μας έδωσε τη «Νοσταλγία» (1983) για να καταλήξει στη Σουηδία με τη «Θυσία» (1986).