ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Ταξιδεύοντας με ταξί σε αναζήτησης της σωτηρίας της ψυχής

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ – Ιστορίες μιας νύχτας

Directions. Βουλγαρία, 2017. Σκηνοθεσία: Στέφαν Κομαντάρεφ. Σενάριο: Στέφαν Κομαντάρεφ, Σιμεόν Βεντσισλάβοφ. Ηθοποιοί: Βασίλ Μπάνοφ, Ιβάν Μπάρνεφ, Άσεν Μπλατέτσκι. 103 λεπτά.

Η οικονομική κρίση, η διαφθορά, το μεταναστευτικό, μαζί με την απογοήτευση και την απόγνωση του αδικημένου πολίτη, είναι στο επίκεντρο της νέας αυτής ταινίας του Στέφαν Κομαντάρεφ που πρωτοπροβλήθηκε στο «Ένα κάποιο βλέμμα» του περσινού φεστιβάλ Κανών. Η ταινία αρχίζει με ένα απελπισμένο ταξιτζή που, έχοντας αντιμετωπίσει τον εκβιασμό ενός τραπεζίτη και των διεφθαρμένων μελών του συμβουλίου δεοντολογίας στην προσπάθειά του να πάρει ένα δάνειο για να μη χάσει το σπίτι του, δολοφονεί τον τραπεζίτη και στη συνέχεια αυτοκτονεί.

Παράλληλα με την περιγραφή του συμβάντος από το ραδιόφωνο και των ερωτημάτων που θέτει (χωρίς να παραμερίζεται και το μεταναστευτικό), παρακολουθούμε πέντε οδηγούς ταξί με τους επιβάτες τους να διασχίζουν τη νύχτα την πόλη, αντιμετωπίζοντας διάφορα προσωπικά και κοινωνικά προβλήματα, που φέρνουν στην επιφάνεια τα κοινωνικά αδιέξοδα της σύγχρονης, σε κρίση, βουλγάρικης, και όχι μόνο, κοινωνίας.

Άλλοτε με χιούμορ, συχνά μαύρο (σε ένα από τα επεισόδια ένας επιχειρηματίας λέει ψέματα στη γυναίκα του, ενώ σε ένα άλλο, ο ταξιτζής σταματά και βρίσκει ένα έξυπνο τρόπο για να σώσει κάποιο που ετοιμάζεται να πηδήσει από τη γέφυρα) κι άλλοτε με ιστορίες πιο σκοτεινές (η οδηγός του ταξί με παίρνει για επιβάτη τον άνθρωπο που κατέστρεψε το μέλλον της), ή, ακόμη και με ιστορίες που, εκτός από το χιούμορ και την ειρωνική προσέγγιση, αγγίζουν τη φθορά των ηθικών αξιών (η μαθήτρια που χρησιμοποιεί τη δήθεν αρρώστια της γιαγιάς της για να πείσει τον ταξιτζή να την οδηγήσει σε ξενοδοχείο όπου εκδίδεται για το χρήμα) αλλά και τη μεταφυσική (ο ιερέας/ταξιτζής που προσπαθεί να ενθαρρύνει τον απογοητευμένο επιβάτη του, για να πάρει την απάντηση πως «ο θεός εγκατέλειψε τη χώρα μας μαζί με το ένα τρίτο του πληθυσμού»), ο πρώην ντοκιμαντερίστας Κομαντάρεφ, δημιουργός του απολαυστικού road movie του, «Ο κόσμος είναι μεγάλος και η σωτηρία της ψυχής βρίσκεται στη γωνία» (2008), κατάφερε με τις ιστορίες του αυτές, που στο ξεκίνημά τους δείχνουν να μην είναι και τόσο πρωτότυπες (το 2015 ο Ιρανός Τζαφάρ Πανάχι στην ταινία του «Ταξί» χρησιμοποίησε το όχημα για να μας δώσει τη δική του εικόνα της κοινωνίας της χώρας του), να διεισδύσει στη ψυχή της χώρας του και να συνθέσει τη ζοφερή εικόνα μιας κοινωνίας που οι απερίσκεπτες, επικίνδυνες νεοφιλελεύθερες στροφές της, την οδηγεί αναπόφευκτα στην αυτοκαταστροφή της.

*** Οι δικοί μου άνθρωποι

Tesnota. Ρωσία, 2017. Σκηνοθεσία: Καντεμίρ Μπαλάγκοφ. Σενάριο: Καντεμίρ ΜΠαλάγκοφ, Άντον Γιάρους. Ηθοποιοί: Ντάρια Ζόβναρ, Ατρέμ Τσίπιν, Όλγα Ντραγούνοβα, Βενιαμίν Κας. 118 λεπτά.

Το συναρπαστικό πορτρέτο μιας «κλειστής» εβραϊκής κοινωνίας παρουσιάζει στην ταινία του αυτή (βραβείο FIPRESCI – της Διεθνούς Κριτικής – στο «Ένα κάποιο βλέμμα» των Κανών) ο νέος Ρώσος σκηνοθέτης Καντεμίρ Μπαλάγκοφ. Βρισκόμαστε στην πόλη Νάτσικ (πρωτεύουσα της αυτόνομης δημοκρατίας του Καμπαρντίνι-Μπουλγκαρί), βόρεια του Καυκάσου, το 1998, δηλαδή λίγο μετά τη διάλυση του σοβιετικού καθεστώτος. Η 24χρονη Ιλόνα, μέλος μιας τετραμελής εβραϊκής οικογένειας, εργάζεται στο γκαράζ του πατέρα της.

Ένα βράδυ, ενώ η οικογένεια και οι φίλοι τους μαζεύονται για να γιορτάσουν τον αρραβώνα του μικρότερου αδερφού της, Νταβίντ, ο γαμπρός και η αρραβωνιαστικιά του απάγονται από αγνώστους οι οποίοι για λύτρα ζητούν ένα υπερβολικό ποσό. Οι οικογένειες που δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν τα λύτρα απευθύνονται για βοήθεια στην εβραϊκή κοινότητα του Νάτσικ, απόφαση που θα τους οδηγήσει σε διάφορα ηθικά και άλλα προβλήματα.

Μαθητής του Αλεξάντερ Σοκούροβ, ο γεννημένος στο Νάτσικ σκηνοθέτης εμπνεύστηκε την ιστορία της ταινίας του από ένα πραγματικό γεγονός που τον είχε σημαδέψει, όπως ανάφερε ο ίδιος σε συνέντευξή του, στην παιδική του ηλικία. Ο Μπαλάγκοφ παρακολουθεί, χρησιμοποιώντας πολύ κοντινά πλάνα, τα πρόσωπά του, δημιουργώντας μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, για να καταγράψει το οικογενειακό αυτό δράμα και να περιγράψει από μέσα, με ένα ρεαλισμό που συχνά φτάνει στα άκρα (αναφέρω χαρακτηριστικά της φρικιαστικής σφαγής Ρώσων στρατιωτών στον πόλεμο της Τσετσενίας, που παρακολουθούμε σε VHS βίντεο), όχι μόνο τον κλειστό, αδιέξοδο κόσμο της εβραϊκής αυτής οικογένειας, με τον υποβόσκοντα αντισημιτισμό και την έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στις διάφορες εθνότητες, αλλά και την ασφυκτική ατμόσφαιρα στην οποία κινείται η νεαρή, εξεγερμένη ηρωίδα (έξοχη στο ρόλο η πρωτοεμφανιζόμενη Ντάρια Ζόβναρ), που συχνά τη φέρνει σε σύγκρουση με τα υπόλοιπα, έτοιμα να βολευτούν, πρόσωπα της οικογένειας, στο διαρκή και απεγνωσμένο αγώνα της να βρει λύση στο οικογενειακό πρόβλημα.

Συνολικά μια ακόμη ταινία γύρω από τη διαφθορά, τα κοινωνικά και άλλα αδιέξοδα της σύγχρονης ρωσικής κοινωνίας από ένα νέο σκηνοθέτη, που σίγουρα θα πάρει τη θέση του κοντά στους άλλους εμπνευσμένους σκηνοθέτες του νέου ρωσικού κινηματογράφου.

** ½ – Μπάρμπαρα

Barbara. Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία: Ματιέ Αμαλρίκ. Σενάριο: Ματιέ Αμαλρίκ, Γιλίπ Ντι Φόλκο. Ηθοποιοί: Ζαν Μπαλιμπάρ, Ματιέ Αμαλρίκ, Βενσάν Πεϊρανί, Ορόρ Κλεμάν. 98 λεπτά.

 

Στις προσπάθειες ενός σκηνοθέτη να κινηματογραφήσει τη βιογραφία της θρυλικής Γαλλίδας τραγουδίστριας Μπάρμπαρα (1930-1997), φίλης του Ζακ Μπρελ και κατοπινής ακτιβίστριας στον πόλεμο ενάντια στο AIDS, στρέφεται στη νέα του αυτή σκηνοθεσία (βραβείο Ζαν Βιγκό καλύτερης ταινίας του 2017) ο γνωστός Γάλλος ηθοποιός Ματιέ Αμαλρίκ. Στην προσπάθειά του να αποφύγει την παραδοσιακή, ακαδημαϊκή προσέγγιση στην ταινία βιογραφίας, ο Αμαλρίκ οδηγήθηκε σε μια κατακερματισμένη αφήγηση και σε πρόχειρα ανεπτυγμένους χαρακτήρες, που κινούνται σε μια κάπως ονειρική, επηρεασμένη από τη μόδα της εποχής, ατμόσφαιρα, στοιχεία που τελικά δεν βοηθούν καθόλου το ρυθμό και την όλη πορεία της ταινίας του.

Παρόλες πάντως τις αδυναμίες, το πάθος του σκηνοθέτη για ρήξη με το κατεστημένο και, πάνω απ’ όλα, η μαγνητική θα έλεγα παρουσία της Ζαν Μπαλιμπάρ στο ρόλο της Μπριζίτ που αναλαμβάνει να ενσαρκώσει τη Μπάρμπαρα στην οθόνη (που αφήνεται σταδιακά να παρασυρθεί από το χαρακτήρα της τραγουδίστριας, τονίζοντας την τέχνη που διαρκώς εισβάλλει στη ζωή για να την ανατρέψει) κάνει την παρακολούθησή της ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.