ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Ταξίδι στο νησί των ερωτικών διαστροφών

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Τα άγρια αγόρια

Les garcons sauvages. Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία=σενάριο: Μπερτράν Μαντιγκό. Ηθοποιοί: Πολίν Λοριγιάλ, Βιμάλα _Πονς, Ντιάν Ρουξέλ, Αναέλ Σνεκ, Ματίλντ Βαρνιέ, Σαμ Λουβίκ. 110΄

Ανάμεσα στην ατμόσφαιρα του βιβλίου «Ο άρχοντας των μυγών» του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ (και την ταινία του Πίτερ Μπρουκ) και την ερωτική φαντασίωση των ταινιών του Βαλέριαν Μπορόβτζικ κινείται ο πειραματικός Γάλλος καλλιτέχνης Μπερτράν Μαντιγκό στην πρώτη του αυτή μεγάλου μήκους, προκλητική ταινία, που προκάλεσε διάφορες αντικρουόμενες εντυπώσεις όταν πρωτοπροβλήθηκε στο φεστιβάλ της Βενετίας του 2017.

Η ταινία αρχίζει σε κάποιο νησί, στις αρχές του 20ου αιώνα, με το βιασμό και το θάνατο μιας όμορφης δασκάλας από πέντε, από πλούσιες οικογένειες και επηρεασμένους από τη μαύρη μαγεία (και συγκεκριμένα από ένα πνεύμα με το όνομα Τρέβορ), μαθητές της, ενώ στη συνέχεια παρακολουθούμε την τιμωρία που επιβάλλεται στους δράστες: τη μεταφορά τους από τον «λοχαγό», σε ένα μαγικό (με δέντρα και λουλούδια με φαλλικά σύμβολα) νησί, όπου τα υποτιθέμενα αγόρια αρχίζουν να βγάζουν βυζιά, ενώ τα πέη τους αρχίζουν να πέφτουν, για να ανακαλύψουμε πως τα αγόρια ήταν τελικά κορίτσια, με τον Μαντιγκό να βάζει με έξυπνο τρόπο το θέμα του φύλου, και του αναγκαίου (ή υποχρεωτικού); ρόλου των διαφορετικών πλευρών του (με πολύ ωραίες, πρέπει να σημειώσω, ερμηνείες από τις νεαρές Πολίν Λοριγιάλ, Βιμάλα Πονς, Ντιάν Ρυζέιλ, Αναέκ Σνεκ και Ματίλντ Βαρνιέ).

Εκείνο που κάνει την ταινία του Μαντικό να αποφεύγει τη χυδαιότητα (και υπάρχουν αρκετές, με ερωτικά και σεξουαλικά στοιχεία σκηνές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν εκεί) και να ξεχωρίζει είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει την ιστορία του. Με στιλιζαρισμένες, εξπρεσιονιστικές συχνά εικόνες, που αντλούν τόσο από το βουβό κινηματογράφο όσο και από τον πιο σύγχρονο (με τον διευθυντή φωτογραφίας Πασκάλ Γκρανέλ να κινείται επιδέξια ανάμεσα στο μαυρόασπρο και το έγχρωμο φιλμ), με τη δημιουργία μιας, με έντονο ερωτισμό, σουρεαλιστικής ατμόσφαιρας (ένα είδος μποροβτσικού «Γκοτό, το νησί του έρωτα»).

*** ½ Το χρυσό γάντι

Der Goldene Handschch. Γερμανία/Γαλλία, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Φατίχ Ακίν. Ηθοποιοί: Γιόνας Ντάσλερ, Μαργκαρέτε Τίζελ, Αδάμ Μπουσδούκος, Κάτια Στουτ. 115΄

Την ιστορία ενός σίριαλ-κίλερ που έδρασε στο Αμβούργο στο δεκαετία του `70, αφηγείται στη νέα του, βουτηγμένη σε μια μαύρη, ιδιαίτερα σκληρή, ατμόσφαιρα, ταινία “Το Χρυσό Γάντι”, που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα της 69ης Μπερλινάλε, ο εγκαταστημένος στη Γερμανία Τούρκος σκηνοθέτης, Φατίχ Ακίν. Τακτικός πελάτης στο γνωστό αυτό μπαρ του Αμβούργου είναι ο Χόνκα, ο πανάσχημος, αηδιαστικός, φαινομενικά άκακος, κατά συρροή δολοφόνος της ταινίας (με τον Γιόνας Ντάσλερ να δίνει μια εκπληκτική, πολύ δυνατή ερμηνεία), που αναζητά τα θύματά του ανάμεσα στις ηλικιωμένες, πιο φριχτές από αυτόν, τακτικές θαμώνες στο Χρυσό Γάντι.

Ο πολυβραβευμένος για τις ταινίες του Ακίν (Χρυσή Άρκτος για την ταινία του “Μαζί ποτέ” στη Μπερλινάλε το 2004, Μέγα Βραβείο της Επιτροπής του φεστιβάλ Βενετίας το 2009 για την ταινία του “Soul Kitchen”) χρησιμοποιεί το μπαρ ως ένα είδος μικρόκοσμου της σύγχρονης, εξαντλημένης κάτω από το βάρος της οικονομικής κρίσης Ευρώπης, ένα πανευρωπαϊκό μπαρ, όπου οι μοναχικοί θαμώνες του (ως επί το πλείστον απογοητευμένοι από τη ζωή άνθρωποι του περιθωρίου και όχι μόνο), περνούν την ώρα τους αναζητώντας τη λησμονιά στο ποτό και σε διάφορες άλλες, έκφυλες διασκεδάσεις, ενώ, όποιος άλλος καταφέρει να διεισδύσει σ` αυτό, όπως κάνουν κάποια στιγμή ο νεαρός τινέιτζερ και η συνομήλικη φίλη του, που μπαίνει εκεί με δική του ευθύνη (με αποτέλεσμα για το νεαρό να του γίνει σκληρό μάθημα).

Σ` αυτό το χώρο, ο αποκρουστικός Χόνκα, ανίκανος να βρει τον “άγγελο”, όπως παραδέχεται ο ίδιος όταν συναντά τυχαία ένα νεαρό, ξανθό κορίτσι που όπως πιστεύει θα τον οδηγήσει στον παράδεισο (το ίδιο κορίτσι που αργότερα θα βρεθεί στο μπαρ με τον τινέιτζερ φίλο της), στρέφεται στις άσκημες, μεσήλικες πόρνες, με τις οποίες, ανίκανος, τις πιο πολλές φορές, παρά τις διάφορες προσπάθειές του, να κάνει σεξ, στο ακόμη πιο φριχτό και βρόμικο διαμέρισμά του, δολοφονεί και διαμελίζει, σε σκηνές από τις πιο αποκρουστικές και αποτρόπαιες που είδαμε τα τελευταία χρόνια σε ταινία.

Η ιστορία του σίριαλ κίλερ, σε μια Ευρώπη της κρίσης, μου θύμισε μια άλλη, αριστουργηματική ταινία, με ένα παρόμοιο θέμα (δεν ξέρουμε πόσο είναι τυχαία αυτή η σύμπτωση): την κλασική “Μ” του Φριτζ Λανγκ (1931), ταινία κι αυτή γυρισμένη σε μια Γερμανία οικονομικής κρίσης, με πρωταγωνιστή έναν άλλο σίριαλ-κίλερ, αν και δολοφόνο παιδιών. Βέβαια, ο Ακίν χρησιμοποιεί τη δική του ιστορία με διαφορετικό (αν και πολλά στοιχεία είναι κοινά) στόχο: βασικά να καταγράψει, μέσα από την αλληγορία του αυτή τη διαρκή, χωρίς εύκολη διέξοδο, κατάπτωση των σύγχρονων ευρωπαϊκών, στραμμένων αποκλειστικά στο χρήμα και το εύκολο κέρδος, κοινωνιών, που τα “εγκλήματά” τους είναι το ίδιο (και μάλιστα πολύ χειρότερα) από αυτά του δυστυχισμένου αυτού, σίριαλ-κίλερ.

*** ½ – Λίλιαν

Lillian. Αυστρία, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Αντρέας Χόρβατ. Ηθοποιοί: Πατρίσια Πλάνικ. 130΄

Ένα ασυνήθιστο ρόουντ-μούβι από τον γνωστό, βραβευμένο Αυστριακό ντοκιμαντερίστα Αντρέας Χόρβατ, που εμπνευσμένος από την ιστορία της Αλίσια Άλινγκ, η οποία το 1926 με 1927 ξεκίνησε με τα πόδια από τη Νέα Υόρκη για να επιστρέψει στη Ρωσία, ακολουθεί μια άλλη γυναίκα, την Πολωνή Πατρίσια Πλανκ, σ’ ένα παρόμοιο ταξίδι που κράτησε εννιά μήνες.

Χωρίς να γνωρίζει καθόλου αγγλικά, η 30χρονη μετανάστρια Πατρίσια ξεκινά από την ανατολική ακτή μέχρι την βορειοδυτική ακτή και τον Καναδά, κλέβοντας παπούτσια ή τροφή, μαζεύοντας τροφή από σκουπίδια, βρίσκοντας καταφύγιο σε εγκαταλειμμένα, μισο-ερειπωμένα σπίτια ή και σε  σωλήνες αποστράγγισης και αντιμετωπίζοντας διάφορες άλλες περιπέτειες: το κυνηγητό από ένα βιαστή και τη σύλληψη από έναν αστυνομικό. Για φτάσει τελικά στον ποταμό Γιούκα όπου θα προσπαθήσει με ένα κανό να συνεχίζει το ταξίδι της – που τη συνέχεια του οποίου δεν βλέπουμε.

Με ωραίες, εντυπωσιακές, ποιητικές εικόνες, και με λιγοστή μουσική, ο Χόρβατ παρακολουθεί την ηρωίδα του στην αμερικανική ενδοχώρα, ένα ταξίδι όπου έχει να κάνει με τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση (φέρνοντας στο νου το «Γουόλντεν» του Χένρι Θόρο αλλά και το «Δίχως στέγη, δίχως νόμο» της Ανιές Βαρντά), ταξίδι ταυτόχρονα στην Αμερική του Τραμπ, μια Αμερική ξεχασμένη, όπου το μόνο πράγμα που φαίνεται να κυριαρχεί είναι η θρησκεία, και όπου οι κάτοικοι προσπαθούν με διάφορες αποτυχημένες εκδηλώσεις (όπως το θλιβερό θέαμα σε ροντέο) προσπαθούν να δώσουν κάποια ζωντάνια και νόημα στην άχαρη, νεκρή στην πραγματικότητα, ζωή τους.

*** Η βασίλισσα της καρδιάς

The Queen of Hearts. Δανία/Σουηδία, 2019. Σκηνοθεσία: Μέι Ελ-Τούκι. Σενάριο: Μέι Ελ-Τούκι, Μάρεν Λουίζ-Κένε. Ηθοποιοί: Τρίνε Ντίρχολμ, Γκούσταβ Λιντ, Μάγκνους Κρέπερ. 127’

Σ’ ένα τολμηρό ερωτικό δράμα στρέφεται η Δανέζα σκηνοθέτρια Μέι Ελ-Τούκι στην προερχόμενη από το φεστιβάλ του Sundance ταινία της, «Η βασίλισσα της καρδιάς», με την πρωταγωνίστρια της, Αν, επιτυχημένη δικηγόρο, που υπερασπίζεται κακοποιημένα παιδιά, και μητέρα δίδυμων κοριτσιών, η οποία, για να καλύψει ένα ψυχολογικό κενό στην ανιαρή οικογενειακή ζωή της, αποπλανεί τον έφηβο γιο του συζύγου της από άλλη γυναίκα, ο οποίος μπαίνει ξαφνικά στην ήσυχη ζωή τους, για να τη μετατρέψει τελικά σ’ ένα είδος εφιάλτη.

Μέσα από την ερωτική αυτή, αιμομικτική σχέση, η σκηνοθέτρια διερευνά εκτός τις ανθρώπινες σχέσεις (μαζί και την άλλη, κάθε άλλο παρά «αγγελική» πλευρά της δικηγόρου) αλλά και βάζει σημαντικά θέματα όπως το πέρασμα του χρόνου που καθορίζει τη ζωή μας και τη συμπεριφορά μας καθώς και η κατάχρηση εξουσίας και η παράβαση ηθικών και άλλων ορίων, ιδιαίτερα από μια δικηγόρο η οποία υποτίθεται πως έχει αναλάβει την προστασία τους.