ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Τρία πορτρέτα θαρραλέων γυναικών

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Η γυναίκα σε διάφορες μορφές είναι η πρωταγωνίστρια στις καλύτερες ταινίες της βδομάδας: ηρωίδα ατίθαση, απρόβλεπτη, στη γαλλική ταινία «Μια νέα γυναίκα» της πρωτοεμφανιζόμενης Λεονόρ Σεράιγ, γυναίκα γενναία, έτοιμη να αντιμετωπίσει τα τραύματα του παρελθόντος στην αγγλική ταινία «Σκοτεινός ποταμός» της Κλιό Μπάρναρντ, γυναίκες αποφασισμένες, έτοιμες να αντιμετωπίσουν τα τραύματα του πολέμου στη λιβανέζικη ταινία «Εντός ορίων» του Φιλίπ Βαν Λιού.

*** ½ – Μια νέα γυναίκα

Jeune Femme/Montparnasse bienvenu. Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία: Λεονόρ Σεράιγ. Σενάριο: Λεονόρ Σεράιγ, Κλεμάνς Καρέ, Μπαστιέν Νταρέτ. Ηθοποιοί: Λετίτσια Ντος, Σουλεϊμάν Σεγιέ Ντιαγέ, Γκρεγκουάρ Μονσεζιόν. 97 λεπτά.

Το πορτρέτο μιας ατίθασης, μοναχικής, απρόβλεπτης νέας γυναίκας που περιφέρεται στο Παρίσι, παρουσιάσει η Λεονόρ Σεράιγ, στην πρώτη της αυτή ταινία, που κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα στο περσινό φεστιβάλ των Κανών. Η Πόλα (μια εξαιρετική Λετίτσια Ντος), φορώντας ένα κόκκινο παλτό και κρατώντας μια πανέμορφη κάτασπρη γάτα Περσίας, περιφέρεται στο Παρίσι, αποφασισμένη, επίμονη, αν και χωρίς καθόλου χρήματα ή μόνιμο μέρος να κοιμηθεί, κάνοντας διάφορες δουλειές, αντιμετωπίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις με μια προκλητική συχνά στάση, που πίσω της κρύβεται ένας ευαίσθητος, αν και πληγωμένος από τη ζωή, άνθρωπος.

Στο νου έρχεται μια άλλη μοναχική γυναίκα, εκείνη της Σαντρίν Μπονέρ στο «Χωρίς στέγη, χωρίς νόμο» της Ανιές Βαρντά.

Μόνο που, αντίθετα με την απογοητευμένη τελικά από τη ζωή Μόνα της Μπονέρ, η αντικομφορμίστρια, γεμάτη σφρίγος και ενέργεια για ζωή, επαναστατημένη ηρωίδα της Λετίτσια Ντος, στο γεμάτο απρόοπτα, μοναχικό αυτό «ταξίδι» της, έχοντας εγκαταλείψει ένα εραστή που την αντιμετωπίζει περισσότερο σαν αντικείμενο, αναλαμβάνει διάφορες δουλειές (μπέιμπι-σίτινγκ, πωλήτρια σε κατάστημα γυναικείων εσώρουχων), με δυο μόνο φίλους που αποκτά στην πορεία της (ένα Αφρικανό φύλακα στο πολυκατάστημα όπου εργάζεται η Πόλα και μια «φίλη» που συναντά υπό περίεργες συνθήκες και η οποία τη φιλοξενεί προσωρινά) και την περιστασιακή παρέα ενός μικρού κοριτσιού που κάνει μπέιμπι-σίτινγκ, ψάχνει και ψάχνεται, προσπαθώντας να έρθει σε επαφή με μια αποξενωμένη, εχθρική μητέρα, μετατρέποντας το ταξίδι της σε μια εσωτερική αναζήτηση αυτογνωσίας, στον εσωτερικό αυτό, ατέρμονο αγώνα της να συμβιβαστεί με τον εαυτό της και τον κόσμο γύρω της.

Αντίθετα με τις χολιγουντιανές δραματικές κομεντί που διαρκούν δύο τουλάχιστο ώρες, στη μιάμιση μόνο ώρα που διαρκεί η ταινία της, η Σεράιγ κατάφερε να φτιάξει μια λεπτή, γεμάτη πάθος, ομορφιά και ευαισθησία, με ωραίους διαλόγους και ελλειπτική στην αφήγησή της, ταινία, που δείχνει ο σύγχρονος γαλλικός κινηματογράφος έχει αποκτήσει μια νέα, δυνατή φωνή.

 

*** Σκοτεινός ποταμός

Dark River. Βρετανία, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κλιό Μπάρναρντ. Ηθοποιοί: Ρουθ Γουίλσον, Μαρκ Στάνλεϊ, Σον Μπιν. 90 λεπτά.

Στην ίδια περιοχή του Γιόρκσαϊρ αλλά και στο ρεαλισμό του «Οργισμένου γίγαντα» επιστρέφει η Κλιό Μπάρναρντ με τη νέα της αυτή, τρίτη ταινία για να αφηγηθεί την ιστορία της Άλις, μιας σεξουαλικά κακοποιημένης γυναίκας που, 15 χρόνια αργότερα, επιστρέφει, μετά το θάνατο του πατέρα που την κακοποιούσε, στο οικογενειακό αγρόκτημα που εκείνος της είχε υποσχεθεί για να το διεκδικήσει από τον αδερφό που το φρόντιζε.

Εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα της Ρόουζ Τρεμέιν Trespass (2010) και με ένα τίτλο από ποίημα του Τεντ Χιουζ με θέμα την απώλεια και τον πόνο, η ταινία καταγράφει με επιμονή και λεπτομέρεια την πορεία της ψυχικά τραυματισμένης Άλις, που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της και τους εσωτερικούς της δαίμονες.

Οι προσπάθειές της να αναβιώσει το σε πλήρη εγκατάλειψη και αποσύνθεση αγρόκτημα, θα τη φέρει σε σύγκρουση με τον αδερφό της, που, όπως μαθαίνουμε σταδιακά και μέσα από τα διάφορα γύρω από την παιδική τους ηλικία φλας-μπακ, γνώριζε την τραυματική εμπειρία της αδερφής του. Η Μπάρναρντ περιγράφει με λιτότητα, με ένα άμεσο στιλ, συγγενικό μ’ εκείνο του free cinema και του Κεν Λόουτς, με σιωπές και παύσεις που αφήνουν χώρο για ανάσα, με τους χώροι και τα τοπία να σχολιάζουν ή να έρχονται σε αντίστιξη με τα δρώμενα, με λιγοστή, υποβλητική μουσική (μαζί και ένα ωραίο nursery rhyme της Πι Τζέι Χάρβεϊ), αποσπώντας μια εκπληκτική ερμηνεία από την Ρουθ Γουίλσον. Για να τελειώσει με μια φανταστική, εικαστικά έξοχη, σκηνή, με την ηρωίδα και τον αδερφό της, να βγαίουν από την πόρτα της αποθήκης, και να χάνονται στον ορίζοντα, όμορφη αναφορά στην τελευταία σκηνή της κλασικής ταινίας του Τζον Φορντ, “Η αιχμάλωτος της ερήμου”.

*** Εντός ορίων

Insyriated. Λίβανος/Βέλγιο/Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Φιλίπ Βαν Λιού. Ηθοποιοί: Χίαμ Αμπάς, Ντιαμάντ Μπου Αμπούντ, Ζιλιέτ Ναβίς. 85 λεπτά.

Με το Βραβείο Κοινού του φεστιβάλ του Βερολίνου μας έρχεται η συγκλονιστική αυτή, βουτηγμένη σε μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, ταινία του Βέλγου σκηνοθέτη και γνωστού διευθυντή φωτογραφίας Φιλίπ Βαν Λιού. Με φόντο τον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις του Μπασάρ αλ Ασάντ και τους επαναστάτες, και τοποθετημένη για ένα 24ωρο σ’ ένα διαμέρισμα της Δαμασκού, η ταινία παρουσιάζει τον αντίκτυπο του πολέμου στους απλούς ανθρώπους.

Μέσα στο 24ωρο στο οποίο εκτυλίσσεται το δράμα – από τη μιαν αυγή στην άλλη, μ’ ένα ηλικιωμένο να παρακολουθεί από το παράθυρο το δρόμο – η κάμερα καταγράφει τις καταστάσεις και τις αντιδράσεις ανάμεσα σε μια ομάδα ανθρώπων που βρίσκονται εκεί.

Επικεφαλής βρίσκονται δυο εντελώς διαφορετικές, αν και δυναμικές η κάθε μια με το δικό της τρόπο, γυναίκες, η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος, Ουμ Γιαζάν (εξαίρετη στο ρόλο η Χίαμ Αμπάς), και η Χαλιμά (μια ακόμη εξαίρετη ερμηνεία από την Ντιαμάντ Μπου Αμπούντ): η πρώτη, να κρατά την ισορροπία στη διεξαγωγή της καθημερινής ζωής στο διαμέρισμα αλλά και να ελέγχει τα δικά της πρόσωπα (τον πεθερό και τα τρία παιδιά της), ενόσω ο άντρας της λείπει, και να προσπαθεί να κρατήσει μυστικό από τη Χαλιμά την αλήθεια για τον άντρα της (σε προηγούμενη σκηνή, ενώ προσπαθεί να βγει από το σπίτι για να κανονίσει τη διαφυγή τους για τη Βηρυτό, ο άντρας της πέφτει θύμα πυροβολισμού από ελεύθερο σκοπευτή).

Κάποια στιγμή, ένοπλοι στρατιώτες θα παραβιάσουν την πόρτα και θα μπουν στο διαμέρισμα, ενώ στη συνέχεια, σε μια από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές της ταινίας, βιάζουν την Χαλιμά (ενώ οι άλλοι ένοικοι παρακολουθούν έντρομοι, κλεισμένοι στην κουζίνα), με την Ουμ Γιαζάν να αναλαμβάνει να βοηθήσει τη Χαλιμά και να της αποκαλύψει την αλήθεια για τον άντρα της – στην άλλη, πιο σημαντική σκηνή της ταινίας, η Χαλιμά τρέχει έξω στην αυλή για να μεταφέρει το πτώμα του συζύγου της για να ανακαλύψει πως αυτός είναι ακόμη ζωντανός, και, μαζί με την Ουμ Γιαζάν, αγωνίζεται να του σώσει τη ζωή και, με τη βοήθεια φίλων, να τον φυγαδεύσει σε πιο ασφαλές μέρος.

Παρά τη θεατρική δομή της ταινίας, με το διαμέρισμα ως μοναδικό χώρο όπου εκτυλίσσεται το δράμα, ο Φιλίπ Βαν Λιου κατάφερε να του δώσει κινητικότητα και ζωντάνια, χάρη σε μια κάμερα που συνεχώς κινείται, ψάχνει, ερευνά, πλησιάζει και εξετάζει τα πρόσωπα, για να καταγράψει τα αισθήματα, τους φόβους και τις ελπίδες τους, με τις δυο πρωταγωνίστριες να τονίζουν με την ερμηνεία τους την άλλη, το ίδιο τρομερή αν και όχι συχνά φανερή, πλευρά του πολέμου και τα φριχτά, απάνθρωπα δεινά στα οποία υπόκεινται οι διάφορες άμαχες οικογένειες.

** ½ – Ready Player One

ΗΠΑ, 2018. Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ. Σενάριο: Ζακ Πεν, Έρνεστ Κλάιν. Ηθοποιοί: Τάι Σέρινταν, Ολίβια Κουκ, Μπεν Μέντελσον, Μαρκ Ράιλανς, Λίνα Γουέιτ. 140 λεπτά.

Στην ποπ κουλτούρα των δεκαετίας του ’70 και ’80, προσαρμοσμένη στην αισθητική των βίντεογκεϊμ, στρέφεται ο Στίβεν Σπίλμπεργκ με τη νέα του αυτή ταινία. Πηγή τη φορά αυτή είναι ένα μυθιστόρημα του Έρνεστ Κλάιν, που εκτυλίσσεται το 2045 και που συνδυάζει τα κόμικς με τις περιπέτειες φαντασίας: στο επίκεντρο ένα κρυμμένο «πασχαλινό αβγό» που πρέπει να ανακαλύψουν οι παίκτες της OASIS, του πιο επιτυχημένου παιχνιδιού εικονικής πραγματικότητας που ο ιδρυτής του, Τζέιμς Χάλιντεϊ (Μαρκ Ράιλανς), ο Στιβ Τζομπς του μέλλοντος, προσφέρει μετά το θάνατό του, με τον νικητή να αναλαμβάνει τη διαχείριση της αμύθητης περιουσίας του.

Ευκαιρία για το «μεγάλο παιδί» Στίβεν να επιστρέψει στην παιδική ηλικία και, μέσα από τις περιπέτειες της ομάδας των νεαρών παικτών που έρχεται αντιμέτωπη με ένα αδυσώπητο επιχειρηματία, να φτιάξει μια ταινία όπου όλα υποτάσσονται στα πιο τέλεια ειδικά εφέ και σε ένα ατέλειωτο, εντυπωσιακά βίντεογκεϊμ, για να προσφέρει τα ρίγη του σασπένς και της ατέλειωτης δράσης. Μόνο που εδώ λείπουν η ζωντάνια, το πάθος και η πρωτοτυπία που συναντάμε σε ταινίες του Σπίλμπεργκ όπως οι «Στενές επαφές τρίτου τύπου» και «Οι κυνηγοί της χαμένης κιβωτού».