ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Στον αστερισμό της γυναίκας: από τις τρεις αδερφές του Άλπερ ως την ηρωίδα του Star Wars περνώντας από την Ευτυχία του Φραντζή

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Η γυναίκα πρωταγωνιστεί στις νέες ταινίες της βδομάδας αυτής. Με επικεφαλής τις τρεις αδερφές στην ομότιτλη, βραβευμένη σε διάφορα φεστιβάλ, ταινία του Τούρκου Εμίν Άλμπερ, καθώς και στις ταινίες, «Ευτυχία» του Άγγελου Φραντζή και το αμερικανικό μπλοκ-μπάστερ «Star Wars: Skywalker, η άνοδος» του Τζέι Τζέι Έιμπραμς. Ενώ σε επανέκδοση προβάλλονται, το αριστούργημα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, «Φανή και Αλέξανδρος» και το ιστορικό ντοκιμαντέρ «Η μάχη της Αθήνας» του Τάσου Λέρτα.

**** Tρεις αδερφές

Kiz Kardesler. Τουρκία, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Εμίν Άλπερ. Τσέμρε Εμπουζίγια, Έτσε Γιουκσέλ, Χελίν Καντεμίρ. 108΄

Η βυθισμένη στη φτώχια, τις παραδόσεις και την αμάθεια Ανατόλια δεν έπαψε να είναι το θέμα πολλών Τούρκων σκηνοθετών, ξεκινώντας από τον μοναδικό Γιλμάζ Γκιουνέι και φτάνοντας ως πιο σύγχρονους σκηνοθέτες όπως ο Καπλάνογλου και ο Τσεϊλάν. Σ’ αυτούς πρέπει να προσθέσω και τον Εμίν Άλπερ που, με τη συγκινητική, δοσμένη με λυρισμό, ταινία του, «Οι τρεις αδερφές», που παρουσιάζει το δράμα τριών νέων γυναικών, αδερφών, χρησιμοποιώντας το ξεπερασμένο, αν και όχι ακόμη ξεχασμένο, έθιμο του «μπεσλεμέ», της αποστολής δηλαδή νεαρών κοριτσιών σε σπίτια πλουσίων, όπου αντιμετωπίζονται όχι απλά ως ανάδοχα παιδιά αλλά και ως υπηρέτριες. Έθιμο, όμως, που έδινε την ευκαιρία στα κορίτσια να γλιτώσουν από τα ξεπερασμένα έθιμα και τις παραδόσεις του χωριού, προσφέροντάς τους, ταυτόχρονα, τη δυνατότητα να παντρευτούν κάποιον στην πόλη.

«Η ψυχολογία του μπεσλεμέ είναι για μένα πάντα ενδιαφέρουσα”, ανάφερε ο σκηνοθέτης, “επειδή εμπλέκει ισχυρές συγκρούσεις και αμφιθυμία, Οι περισσότερες που ζουν ως μπεσλεμέ αισθάνονται απροσάρμοστες στους νέους τους χώρους στην πόλη, δεν αισθάνονται ότι βρίσκονται σε οικείο περιβάλλον, αλλά δεν επιθυμούν να επιστρέψουν σε μια ζωή φτώχειας γι’ αυτό και βρίσκονται παγιδευμένες σ’ ένα πουργατόριο».

Η ταινία αρχίζει όταν τα τρία κορίτσια, για διάφορους λόγους, έχουν επιστρέψει στο χωριό τους, στην Κεντρική Ανατόλια: η Ρέιχαν, έχει επιστρέψει έγκυος και ο πατέρας της αναγκάζεται να την παντρέψει εσπευσμένα με τον Σεβκέτ, ένα φτωχό, δειλό βοσκό, η Χάβα επιστρέφει όταν ο ανάδοχος αδερφός της πεθαίνει, ενώ τη Νούρχαν φέρνει πίσω ο πατριός της, Νετσάτι, επειδή φερόταν άσκημα στο μωρό της οικογένειας. Στο δείπνο που ακολουθεί, που είναι και το πιο σημαντικό κομμάτι της ταινίας, ο πατέρας των κοριτσιών προσπαθεί να πείσει τον Νετσάτι να δεχτεί για μπεσλεμέ τη Χάβα, η στάση όμως του Σεβκέτ θα προκαλέσει απρόβλεπτα προβλήματα και συγκρούσεις.

Ο Άλπερ αφηγείται με ένα ήρεμο, ράθυμο τόνο την ιστορία του, συνδυάζοντας με ισορροπία το χιούμορ με το δράμα, προσπαθώντας να σκιτσάρει με ειλικρίνεια και χωρίς να τους κρίνει τους διάφορους χαρακτήρες του (κανένας δεν είναι εντελώς καλός ή εντελώς κακός) χρησιμοποιώντας τους φυσικούς χώρους (τη φύση, τα χειμωνιάτικα, χιονισμένα τοπία της περιοχής), φωτογραφημένους με ξεχωριστή φροντίδα από τον Έρμε Ερκμέν, για να σχολιάσει τις καταστάσεις αλλά και να τονίσει τη ψυχολογική κατάσταση των διαφόρων χαρακτήρων του, ιδιαίτερα των τριών κοριτσιών, που η κάθε μια, με το δικό της, συχνά θλιβερό τρόπο προσπαθεί να βρει τρόπο να φύγει από το χωριό, όπως στην περίπτωση της Νούρχαν, η οποία, αρχικά, προσποιείται την άρρωστη, πιστεύοντας πως έτσι θα πείσει τον Νετσάτι να την ξαναπάρει, για να καταλήξει τελικά βαριά άρρωστη, χωρίς την κατάλληλη φροντίδα, εξαιτίας του αποκλεισμού του χωριού από τα χιόνια.

** Ευτυχία

Ελλάδα, 2010. Σκηνοθεσία: Άγγελος Φραντζής. Σενάριο: Κατερίνα Μπέη. Ηθοποιοί: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Κάτια Γκουλιώνη, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Θάνος Τοκάκης, Ντίνα Μιχαηλίδου, Παύλος Ορκόπουλος, Ευαγγελία Συριοπούλου, Λίλα Μπακλέση. Κατερίνα Διδασκάλου. 123΄

Στα παλιά, εμπορικά μελοδράματα της Φίνος Φιλμ» και της «Ανζερβός», με μια εκμοντερνισμένη, χάρη στις νέες τεχνολογίες, επίφαση, στρέφεται ο Άγγελος Φραντζής («Ακίνητο ποτάμι», «Σύμπτωμα») για να αφηγηθεί την ιστορία της ατίθασσης, αποφασισμένης να ζήσει τη ζωή της. Γεννημένης στο Αϊδίνι, διάσημης στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, που τους στίχους της ζωντάνεψαν με τη μουσική τους πρόσωπα όπως ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Χιώτης και ο Χατζιδάκις.

 

Το αποσπασματικό (για να καλύψει όλη την περίοδο στη δίωρη διάρκειά του), δοσμένο μέσα από συνεχή φλας-μπακ, σενάριο της Κατερίνας Μπέη εκμεταλλεύεται όλα τα γνωστά κλισέ των βιογραφικών ταινιών, τόσο στις (υπερβολικά) μελοδραματικές σκηνές, όσο και στις σκηνές εντυπωσιασμού (ενδιάμεσες συναντήσεις της ηρωίδας με τους διάφορους καθώς και άλλα πρόσωπα (τη Ρένα Βλαχοπούλου, τον Φραγκίσκο Μανέλλη, που παντρεύτηκε την αδερφή της), με την Ευτυχία να περνά την ώρα της καπνίζοντας και παίζοντας χαρτιά (η μεγάλη μανία της), ενώ παράλληλα σημειώνει τα τραγούδια της είτε σε χαρτιά από κουτιά τσιγάρων είτε σε χαρτοπετσέτες.

Εκείνο όμως που λείπει περισσότερο από το σενάριο είναι η σκιαγράφηση των χαρακτήρων (μαζί κι εκείνος του ομοφυλόφιλου Λουκά, που στηρίζεται σε στερεότυπα) καθώς και η δημιουργία της ατμόσφαιρας της Ελλάδας της εποχής στην οποία ζούσε η Ευτυχία. Με την Καρυοφιλλιά Καραμπέτη υπερβολική στο ρόλο μιας σε μεγάλη ηλικία Ευτυχίας (με απόγειο τη σκηνή του θανάτου της μητέρας της) και την Κάτια Γκουλιώνη, κάπως επίπεδη, στο ρόλο της νεότερης Ευτυχίας.

Ο Φραντζής εξυπηρετεί ικανοποιητικά το σενάριο, χωρίς όμως εκείνη τη φρεσκάδα και την έξαρση που θα το ανέβαζε σ’ ένα άλλο, καλύτερο επίπεδο. Εκτός από τις σκηνές της μικρασιατικής καταστροφής (που είναι και οι καλύτερες της ταινίας), δεν βλέπουμε, έστω και σε φόντο, τίποτα από την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, της γερμανικής κατοχής, της Αντίστασης, του εμφύλιου πολέμου, του παρακράτους της δεξιάς ή της περιόδου της φτώχιας και της μετανάστευσης. Όλα όσα παρακολουθούμε μοιάζουν σαν να εκτυλίσσονται σε κάποια παραμυθένια χώρα ή σε άλλο πλανήτη, παρόλο που η Ευτυχία έζησε σε μια συγκεκριμένη Ελλάδα κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, στην Ελλάδα της περιόδου ανάμεσα στη δεκαετία του ’20 και εκείνη στις αρχές του ΄70.

** Star Wars: Skywalker, η άνοδος

Star Wars: Episode IX – The Rise of Skywalker. ΗΠΑ, 2019. Σκηνοθεσία: Τζέι Τζέι Έιμπρας. Σενάριο: Άνταμ Ντράιβερ, Ντέιζι Ρίντλεϊ, Μπίλι Λουρντ, Κέρι Ράσελ, Κάρι Φίσερ, Μαρκ Χάμιλ. 141΄

Το να αναβιώσεις το παρελθόν (όταν μάλιστα αυτό είναι λαμπρό) είναι πολύ δύσκολο, όπως θα ανακάλυψε ο Τζέι Τζέι Έιμπραμς που σκηνοθετεί ξανά ένα από τα επεισόδια, τη φορά αυτή το τελευταίο (ελπίζουμε) από τα εννιά συνολικά επεισόδια του «Πολέμου των άστρων», ενός από τα πιο εμπορικά franchise στην ιστορία του Χόλιγουντ. Ας μη ξεχνάμε πως από to 1977 που ο Τζορτζ Λούκας πρωτοξεκίνησε την επιτυχημένη αυτή σειρά ακολούθησαν όχι μόνο άλλες 8 ταινίες αλλά και τηλεοπτικές σειρές και βίντεο-παιχνίδια και βιβλία και κόμικς που χάρισαν στο franchise τεράστια ποσά, έχοντας ήδη ξεπεράσει τα 65 δισεκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις.

Αυτό όμως που αποδεικνύει το νέο επεισόδιο είναι πώς τα ευρήματα και οι οποιεσδήποτε ανατροπές και αναβιώσεις δεν κατάφεραν να δώσουν τη ζωντάνια και τη φρεσκάδα των πρώτων επεισοδίων. Παρόλο που τη φορά αυτή ηρωίδα είναι γυναίκα (το @MeToo φαίνεται μα κερδίζει έδαφος και στα σενάρια), η Ρέι (μια αρκετά πειστική Ντέιζι Ρίντλεϊ), με τις ευχές της πριγκίπισσας Λέια προσπαθεί να ξεσηκώσει όλους τους κατοίκους του Γαλαξία (ανθρώπους όλων των φυλών, ρομπότ και τερατοειδή όντα – είμαστε σε μια εποχή συνύπαρξης αντίθετα με τις επιθυμίες του Τραμπ) υπέρ της Αντίστασης και ενάντια στους μοχθηρούς Σιντ.

Σε μια σειρά που   συνεχίζεται με τον ίδιο πάντα τρόπο (αν και περισσότερο αδικαιολόγητα περίπλοκο), με τον Παλατίν (που φαίνεται πως δεν πέθανε στην «Επιστροφή των Τζεντάι») να προσπαθεί να την παρασύρει, όπως και τον Αρχηγό του Πρώτου Τάγματος (Άνταμ Ντράιβερ) στη σκοτεινή πλευρά του Γαλαξία. Με πισωγυρίσματα, με ανατροπές, με παράλληλες, ατέλειωτες ιστορίες και πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν (μερικοί, όπως ο Χάρισον Φορντ αλλά και άλλοι να δείχνουν κουρασμένοι) και που στη συνέχεια ξεχνάς, φτάνει το θέαμα να παραμένει φανταχτερό και εντυπωσιακό!

Ο Έιμπραμς υπηρετεί όσο καλύτερα μπορεί το στόρι, προσφέροντας εικαστικά ωραίες εικόνες και την αναμενόμενη δράση βάση μιας πετυχημένης φόρμουλας: λίγη έντονη δράση με σασπένς, μια ανάπαυλα με μερικούς (τυποποιημένους διαλόγους, ξανά λίγη δράση ακόμη και ξανά ανάπαυλα και πάλιν δράση (που συχνά μοιάζει με βίντεογκέιμ υψηλής ποιότητας) και που εκμεταλλεύεται όλες τις επιτεύξεις της σύγχρονης τεχνολογίας για να εντυπωσιάσει με τον επίλογο αυτό σε μια εκλαϊκευμένη «όπερα του διαστήματος» που δεν έπαψε να έχει τους φανατικούς οπαδούς της.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

** ½ – Ντοκουμέντο – Η μάχη της Αθήνας

Ελλάδα, 1982. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τάσος Λέρτας. Μοντάζ: Μπάμπης Αλέπης. Μουσική Σύνθεση: Γρηγόρης Μπλάφας. 84′

Ιστορικό ντοκιμαντέρ που προβάλλεται με αφορμή την επέτειο των 75 χρόνων από τη μάχη της Αθήνας. Η ταινία εστιάζει το ενδιαφέρον της από τα γεγονότα του Οκτωβρίου 1944, όταν ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε την Αθήνα, περνάει από επίσκεψη του Τσόρτσιλ στην Αθήνα και την ανάθεση της «επιβολής της τάξης» στον στρατηγό Σκόμπι, ο οποίος, μαζί με τους Βρετανούς στρατιώτες, τους αστυνομικούς, τους χωροφύλακες, τους ταγματασφαλίτες, τους τσολιάδες και τους «Χίτες» είχαν επιδοθεί σε τρομοκρατία, συλλήψεις, ξυλοδαρμούς και δολοφονίες για να φτάσει στη μεγάλη σφαγή των Δεκεμβριανών και να καταλήξει στις 20 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, ενώ το ΕΑΜ είχε αρχίσει να στήνει συσσίτια και να μοιράζει τρόφιμα σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας, ενώ οι Βρετανοί σφυροκοπούσαν για να εμποδίσουν τις διανομές.

 

Ο Λέρτας ξόδεψε αρκετά χρόνια για να βρει το κατάλληλο υλικό – υλικό σπάνιο – που μας αποκαλύπτει από κοντά ολόκληρη την πορεία της τραγωδίας. Μιας τραγωδίας που υφάνθηκε από τη ξένη διπλωματία και τους υποτιθέμενους συμμάχους (τον πρωθυπουργό Τσόρτσιλ και την κυβέρνησή του) σε συνεργασία με τους ταγματασφαλίτες και τους υποστηρικτές τους που, στη συνέχεια, ανέλαβαν τα ηνία της διακυβέρνησης της χώρας, στέλνοντας χιλιάδες αγωνιστές στην εξορία και, συχνά, το θάνατο.

Ένα υλικό με φρικιαστικές εικόνες από την περίοδο της καταπίεσης και της επιβολής του παρακράτους (το ίδιο που θα οδηγήσει αργότερα και στη δολοφονία του Λαμπράκη), ένα υλικό που μιλάει άμεσα, σκληρά, χωρίς παρεμβολές, για μια ματωμένη Αθήνα, στη διάρκεια του εμφύλιου, Αθήνα που μοιάζει με πεδίο μάχης, με τα γκρεμισμένα, κατεστραμμένα από τις βόμβες και τις οβίδες κτίρια, με τους τρύπιους τοίχους και τις στοίβες από χαλάσματα, με τους αφημένους στους δρόμους, στις πλατείες και τα πηγάδια, νεκρούς, με τις μανάδες, τις αδερφές και τα παιδιά τους να προσπαθούν να τους αναγνωρίσουν και να τους μαζεύουν.

Μια Αθήνα που μοιάζει περισσότερο με το βομβαρδισμένο από τους συμμάχους Βερολίνο, μια Αθήνα που μοιάζει με τοπίο της Αποκάλυψης και που ο Λέρτας καταφέρνει, με το συγκλονιστικό υλικό που μάζεψε, να αναβιώσει και να μας υπενθυμίζει το βρόμικο συχνά ρόλο των υποτιθέμενων συμμάχων μας, για τους οποίους ακόμη και οι συμπατριώτες τους, όπως ο απλός Άγγλος στρατιώτης που βρέθηκε τότε στην Αθήνα και στάθηκε μάρτυρας της σφαγής, να γράφει στους δικούς του, «Ντρέπομαι που βρίσκομαι εδώ. Ντρέπομαι τρομερά για τον ρόλο που παίζει η χώρα μου…»