ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

«Ο Ιρλανδός»: μια άλλη ματιά στην αμερικανική μαφία

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

***** Ο Ιρλανδός

The Irishman. ΗΠΑ, 2019. Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε. Σενάριο: Στίβεν Ζαΐλιαν. Ηθοποιοί: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τζο Πέσι, Αλ Πατσίνο.

Στη νέα του ταινία «Ο Ιρλανδός», ο Μάρτιν Σκορσέζε συνεχίζει από εκεί που μας άφησε με τις ταινίες του «Τα καλά παιδιά» και «Καζίνο», για να στραφεί, τη φορά αυτή, στην καταγραφή, με βάση το πολύ καλό σενάριο του Στίβεν Ζαϊλιαν, εμπνευσμένο από το βιβλίο «Έμαθα πως βάφεις σπίτια» του Τσαρλ Μπραντ, στην ιστορία του Φρανκ «Ιρλανδού» Σίραν (Ρόμπερτ Ντε Νίρο), πρώην βετεράνου του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, μετέπειτα εκτελεστή της μαφίας και στη συνέχεια αρχηγού  τμήματος του πανίσχυρου συνδικάτου οδηγών φορτηγών, ενός υπαρκτού, αξίζει να αναφέρω, προσώπου που πέθανε από γηρατειά το 2003 σε ηλικία 83 χρονών.

Η ταινία αρχίζει με την κάμερα του Ροντρίγκο Πιέτρο να προχωράει στους διαδρόμους ενός φροντισμένου γηροκομείου για να καταλήξει σ’ ένα καροτσάκι όπου βρίσκεται ένας κουρασμένος, στα πρόθυρα πιστεύεις του θανάτου, Σίραν, που αρχίζει να αφηγείται (απ’ ότι καταλαβαίνουμε σε μας) την δαιδαλώδη ιστορία του, που παρακολουθούμε μέσα από διάφορα φλας-μπακ, με την κάμερα άλλοτε σε τράβελινγκ, άλλοτε σε κοντινά πλάνα, έξω από και μέσα στα φτιαγμένα με αυθεντικότητα ντεκόρ, να ψάχνει τα πρόσωπα και να καταγράφει εκφράσεις και συναισθήματα, με μια διακριτική μουσική και με, ενδιάμεσα, επιλεγμένα τραγούδια της τότε εποχής, στην επιμονή του σκηνοθέτη να συλλάβει τις πιο αληθινές, απόκρυφες συχνά, αποκαλυπτικές στιγμές των προσώπων του.

Ιστορία που καλύπτει αρκετές δεκαετίες του περασμένου αιώνα, από εκείνη του ’40,  εποχή συμμετοχής του Σίραν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του τελευταίου μεγάλου πολέμου στη Σικελία, την επιστροφή του Σίραν και τη γνωριμία του, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, με τον μέντορά του, το νονό της μαφίας της Πενσυλβάνια, Ράσελ Μπαφαλίνο (Τζο Πέσι), που του αναθέτει τις πρώτες του εκτελέσεις, ως την κατοπινή γνωριμία του, στη δεκαετία του ’60, με τον ηγέτη του συνδικάτου των οδηγών φορτηγών, Τζίμι Χόφα (Αλ Πατσίνο), που αργότερα (το 1975) αναλαμβάνει να δολοφονήσει.

Εξελίξεις που ο Σκορσέζε αφηγείται παράλληλα με τις εξελίξεις στην αμερικανική ιστορία της περιόδου: τη νίκη στην προεδρία του Τζον Κένεντι, την αποτυχημένη απόβαση στην Κούβα, την κατοπινή δολοφονία του Αμερικανού προέδρου, τις κατοπινές προσπάθειες του Ρόμπερτ Κένεντι να διαλύσει τη μαφία και τις πολιτικές (προς μια πιο συντηρητική κατεύθυνση) αλλαγές στην Ουάσιγκτον και τον Λευκό Οίκο. Ένα είδος ιστορίας, όχι της επίσημης που διαβάζουμε στα βιβλία, αλλά μιας ιστορίας ιδωμένης μέσα από την ιστορία της μαφίας: όπως μαθαίνουμε, τουλάχιστο στην ταινία, η μαφία υποστήριξε την εκλογή του Κένεντι πιστεύοντας πως αυτός θα ανέτρεπε τον Κάστρο και θα επανάφερε τα ελεγχόμενα από αυτούς καζίνα στην Αβάνα, ενώ, σε μια από τις σκηνές βλέπουμε τον Σίραν να ανακαλύπτει πως, κάποια στιγμή, με το φορτηγό του μετέφερε όπλα στους Αμερικανούς αλεξιπτωτιστές που θα εισέβαλλαν στην Κούβα.

Πέρα όμως από τα έντονα πολιτικά στοιχεία καθώς κι εκείνα του φιλμ νουάρ, «Ο Ιρλανδός» είναι και ένα σχόλιο πάνω στη φιλία, την προδοσία, τον πόνο και τις ενοχές που ο Σκορσέζε καταγράφει άλλοτε με χιούμορ, που αγγίζει τα όρια του μαύρου (αναφέρω χαρακτηριστικά τη σκηνή στο αυτοκίνητο με του μαφιόζους, ενώ πηγαίνουν σε μια «αποστολή δολοφονίας», συζητούν για το ψάρι που μετέφερε ένας από αυτούς, ή οι αναφορές με υπότιτλους των εκτελέσεων των άλλων μαφιόζων στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και αρχές εκείνης του ‘80) κι άλλοτε με δραματική ένταση, συχνά δοσμένη με μια στυγνή αμεσότητα, ιδιαίτερα σ’ ότι αφορά στις δολοφονίες/εγκλήματα, ιδιαίτερα εκείνες με τον Σίραν/Ντε Νίρο να τις εκτελεί με ένα ύφος που κινείται ανάμεσα στην αδιαφορία και τη ψυχρότητα, που τις κάνουν να μοιάζουν με κάτι το καθημερινό, ή σαν μια απλή, καθημερινή διεκπεραίωση. Κι εδώ είναι που η ταινία αποκτά και μια άλλη διάσταση. Με τον Σκορσέζε να στρέφεται σε ένα καθαρά, και σε βάθος, ρεαλιστικό στιλ, περισσότερο κοντά σ’ εκείνο των Ιταλών σκηνοθετών, που ασχολήθηκαν με το θέμα της μαφίας, ιδιαίτερα εκείνο του Φραντσέσκο Ρόζι (στο νου έρχεται ο «Σαλβατόρε Τζουλιάνο» και ο «Λάκι Λουτσιάνο») παρά στο οπερατικό στιλ του Κόπολα στην τριλογία του «Νονού».

Με τον αφηγηματικό της τρόπο, καθώς κι εκείνο της λειτουργίας της σύγχρονης μαφίας, μια μαφίας από «συνηθισμένους» ανθρώπους (χωρίς τους σκληρούς, σαδιστές, αιμοδιψείς κακούς των παλιότερων ταινιών), ανθρώπους που απολαμβάνουν την καθημερινή οικογενειακή ζωή, με τις γυναίκες, τα παιδιά και τους συγγενείς τους, η ταινία είναι και ένα έμμεσο σχόλιο πάνω στη λειτουργία της ίδιας της αμερικανικής κοινωνίας, των μεγάλων εταιριών και των όλων εκείνων που κινούν (και ελέγχουν) τα νήματα της εξουσίας. Ένας μικρόκοσμος της κοινωνίας όπου το έγκλημα (με τις διάφορες μορφές του) είναι καθημερινό και συνηθισμένο, με άλλα λόγια αποδεκτό από το σύστημα που διοργανώνει και ελέγχει τα δικά του, διαφορετικά αν και το ίδιο φριχτά και σε μεγαλύτερη κλίμακα, εγκλήματα, ενώ, ταυτόχρονα, αποδέχεται και την ύπαρξη του οργανωμένου εγκλήματος.

Με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, άλλοτε σε σημερινή ηλικία (ό ίδιος είναι 76 χρονών) και άλλοτε σε νεαρότερη (χάρη στην από-γήρανση της νέας τεχνολογίας) να δίνει μια από τις πιο συγκρατημένες, άρτια ελεγχόμενες, ερμηνείες του, υποβάλλοντας με λεπτότητα τις διάφορες πλευρές του χαρακτήρα του: ανθρώπου συγκρατημένου, είδος ψύχραιμου παρατηρητή, , που από τη μια αντιμετωπίζει τα πάντα, ιδιαίτερα τους φόνους, σαν απλές συνηθισμένες αναθέσεις, χωρίς καμιά δεύτερη σκέψη ή ενοχές για τις πράξεις του, αντίθετα με το θέμα της φιλίας, ιδιαίτερα εκείνη που τον ένωνε με τον Χόφα και τις ενοχές που αισθάνεται με τον τρόπο που αντιμετώπισε τη γυναίκα του μετά τη δολοφονία του συζύγου της. Ερμηνεία που δένει αρμονικά τόσο μ’ εκείνη του Τζο Πέσι, εξαίρετου στο ρόλο του μέντορα και υπεύθυνου για τον έλεγχο και τη συνεργασία ανάμεσα στους διάφορους νονούς, όσο κι εκείνη του Αλ Πατσίνο, στο ρόλο του παθιασμένου ηγέτη των συνδικάτων, που, όπως και οι πολιτικοί ηγέτες, παρασύρει τα πλήθη των ακολούθων του με τον ενθουσιασμό, τις εξάρσεις και τις υποσχέσεις του.

*** Το θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών

Ελλάδα, 2019. Σκηνοθεσία: Σύλλας Τζουμέρκας. Σενάριο: Γιούλα Μποουτάλη, Σύλλας Τζουμέρκας. Ηθοποιοί: Αγγελική Παπούλια, Χρήστος Πάσσαλης, Γιούλα Μπουτάλη. Αργύρης Ξάφης. 121΄

Η αναζήτηση του παράδεισου, τα απραγματοποίητα όνειρα αλλά και η λύτρωση, είναι τα βασικά θέματα της ελληνικής ταινίας, “Το θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών” του Σύλλα Τζουμέρκα, που πρωτοείδαμε στο τμήμα του Πανοράματος της 69ης Μπερλινάλε. Η μυστηριώδης θάλασσα των Σαργασσών, στη μέση του Βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού, που για να φτάσουν σ’ αυτήν, τα χέλια της Μεσογείου διανύουν χιλιάδες χιλιόμετρα, για να αφήσουν τ’ αυγά τους, εκπροσωπεί τον παράδεισο που αναζητούν τα τρία βασικά πρόσωπα της ταινίας: η Ελισάβετ (Αγγελική Παπούλια), διοικητής της αστυνομίας, που επειδή αρνήθηκε να προσυπογράψει ψεύτικες μαρτυρίες μετατίθεται από την Αθήνα στο Μεσολόγγι, η Ρίτα (Γιούλα Μπουτάλη, και συν-σεναριογράφος της ταινίας), θρήσκα γυναίκα με όνειρα, αναγκασμένη να εργάζεται στο εργοστάσιο επεξεργασίας των χελιών και ο αδερφός της Μανώλης (Χρήστος Πάσσαλης), φιλόδοξος τραγουδιστής που τώρα διασκεδάζει τους πελάτες στο τοπικό ντίσκο της πόλης, το οποίο χρησιμοποιεί και για τις βρόμικες υποθέσεις του, έχοντας μπλέξει και την αδερφή του σε διακίνηση ναρκωτικών. Τρία πρόσωπα, παγιδευμένα στο Μεσολόγγι, ώσπου ο ξαφνικός θάνατος του Μανώλη θα φέρει στην επιφάνεια καλά κρυμμένα μυστικά και θα οδηγήσει, τουλάχιστο το ένα από τα πρόσωπα, στη λύτρωση.

Για τον Τζουμέρκα, ο οποίος θεωρεί την ταινία του αυτή ως το τρίτο μέρος ενός τρίπτυχου (με τις άλλες δύο: “Χώρα προέλευσης” και “Η έκρηξη”), η θάλασσα των Σαργασσών είναι ένα είδος παραβολής, ένα είδος παραδείσου, για τα πρόσωπα της ταινίας.

Γι’ αυτούς, όπως ανάφερε ο ίδιος στη συνέντευξη τύπου, “όλα είναι σε μια κατάσταση βαλτώδη, ο καθένας είναι κολλημένος εκεί, σ’ αυτή τη μικρή, χρεωκοπημένη πόλη με τόση ομορφιά γύρω της”. Μια πόλη, που κάποια στιγμή, ο απογοητευμένος για τη μέχρι τότε ζωή του τραγουδιστής Μανώλης, αρχίζει κάποια στιγμή, από το μικρόφωνο, να τη βρίζει, όπως και τους κατοίκους της.

Εκείνο που έχει απομείνει στους τρεις αυτούς ναυαγούς της ζωής είναι τα όνειρα, όνειρα για μεγάλη επιτυχία, ίσως στο Γιουροβίζιον, για τον Μανώλη, για αποκατάσταση και επιστροφή στην πρωτεύουσα για την Ελισάβετ, που τώρα το έχει ρίξει στο πιοτό, για μια πνευματική σωτηρία για την Ρίτα που ονειρεύεται θρησκευτικά σύμβολα, με σκηνές από τη ζωή και τα θαύματα του Ιησού. Όνειρα για μια ακατόρθωτη απελευθέρωση, όπως τα χέλια που ταξιδεύουν τόσα χιλιόμετρα για να εναποθέσουν τα αυγά τους, είδος μετασχηματισμού “που χρειάζεσαι για να μπορέσεις να πραγματοποιήσεις τις δυνατότητές σου”, όπως τονίζει ο Τζουμέρκας, “ένα τεράστιο ταξίδι, πολύ οδυνηρό, όπου αλλάζουν ολόκληρο το σώμα τους, μεταμορφώνονται”.

Ένας πολύ φιλόδοξος στόχος που δεν ολοκληρώνεται όσο θα το περίμενα και που, πιστεύω, οφείλεται σ’ ένα μεγάλο βαθμό στις αδυναμίες του σεναρίου να αναπτύξει περισσότερο τα διάφορα πρόσωπα – ο μόνος ολοκληρωμένος χαρακτήρας είναι εκείνος της Ελισάβετ, που ερμηνεύει με τρόπο εξαιρετικό η Παπούλια – ενώ, από σκηνοθετικής καθαρά πλευράς, οι σκηνές των ονείρων, ιδιαίτερα αυτή με τον Ιησού, δεν δένουν με τον υπόλοιπο ρυθμό της ταινίας.

Ο Τζουμέρκας είναι αναμφισβήτητα ένας πολύ ταλαντούχος σκηνοθέτης, πράγμα που φαίνεται στις περισσότερες σκηνές του, τόσο στις σκηνές στον πρόλογο της ταινίας, που εκτυλίσσεται δέκα χρόνια πριν και συγκεκριμένα το 2006 όταν η Ελισάβετ ηγείται της σύλληψης μιας ομάδας τρομοκρατών (σκηνή γυρισμένη στο στιλ του αστυνομικού θρίλερ), όσο και στις επόμενες σκηνές, με ωραία εικαστική ματιά, καθώς και την εξαιρετική χρήση των χώρων, ιδιαίτερα της φύσης και πώς αυτή εντάσσεται στην όλη αφήγηση για να σχολιάσει χαρακτήρες και αισθήματα – ιδιοφυής είναι η χρήση των σκηνών γύρω από το Μεσολλόγι – εδώ πρέπει κανείς να εξάρει και τη φωτογραφία του Petrus Sjovik), γυρισμένες με ελικόπτερο, με τα κομμάτια γης “τυλιγμένα” από θάλασσα, που εκφράζουν τη ψυχολογική κατάσταση των βασικών πρωταγωνιστών.

 

**** – Ο θεός υπάρχει, ονομάζεται Πετρούνια

God Exists, Her Name Is Petrunija. Βόρεια  Μακεδονία/Βέλγιο/Γαλλία/Κροατία/Σλοβενία, 2019. Σκηνοθεσία: Τεόνα Στρούγκαρ Μιτέβσκα. Σενάριο: Τεόνα Στρούγκαρ Μιτέβσκα,  Έλμα Τατάραγκιτς. Ηθοποιοί: Ζόρικα Νούσεβα, Λαμπίνα Μιτέβσκα, Στέφαν Βουτζίσικ. 100΄

Η ανδροκρατούμενη κοινωνία, η θρησκεία και οι παραδόσεις βρίσκονται στο στόχαστρο της πολύ ωραίας ταινίας «Ο θεός υπάρχει, ονομάζεται Πετρούνια» της Τεόνα Στρούγκαρ Μιτέβσκα, από τη Βόρειο Μακεδονία, της οποίας η προηγούμενη πολύ καλή ταινία της, «Είμαι από το Τίτο Βέλες», είχε παλιότερα προβληθεί στο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου της Αθήνας. Το σενάριο, γραμμένο από την ίδια και την Έλμα Ταταράγκιτς, στρέφεται γύρω από την Πετρούνια (με μια έξοχη Ζόρικα Νούσεβα να τονίζει τη μαχητική πλευρά της), μια τολμηρή, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια, 30χρονη γυναίκα, με πανεπιστημιακές σπουδές, που δυσκολεύεται να βρει την κατάλληλη εργασία σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία και, η οποία, κάποια στιγμή, έχοντας απορριφθεί για πολλοστή φορά από αίτηση για την κατάλληλη δουλειά, αποφασίζει ξαφνικά να πάρει μέρος στην ανάκτηση από το νερό του σταυρού που ρίχνουν, σύμφωνα με το θρησκευτικό έθιμο, την ημέρα των Επιφανειών, και που, παραδοσιακά αναλαμβάνουν μόνο άντρες.

Η Πετρούνια θα καταφέρει να ανασύρει τον ξύλινο σταυρό για να βρεθεί στο στόχαστρο των αντρών, της εκκλησίας και του κράτους, που απαιτούν να τους επιστρέψει το σταυρό. Θέμα που θα εκμεταλλευτεί μια δημοσιογράφος (πολύ καλή στο ρόλο η Λαμπίνα Μιτέβσκα, η αδερφή της σκηνοθέτριας και παραγωγός της ταινίας), περισσότερο για εντυπωσιακούς λόγους παρά για να τονίσει τη φεμινιστική πλευρά του θέματος.

Η Μιτέβσκα καταγράφει την όλη πορεία της Πετρούνια, με ένα ωραία ελεγχόμενο ρυθμό, διανθίζοντας τις σκηνές της με σατιρικό χιούμορ, ιδιαίτερα σε ότι έχει να κάνει με την εκκλησία αλλά και το κράτος, μέσα από σκηνές που τονίζουν την κατάσταση της γυναίκας που αγωνίζεται για τη δημιουργία μιας σύγχρονης, πιο ελεύθερης, κοινωνίας, σε μια κοινωνία όπου αυτή είναι υποχρεωμένη όχι μόνο να ακολουθεί ξεπερασμένες παραδόσεις αλλά και τις απαιτήσεις των αντρών και μόνο. «Δεν έχω απάντηση για το πώς να ισορροπήσω τον εκσυγχρονισμό με την παράδοση, ούτε ποια θα είναι η θέση της παράδοσης στο μέλλον», ανάφερε η σκηνοθέτρια. «Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι πώς η παράδοση μπορεί να διαμορφωθεί ώστε, για παράδειγμα, να εμπλέξει το δεύτερο φύλο σε ένα επίπεδο μεγαλύτερης ισότητας…Για μένα η Πετρούνια συμβολίζει τον εκσυγχρονισμό, αγωνίζεται ενάντια σε δυο θεσμούς, την εκκλησία και το κράτος. Είναι ανίσχυρη μπροστά και στους δυο αλλά ελπίζω πως η παιδεία θα είναι η σωτηρία της».

 

*** Iuventa

Γερμανια/Ιταλία, 2019. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία: Μικέλε Τσίνκουε. Σενάριο: Μικέλε Τσίνκουε, Μάρκο Σάουρα. Φωτογραφία: Μικέλε Τσίνκουε, Μαρτίνα Κόκο. 86΄

Την ιστορία του Iuventa, του ψαροκάραβου που αγόρασε με crowdfunding μια ομάδα νεαρών Γερμανών ΜΚΟ τον Ιούλιο του 2016 για να διασώσουν μετανάστες από την Αφρική που προσπαθούν από τη Μεσόγειο να φτάσουν στην Ευρώπη, καράβι που ένα χρόνο μετά κατασχέθηκε από τις ιταλικές αρχές της Λαμπεντούζα, έχοντας διασώσει περισσότερους από 14000 μετανάστες, αφηγείται στο εξαιρετρικά ενδιαφέρον αυτό ντοκιμαντέρ του ο Ιταλός Μικέλε Τσίνκουε. Ο σκηνοθέτης καταγράφει τόσο την πορεία του σκάφους στη Μεσόγειο στην περίοδο της διάσωσης μεταναστών όσο και στην περίοδο μετά την κατάσχεση του, όταν η ομάδα των νεαρών και ο σκηνοθέτης επισκέπτονται τους διασωθέντες και συνομιλεί μαζί τους σε στη Σικελία.

 

«Δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε, δεν έχουμε διαπράξει κανένα έγκλημα και ελπίζουμε να μπορέσουμε να επιστρέψουμε στη θάλασσα για να συνεχίσουμε το έργο μας», λέει ένα από τα πρόσωπα της ομάδας, στη Μάλτα (αργότερα θ’ ακούσουμε και άλλους από το Βερολίνο), σε απάντηση κατηγορίας ότι έχουν παρανομήσει και ότι έχουν σχέση με τους παράνομους διακινητές μεταναστών στη Λιβύη.

Πρόκειται για μια συγκινητική, όμορφη ταινία γύρω από τον αγώνα των νεαρών  αντρών και γυναικών να συμβάλουν με κάθε τρόπο στη μείωση της κρίσης, να υπερασπιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους, είτε κατατρεγμένους πολιτικά, είτε στα πρόθυρα του λιμού, που αναζητούν μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη, παρά την απαράδεκτη στάση από ορισμένες χώρες που, μαζί με την Ιταλία, περνούν άδικους, απάνθρωπους νόμους που κάθε άλλο παρά εκπροσωπούν τα ιδανικά στα οποία στηρίχτηκε η δημοκρατία και η ελευθερία, ιδανικά τα οποία υποτίθεται ότι πιστεύουν και υποστηρίζουν.