ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Σ’ αναζήτηση ενός άπιαστου ονείρου

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Μινάρι

Minari. ΗΠΑ, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Λι Άιζακ Τσουνγκ. Ηθοποιοί: Στίβεν Γέουν, Γέρι Χαν, Άλαν Σ. Κιμ, Γιου-Τζουνγκ Γουν, Γουίλ Πάτον, 115΄

Το κυνήγι ενός άπιαστου (αμερικανικού) ονείρου από μια Αμερικανοκορεατική οικογένεια στο Άρκανσο της δεκαετίας του ΄80 περιγράφει στη δοσμένη με ζεστασιά και τρυφερότητα ημι-αυτοβιογραφική αυτή ταινία του ο Αμερικανοκορεάτης σκηνοθέτης Λι Άιζακ Τσουνγκ, βασισμένη στις δικές του εμπειρίες όταν μεγάλωνε στο Άρκανσο.

Εργάτης αρχικά σε φάρμα ζώων στην Καλιφόρνια, ένας γεμάτος όνειρα και φιλοδοξίες Τζέικομπ Γι παίρνει την τριμελή οικογένεια του – την κάπως διστακτική γυναίκα του, Μόνικα και τα δυο παιδιά τους, την Αν και τον μικρότερο και με προβλήματα στην καρδιά – και φτάνει στο Άρκανσο, όπου αγοράζει μια τεράστια φάρμα για κορεάτικα φρούτα και λαχανικά, που θα του δώσουν την ευκαιρία να φτιάξει μια καλύτερη ζωή για την οικογένειά του και να μπορέσουν να απολαύσουν τα αγαθά του πολυπόθητου αμερικανικού ονείρου.

Μόνο που οι συνεχείς αλλαγές και τα διάφορα εμπόδια – οι οικονομικές δυσκολίες, η έλλειψη νερού, οι καιρικές συνθήκες και η εμφάνιση της γιαγιάς, Σουν-για, που φέρνουν από την Κορέα για να κοιτάζει τα αφημένα στο σπίτι παιδιά – λιγοστεύουν τις ελπίδες για το «παραδεισένιο» μέλλον που ονειρεύεται ο Τζέικομπ.

Μετά την αρχική, κάπως εχθρική ατμόσφαιρα που δημιουργείται ανάμεσα στη γιαγιά και τον Τζέικομπ αλλά και τον μικρό Ντέβιντ, τελικά είναι η γιαγιά, που με τους σπόρους του μινάρι που φυτεύει πλάι σ’ ένα ρυάκι – σύμβολο της μοναδικής τελικά ελπίδας για ένα καλύτερο, και πιο χειροπιαστό μέλλον – το παράξενο ποτό που χρησιμοποιεί για να καλυτερεύσει την καρδιά του εγγονού, αλλά και τους περιπάτους με τον Ντέιβιντ και τα παιχνίδια – μαζί και τα χαρτιά – που του μαθαίνει να παίζει, θα δώσει μια άλλη πνοή στην καθημερινότητα της οικογένειας.

Στην οποία σίγουρα προσθέτει και η παρουσία του εκκεντρικού, ίσως με ινδιάνικη καταγωγή, Πολ (σ’ ένα ρόλο δοσμένο με χιούμορ από ένα εξαίρετο Γουιλ Πάτον), που βοηθάει την οικογένεια στη φάρμα, κουβαλώντας, κάθε τόσο, για να εξιλεωθεί, και ένα τεράστιο σταυρό…

Με τον Τσουνγκ να εστιάζει, με λεπτότητα μαζί και οξυδέρκεια, το ενδιαφέρον του στις σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπά του, αποσπώντας εξαίρετες ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς του, με επικεφαλής τον Στίβεν Γέουν (γνωστό μας από την ταινία Okja και την τηλεοπτική σειρά The Walking Dead) στο ρόλο του επίμονου, αποφασισμένου για ριζικές αλλαγές, Τζέικομπ και με την Γιου-Τζουνγκ Γου στο ρόλο της γιαγιάς να κερδίζει το Όσκαρ δεύτερου ρόλου.

Βρίσκοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία να περιγράψει, μέσα από τις καθημερινές αυτές λεπτομέρειες, τη ζωή, τις συνήθειες και τα προβλήματα των μεταναστών και τη σχέση τους με τους άλλους,. λευκούς και όχι μόνο, κατοίκους, καθώς και μια εικόνα της ζωής και των γενικότερων προβλημάτων των κατοίκων του Αμερικανικού Νότου αλλά και των απέραντων εκτάσεων των μεσοδυτικών πολιτειών της Αμερικής, με σκηνές που μου θύμισαν ταινίες από την εποχή της μεγάλης ύφεσης, ιδιαίτερα από ταινίες όπως τη θαυμάσια, άδικα παραγνωρισμένη, Τhe Southerner του Ζαν Ρενουάρ, που παρουσίαζε μια αντίστοιχη φτωχή οικογένεια που αγωνιζόταν να φτιάξει τη δική της φάρμα.

** ½ Οι διαρρήκτες

The Vault/Way Down. Ισπανία, 2021. Σκηνοθεσία: Χάουμε Μπαλαγκουέρο. Σενάριο: Ράφα Μαρτίνεζ, Αντρές Κόπελ Μπόργια Γκλεζ Σανταοάλα. Ηθοποιοί: Φρέντι Χάιμορ, Άστριντ Μπέργκεζ-Φρίσμπεϊ, Μπόργια Γκλεζ. 118΄

Καλογυρισμένο και με ρυθμό heist film από τον ειδικευμένο στις ταινίες τρόμου σκηνοθέτη Χάουμε Μπαλαγκουέρο (Rec), με μια ημι-ερασιτεχνική ομάδα διαρρηκτών που αποφασίζουν να διαρρήξουν την Τράπεζα της Ισπανίας για να αποκτήσουν ένα «αμύθητο» θησαυρό στο περιορισμένο διάστημα όταν οι υπάλληλοι της τράπεζας παρακολουθούν το παιχνίδι της εθνικής ομάδας τους στον τελικό του Μουντιάλ.

Μπορεί να μην είναι το καινούριο «Ριφιφί», και οι βασικοί χαρακτήρες να μην ξεπερνούν τα συνηθισμένα καλούπια, ο σκηνοθέτης όμως καταφέρνει με τις διάφορες ανατροπές, το συνεχές χιούμορ και τον ωραίο ρυθμό, να φτιάξει μια αρκετά συναρπαστική περιπέτεια.

*1/2 – Monday

Ελλάδα/Βρετανία/ΗΠΑ, 2020. Σκηνοθεσία: Αργύρης Παπαδημητρόπουλος. Σενάριο: Ρομπ Χέις, Αργύρης Παπαδημητρόπουλος. Ηθοποιοί: Ντενίζ Γκάου, Σεμπάστιαν Σταν, Γιώργος Πυρπασόπουλος, Βαγγέλης Μουρίκης. 116΄

Κάτι ανάμεσα στο rom-com και την ανατροπή του επιχειρεί να κάνει στη νέα του αυτή ταινία ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος που το 2016 μας είχε δώσει το συμπαθητικό εκείνο Suntan. Τη φορά αυτή πρόκειται για μια ερωτική, με ρομαντικό στοιχεία, ιστορία, ανάμεσα σε δυο Αμερικανούς που βρίσκονται στην Ελλάδα, ένα «ντί-τζέι» σε παραλιακά μπαρ και μια δικηγόρο μεταναστών, ιστορία που διαδραματίζεται ανάμεσα στην Αθήνα και την Αντίπαρο (νησί που κυριαρχούσε και στην προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη).

Η ιστορία αρχίζει σ’ ένα ξέφρενο πάρτι, με το ζευγάρι που γνωρίζεται εκεί, να καταλήγει γυμνό στην ακρογιαλιά, και να συλλαμβάνεται από την αστυνομία, και συνεχίζεται μέσα από συναντήσεις τόσο στην Αθήνα, όσο και στο νησί, μέσα από ατέλειωτα γλέντια, χορούς, μεθύσια, σνιφάρισμα και ενδιάμεσες ερωτικές (με αρκετό γυμνό) σκηνές, με μια ακόμη σκηνή με ολόγυμνο το ζευγάρι να διασχίζει την Αθήνα σε μοτοσυκλέτα (και να συλλαμβάνεται ξανά από την αστυνομία).

Σχέσεις που υποτίθεται αναπτύσσονται σ’ ένα μεγάλο διάστημα (με το ζευγάρι να βρίσκεται πάντα σε ατμόσφαιρα Friday-Παρασκευής, ώσπου να φτάσουμε στη Δευτέρα (Monday) του τίτλου, όπου τα πράγματα αποκτούν μια υποτιθέμενη ωρίμανση…

Δυστυχώς, με ένα γεμάτο κλισέ σενάριο και ακόμη πιο κλισέ διαλόγους, είτε με σκηνές με ωραία αν και ανεκμετάλλευτα δραματουργικά τοπία, είτε επαναλαμβανόμενες, χωρίς να προσθέτουν τίποτα στην εξέλιξη της ιστορίας ή στους χαρακτήρες, και ερμηνείες, ιδιαίτερα από τους δυο πρωταγωνιστές, μέτριες, με ένα χαλαρό ρυθμό (χρειαζόντουσαν αλήθεια δυο σχεδόν ώρες για να ειπωθεί μια τέτοια ιστορία;), η ταινία τελικά, από ένα σημείο κι ύστερα, δεν καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

***** ΜΠΛΕ ΒΕΛΟΥΔΟ (Blue Velvet) ΗΠΑ, 1986. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ντέιβιντ Λιντς. Ηθοποιοί: Ιζαμπέλα Ροσελίνι, Κάιλ ΜακΛάχλαν, Ντένις Χόπερ, Λόρα Ντερν, Χόουπ Λαντζ, Ντιν Στόκγουελ. 120΄

Σε μια από τις πιο προσωπικές ταινίες του, ο Ντέιβιντ Λιντς συνδυάζει τα στοιχεία του κλασικού φιλμ νουάρ με το σουρεαλισμό και τη φαντασία, για να αφηγηθεί την περιπέτεια του Τζέφρεϊ, ενός νεαρού που, με τη βοήθεια μιας φίλης του, κόρης του τοπικού αστυνόμου, προσπαθεί να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από το κομμένο ανθρώπινο αυτί που ο ίδιος έχει βρει στο δρόμο, έρευνα που θα τον οδηγήσει στη Ντόροθι, σε σαδομαζοχιστικό παιχνίδι με μια μυστηριώδη, γοητευτική τραγουδίστρια, μπλεγμένη με μια ομάδα παρανοϊκών γκάνγκστερ, που έχουν απαγάγει τον άντρα και το παιδί της.

Τολμηρή για την εποχή της ταινία (το φεστιβάλ της Βενετίας την αρνήθηκε χαρακτηρίζοντάς την πορνογραφική!), με υπέροχα φωτισμένα πλάνα (η θαυμάσια με τα εντυπωσιακά κόκκινα και μπλε χρώματα φωτογραφία είναι του Φρέντερικ Ελμς) και εκπληκτικές ερμηνείες (ανάμεσά τους κι έναν ανεπανάληπτο Ντένις Χόπερ στο ρόλο του σαδομαζοχιστή γκάνγκστερ), ταινία που συνδυάζει τα σουρεαλιστικά στοιχεία ενός Μπουνιουέλ (το κομμένο αυτί παραπέμπει το ξυράφι που τεμαχίζει το μάτι στον «Ανδαλουσιανό σκύλο») με το μυστήριο που συναντάμε στις ταινίες του Χίτσκοκ αλλά και τα φανταστικά στοιχεία σε μυθιστορήματα όπως «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» και ταινίες όπως «Ο μάγος του Οζ» (η Ντόροθι παραπέμπεις στο μιούζικαλ του Βίκτωρ Φλέμινγκ).

Στοιχεία που ο Λιντς εκμεταλλεύεται για να μας παρουσιάσει μια σκοτεινή, εφιαλτική στην πραγματικότητα, εικόνα της υποκριτικής, στενοκέφαλης κοινωνίας της αμερικανικής επαρχίας. Ένα μεγαλειώδες δείγμα της αληθινής αμερικανικής αβάν-γκαρντ».

**** ΜΠΟΜΠ Ο ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΗΣ (Bob le Flambeur). Γαλλία, 1956. Σκηνοθεσία: Ζαν-Πιερ Μελβίλ. Σενάριο: Ζαν-Πιερ Μελβίλ, Ογκίστ Λε Μπρετόν. Ηθοποιοί: Ροζέ Ντισέζν, Ιζαμπέλ Κορέ, Ντανιέλ Κοσί, Γκι ντε Γκομπλ. 98΄

Πρώτη στην πραγματικότητα ταινία της γαλλικής νουβέλ βαγκ, πριν από εκείνες του Γκοντάρ, του Σαμπρόλ και του Τριφο, πριν ακόμη εισαχθεί ο όρος αυτός, ο «Μπομπ ο χαρτοπαίκτης» έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα ξεχωρίζουν στις κατοπινές ταινίες των νέων Γάλλων σκηνοθετών: το ρεαλισμό, τα ζωντανά γυρίσματα στους δρόμους του Παρισιού, με τη μαυρόασπρη φωτογραφία του Ανρί Ντεκαέ (από τους τακτικούς συνεργάτες του «νέου κύματος»), οι πρωτοεμφανιζόμενοι ηθοποιοί (ανάμεσά τους και η Ιζαμπέλ Κορέ), μαζί με τις καταστάσεις και το μοντάζ αλλά και την όλη ατμόσφαιρα που συναντάμε στις ταινίες τους.

Η ίδια η ομάδα της νουβέλ βαγκ θα παραδεχτεί αργότερα τον Μελβίλ ως τον πνευματικό της πατέρα, παρόλο που ο ίδιος ο Μελβίλ τόνιζε πως δεν είχε καμιά σχέση μαζί τους, όπως μου είχε αναφέρει σε μια μεγάλη συνέντευξη που μου έδωσε στο Παρίσι το 1963 (συνέντευξη που δημοσιεύεται ολόκληρη στο βιβλίο μου «Μαγικά ταξίδια» που θα κυκλοφορήσει αυτές τις μέρες από τον Ιωλκό).

Όπως αργότερα και στις ταινίες του νέου κύματος η κάμερα του Μελβίλ γλιστράει ανάμεσα στα καζίνο και τους δρόμους του Παρισιού παρακολουθώντας τον αγαπημένο σε όλους – αστυνομία και χαρτοπαίκτες – ήρωά του, τον Μπομπ, χαρτοπαίκτη και γκάνγκστερ της «παλιάς σχολής», στις περιπλανήσεις του, στις σχέσεις με τους φίλους του, στη διοργάνωση και εκτέλεση μιας τελευταίας ληστείας, με τον Μελβίλ να μεταφέρει με επιτυχία στο γαλλικό χώρο τα στοιχεία του αμερικανικού φιλμ νουάρ, συνδυάζοντας την ποίηση με το ρεαλισμό για να δημιουργήσει μια εξαιρετική ατμόσφαιρα και να μας προσφέρει εκπληκτικές ανατροπές, που θα επηρεάσουν και θα αντιγράψουν αργότερα άλλοι μεγάλοι σκηνοθέτες.

*** ½ Το αίνιγμα

Garde a vue. Γαλλία, 1981. Σκηνοθεσία: Κλοντ Μιλέρ. Σενάριο: Κλοντ Μιλέρ, Ζαν Ερμάν, από βιβλίο Τζον Γουέινραϊτ (Brainwash). Ηθοποιοί: Λίνο Βεντούρα, Μισέλ Σερό, Ρόμι Σνάιντερ, Γκι Μαρσάν, 87΄

Ψυχολογικό, βουτηγμένο σε μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, θρίλερ νουάρ, σκηνοθετημένο με ξεχωριστή έμπνευση από τον Κλοντ Μιλέρ («Εκδρομή θανάτου», «Η μικρή κλέφτρα», «Η συνοδός», «το κρυφό πάθος της Τερέζ Ντ.»), με τον Λίνο Βεντούρα στο ρόλο ενός σκληροτράχηλου Επιθεωρητή της αστυνομίας (Λίνο Βεντούρα), που υποψιάζεται ένα επιτυχημένο δικηγόρο (Μισέλ Σερό) για το βιασμό και τη δολοφονία δυο κοριτσιών.

Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται μέσα στο δωμάτιο ανάκρισης του αστυνομικού τμήματος και εστιάζει στη «σύγκρουση» ανάμεσα στους δύο άντρες, με τον Επιθεωρητή να προσπαθεί με διάφορους τρόπους να αναγκάσει τον δικηγόρο να παραδεχτεί (αν πράγματι αυτός είναι ο δολοφόνος) το έγκλημά του, και με την αποξενωμένη σύζυγο του κατηγορούμενου (Ρόμι Σνάιντερ) να αφηγείται τη δική της εκδοχή της ιστορίας.

Με τον Μιλέρ να εκμεταλλεύεται το σφιχτοδεμένο του σενάριο για να χτίσει σταδιακά και με δεξιοτεχνία το μυστήριο, χρησιμοποιώντας και το χιτσκοκικό McGuffin για να μας δείξει πως τα φαινόμενα συχνά παραπλανούν, πριν μας οδηγήσει στο αναπάντεχο φινάλε του.