ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Μια σφαγή που για δεκαετίες είχε αποσιωπηθεί, και μια ελεγειακή ματιά στην «κλειστή» ζωή των αγελάδων

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Αγαπητοί σύντροφοι!

Dorogie tovarishchi/Dear Comrades! Ρωσία, 2020. Σκηνοθεσία: Αντρέι Κοντσαλόφσκι. Σενάριο: Αντρέι Κοντσαλόφσκι, Έλενα Κισέλεβα. Ηθοποιοί: Γιούλια Βισότσκαγια, Βλαντισλάβ Κομάροφ, Αντρέι Γκούσεβ. 121΄

Τη συγκλονιστική απεικόνιση της σφαγής που ακολούθησε την απεργία εργατών στο Νοβοτσέρκασκ το 1962 (περίοδο της πρωθυπουργίας του φιλελεύθερου Χρουστσόφ), μέσα από τα μάτια μιας μητέρας, πιστό στέλεχος του κόμματος, που μετά το φριχτό γεγονός ψάχνει να βρει την εξαφανισμένη από την Κα-Γκε-Μπε κόρη της, παρουσιάζει στην εξαιρετική αυτή, γυρισμένη σε μαυρόασπρο φιλμ, ταινία του, ο γνωστός μας από μια σειρά εξαίρετες ταινίες («Οι λευκές νύχτες του ταχυδρόμου», «Οι εραστές της Μαρίας», «Σιβηριάδα», «Ο θείος Βάνιας») Αντρέι Κοντσαλόφσκι – ανάμεσά τους και το επίκαιρο ντοκιμαντέρ «Μάχη για την Ουκρανία» (2014), όπου ο σκηνοθέτης ανέλυε τις προσπάθειες των Ουκρανών να απαγκιστρωθούν από τον επικίνδυνο εναγκαλισμό της πρώην Σοβιετικής Ένωσης καθώς και από τις προσπάθειες της Αμερικής να την προσκολλήσει στους δορυφόρους του ΝΑΤΟ.

Η βίαιη αντιμετώπιση απεργιών και εργατικών διαμαρτυριών δεν ανήκει αποκλειστικά στη Σοβιετική Ένωση ή και άλλα γνωστά, δυστυχώς σύγχρονα, καταπιεστικά καθεστώτα. Τη γνωρίζουμε και στην ΅Ελλάδα, και όχι μόνο στην περίπτωση δικτατοριών, αλλά και πιο πρόσφατα όπως τη γνωρίζουν ιδιαίτερα και οι Αμερικανοί, από τις φυλετικές διαδηλώσεις καθώς κι εκείνες ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, για να μην αναφέρω και τις πιο πρόσφατες στην περίοδο της διακυβέρνησης του Τραμπ.

Παράλληλα με την άλλη σοβιετική σφαγή του Κατίν, που κατέγραψε στη δική του ταινία (2007) ο Αντρζέι Βάιντα, ο Κοντσαλόφσκι καταθέτει τη δική του ματιά πάνω στη σφαγή του Νοβοτσέρκασκ, μέσα από την τραγωδία της αρχικά πιστής με πάθος στο κόμμα Λιούντα (έξοχη στο ρόλο, η ηθοποιός και γυναίκα του σκηνοθέτη, Γιούλια Βισότσκαγια). Εδώ, η βία ξεκινάει από τη γραφειοκρατία και την αναποφασιστικότητα των τοπικών αρχών, που αρχικά δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τους διαδηλωτές, και που οδηγεί στην απάνθρωπη παρέμβαση της Κα-Γκε-Μπε, της τρομερής μυστικής υπηρεσίας της ΕΣΣΔ, η οποία, παρόλο που, στην εξουσία τότε βρισκόταν ο Χρουστσόφ, δυστυχώς είχε και συχνά επέβαλλε τη δική της, πραγματική εξουσία. Ιδιαίτερα σε μικρές πόλεις, μακριά από τη Μόσχα, όπως σ’ αυτή της ταινίας, όπου η παρέμβαση, η δολοφονία δεκάδων εργατών αλλά και απλών πολιτών που έτυχε να βρίσκονται στο χώρο, και το θάψιμό τους σε κοινούς τάφους, παρέμεναν άγνωστα εξαιτίας των δηλώσεων εχεμύθειας που αναγκάζονταν να υπογράψουν οι επιζήσαντες (σε μια σκηνή, όπως βλέπουμε, φτάνουν στο σημείο να ασφαλτώσουν και πάλι την πλατεία για να καλύψουν τα αίματα των δολοφονημένων που δεν μπορούσαν να τα καθαρίσουν!).

Η απεργία και οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν εξαιτίας της απαράδεκτης ανόδου των τιμών στα βασικά τρόφιμα και που οδήγησε τους Ρώσους στρατιώτες και την Κα-Γκε-Μπε να αρχίσουν να πυροβολούν στο ψαχνό για να διαλύσουν την ειρηνική συγκέντρωση, να συλλαμβάνουν και να φυλακίζουν ή και να εκτελούν τους αρχηγούς της και να σφραγίζουν στη συνέχεια την πόλη από τον έξω κόσμο.

Με τον Κοντσαλόφσκι αρχικά να σατιρίζει τη γραφειοκρατία των κομματικών στελεχών που δημιουργούν ένα απαράδεκτο αδιέξοδο, για να στραφεί στη συνέχεια, στη σφαγή που ακολούθησε και που το καθεστώς έκρυβε μέχρι τη διάλυσή του το 1992, βρίσκοντας την ευκαιρία να την απεικονίσει με μελανά χρώματα, με εικαστικά εκπληκτικά πλάνα που αναπαριστούν με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο το μέγεθος της βίας (και που τονίζει η μαυρόασπρη φωτογραφία του Αντρέι Ναϊντένοφ), με τα πτώματα να πέφτουν στην πλατεία και στους διπλανούς δρόμους και τον τρόμο των ανθρώπων, με γυναίκες να προσπαθούν να καλύψουν τα παιδιά τους από τις σφαίρες, οδηγώντας τα σε καταφύγιο.

Για να ακολουθήσει και το δεύτερο, και μεγαλύτερο και πιο συγκλονιστικό μέρος της ταινίας, με τις ξέφρενες προσπάθειες της Λιούντα, με τη βοήθεια ενός φιλικού πράκτορα της Κα-Γκε-Μπε, να βρει τη 18χρονη, εξαφανισμένη κόρη της, φοβούμενη πως αυτή μπορεί να ήταν ανάμεσα στα πτώματα που κουβαλούσε ο στρατός μέσα σε φορτηγά για να τα θάψει σε μυστικούς χώρους, αποκαλύπτοντάς μας την πλήρη φρίκη ενός καταπιεστικού συστήματος.

**** Αγελάδα

Cow. Ηνωμένο Βασίλειο, 2021. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία: Άντρεα Άρνολντ. Φωτογραφία: Μάγκντα Κοβάλτσικ. Με τη φωνή της Λιν Κάλαχερ. 93΄

Μετά την «Γκούντα» του Βίκτορ Κοσακόφσκι και την «Αρκούδα» του Ζαν-Ζακ Ανό, να ένα ακόμη φιλμ για ένα ζώο (δυο στην πραγματικότητα), η «Αγελάδα», πρώτο ντοκιμαντέρ της ηθοποιού και σκηνοθέτριας Άντρεα Άρνολντ («American Honey», «Ανεμοδαρμένα ύψη»). Το να παρακολουθείς ένα ζώο στην καθημερινή ζωή του, ζωή, όπως την ζουν σήμερα τα διάφορα ζώα στα εκτροφεία, ίσως φανεί κουραστικό: το άρμεγμα, το φαγητό, η γέννα (στην πραγματικότητα από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές της ταινίας), ο έγκλεισμός σε καφκικούς χώρους, κλπ. Κι όμως, όπως μας απέδειξαν οι προηγούμενοι σκηνοθέτες και, τη φορά αυτή, η Άντρεα Άρνολντ, μια ματιά πάνω στη ζωή τους ιδωμένη με ανθρωπιά και αγάπη, μπορεί να δημιουργήσει μια άλλη, μια όμορφη, συχνά ελεγειακή, μαζί και θλιμμένη, εικόνα των εγκλωβισμένων σε φάρμες ζώων που χρησιμοποιούνται απλά και μόνο για το γάλα και το κρέας τους.

Η παρακολούθηση, μέρα και νύχτα, των δυο αγελάδων, της Λούμα, της μάνας και του νιογέννητου, σε μια φάρμα γαλακτοκομικών, μοιάζει κάπως με εκείνη στο «Γκούντα». Η κάμερα της Μάγκντα Καβάλτσικ ακολουθεί από κοντά και χαμηλά, σαν να αποτελεί κομμάτι τους, τα ζώα, επιμένει στα πρόσωπά τους, δίνοντας μεγάλη σημασία στα μάτια, μάτια άλλοτε απλανή, άλλοτε λυπημένα κι άλλοτε πάλι φοβισμένα, ίσως και έτοιμα να εξεγερθούν, τονίζει τα αισθήματά τους (ο χωρισμός του νιογέννητου από τη μάνα), τις ευαισθησίες τους, την αποξένωσή τους (το βύζαγμα από μηχανήματα με τεχνητές ρώγες αντί από τη μάνα), τη μητρική έλλειψη, τους καυτηριασμούς τους (από τις πιο ωμές σκηνές της ταινίας), κάνοντας ταυτόχρονα μια σταδιακή εξερεύνηση της εκμετάλλευσης του σώματος των ζώων, μέχρι την τελευταία τους πνοή.

Μια εξερεύνηση που δεν μπορεί παρά να σε συγκινήσει, να σε βάλει σε σκέψη, αλλά και να σε κάνει να αισθανθείς πως αυτά τα κακόμοιρα, σε συνεχή εκμετάλλευση, ζώα δεν διαφέρουν και πολύ από εμάς τους ανθρώπους, κλεισμένους σε αντίστοιχα, συμβολικά κελιά μιας στραμμένης αποκλειστικά στο κέρδος καπιταλιστικής κοινωνίας. Αν βλέποντας την ταινία και κοιτώντας στα μάτια της αγελάδας της ταινίας, διερωτηθείς, τι θέλουν να μας πουν αυτά τα ζώα, ίσως θέσεις και το επόμενο ερώτημα: τι αλήθεια θα μπορούσαν να μας πουν οι ίδιοι οι εγκλωβισμένοι σε μια παρόμοια φυλακή άνθρωποι;

*** The Batman

ΗΠΑ, 2022. Σκηνοθεσία: Ματ Ριβς. Σενάριο: Ματ Ριβς, Πίτερ Κρεγκ. Ηθοποιοί: Ρόμπερτ Πάτινσον, Ζόε Κράβιτς, Πολ Ντέινο, Κόλιν Φαρέλ, Τζον Τορτούρο, Πίτερ Σάρσγκαρντ, Τζέφρι Ράιτ, Άντι Σέρκις. 175΄

Να επιτέλους κι ένας σούπερ-ήρωας που δεν έχει καμία σχέση με τις γνωστές υπερφυσικές δυνάμεις των γνωστών σούπερ-ηρώων. Ούτε καν με εκείνες του Batman των προηγούμενων ταινιών του γνωστού franchise της DC. Μπορεί ο Κρίστοφερ Νόλαν να άλλαξε την πορεία του Μπάτμαν με τον ευπρόσδεκτο «Σκοτεινό ιππότη» του (2008), με ένα πιο ανθρώπινο του Κρίστιαν Μπέιλ, ο Ματ Ριβς όμως έστρεψε τον δικό του Μπάτμαν προς μια ταινία ανάμεσα στο ψυχολογικό φιλμ νουάρ και το αστυνομικό θρίλερ με σίριαλ κίλερ (πολύ κοντά σε ταινίες όπως το Seven και το Zodiac του Φίντσερ, χρησιμοποιώντας στοιχεία και ευρήματα που σε κρατάνε καθηλωμένο στη θέση σου στα 175 λεπτά που διαρκεί η ταινία.

Όταν τον συναντάμε, ο Μπρους Γουέιν και το alter ego του, ο μασκοφόρος σταυροφόρος Μπάτμαν, του Ρόμπερτ Πάτινσον (ηθοποιός που μας έχει αποκαλύψει αρκετές άλλες ικανότητες από την εποχή του Χάρι Πότερ) έχει μετατραπεί σε ένα vigilante, έναν όμως καταπονημένο εκδικητή που προσπαθεί να σώσει ότι μπορεί στη διεφθαρμένη μεγαλούπολη του Γκόθαμ, που δεν απέχει και πολύ από την Αμερική του Τραμπ (μη ξεχνάμε πως τα γυρίσματα της ταινίας άρχισαν το 2020 και τέλειωσαν το 2021). Σ’ αυτή την Αμερική, ένας άλλος, διαφορετικός vigilante, στο πρόσωπο του Γρίφου (ένας πολύ καλός Πολ Ντέινο, με μια ερμηνεία συγγενική μ’ εκείνη στο «Θα χυθεί αίμα»), αρχίζει το δικό του «ξεκαθάρισμα», με στόχο πολιτικά και άλλα πρόσωπα στις υψηλότερες βαθμίδες του Γκόθαμ Σίτι, που θεωρεί υπεύθυνους για την κατάντια, με άλλα λόγια τη διαφθορά, της πόλης, ξεκινώντας από τον δήμαρχο και συνεχίζοντας με τον Εισαγγελέα και τον Διοικητή της Αστυνομίας, αποκαλύπτοντας το βρόμικο παρασκήνιο, τις δωροδοκίες και τη στενή συνεργασία των μελών τους με το οργανωμένο έγκλημα, φτάνοντας ακόμη και μέχρι και τον πατέρα Γουέιν, με την υποτιθέμενη Ανατροπή που σχεδίασε για μια υποτιθέμενη αναγέννηση της πόλης.

Ο Ματ Ριβς προχωρεί βήμα βήμα, με τη δεξιοτεχνία και το ρυθμό που γνωρίσαμε σε ταινίες όπως το «Κλόβερφιλντ» και τους δυο Πλανήτες των πιθήκων («Ο Πλανήτης των πιθήκων: η αυγή» και «Ο πλανήτης των πιθήκων: η σύγκρουση»), για να καταγράψει με λεπτομέρεια τις διαδοχικές δολοφονίες – τη μια πιο φρικτή από την άλλη – με τους γρίφους που τις συνοδεύουν και τους οποίους προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει ο μασκοφόρος εκδικητής, με ωραία, εξαιρετικά στημένα κυνηγητά, με μια αφήγηση από τον ίδιο τον Μπάτμαν που παραπέμπει στο νουάρ και τους σκληροτράχηλους ντετέκτιβ του, ακολουθώντας μια νευρώδη, γήινη θα έλεγα, σκηνοθεσία (και τονίζω το γήινη γιατί εδώ όλα συμβαίνουν πιο ρεαλιστικά, χωρίς τον Μπάτμαν να πετάει πάνω από ουρανοξύστες και να χρησιμοποιεί τις υπερφυσικές δυνάμεις του, μέσα από πλάνα που περιορίζονται στα πόδια και το περπάτημα του ήρωά του, ένα περπάτημα σταθερό και πάντα στη γη), σε σκηνές που εκτυλίσσονται σε μια πόλη πραγματική κόλαση που οδηγείται αναπόφευκτα στην Αποκαλυπτική καταστροφή της.

Με τον Μπρους Γουέιν, στοιχειωμένο από τα τραύματα ενός παρελθόντος, της δολοφονίας δηλαδή των γονιών του μπροστά στα τότε παιδικά του μάτια, και, μέσα από τη μορφή του σήμερα βασανισμένου Μπάτμαν, με τη βοήθεια του αστυνομικού διευθυντή Τζιμ Γκόρντον (Τζέφρι Ράιτ) και της περιστασιακής συντρόφου Σελίνας/Catwoman (με την Ζόε Κράβιτς να πετυχαίνει τη χημεία ανάμεσα στους δυο τους), να αναζητά λύσεις κρυμμένος μέσα στις σκιές μιας σε αναβρασμό, που έχει χάσει τον προορισμό της, πόλης, για να εκδικηθεί («I am vengeance», φωνάζει σε μια στιγμή) ή να αποδώσει δικαιοσύνη (οι γραμμές ανάμεσα στα δυο παραμένουν ηθελημένα θολές), και αντιμετωπίζοντας τους διάφορους, επικίνδυνους εχθρούς του, από τον Πιγκουίνο (ένας αγνώριστος Κόλιν Φαρέλ) και τον αρχιμαφιόζο Φαλκόνε (έξοχος στο ρόλο ο Τζον Τορτούρο) μέχρι τον Γρίφο, το «χέρι» μιας άλλης εκδίκησης με τις κατά συρροή (και κάθε φορά πιο φριχτές) δολοφονίες του, με τις συνοδευτικές προκλητικές κάρτες που αυτός απευθύνει προς τον Μπάτμαν.

Παρά τις όχι και τόσο δεμένες με το υπόλοιπο στιλ της ταινίας σκηνές του φινάλε, που μοιάζουν να ανήκουν σε άλλου είδους ταινία, ο Ριβς κατάφερε τελικά να μας δώσει μια ωραία και ειλικρινή αλλαγή, την οποία ελπίζω να ακολουθήσει και σε πιθανές «συνέχειες» του έπους αυτού του Μπάτμαν.