ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Παγκοσμιοποίηση και ρατσισμός από τον Μουντζίου, τρόμος και φαντασία από Λέα Μισιούς και Έμιλι Αντέφ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** R.M.N.
Ρουμανία, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κρίστιαν Μουντζίου. Ηθοποιοί: Μάριν Γκρίγκορ, Τζούντιντ Στατ, Μακρίνα Μπαρλαντεάνου. 125´

Ο Ρουμάνος σκηνοθέτης Κρίστιαν Μουντζίου, από τους βασικούς δημιουργούς του «νέου ρουμανικού κύματος», βραβευμένος με το Χρυσό Φοίνικα των Κανών, το 2007 για την ταινία του, «Τέσσερις μήνες, τρεις βδομάδες και δυο μέρες», επιστρέφει με την ταινία, «R.M.N.», μια εικόνα των ανατροπών που επέφερε στις ευρωπαϊκές χώρες η παγκοσμιοποίηση και η μετανάστευση.

Η ταινία παρουσιάζει την επιστροφή, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, από τη Γερμανία στο πολυεθνικό χωριό του στην Τρανσυλβανία, ενός εργάτη, του Ματίας. Ευκαιρία γι’ αυτόν όχι μόνο να φροντίσει το μικρό γιο του, τον Ρούντι, που μέχρι τώρα ζούσε με τη μητέρα του, Άνα, και ο οποίος έχει πρόβλημα με τη φωνή του αλλά με τον φόβο ενός άγνωστου άντρα που τον καιροφυλακτεί στο δάσος αλλά και να βοηθήσει τον άρρωστο πατέρα του Ότο και να ξανασυναντήσει την παλιά ερωμένη του, τη Σίλα, η οποία τώρα διευθύνει ένα μικρό εργοστάσιο παρασκευής ψωμιού. Όταν όμως το εργοστάσιο προσλαμβάνει τρεις ξένους εργάτες, μετανάστες από το Σρι Λάνκα, η φαινομενική ηρεμία του χωριού ανατρέπεται και αρχίζει να βγαίνει στην επιφάνεια ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία των χωρικών.

Με το έντονα ρεαλιστικό στιλ που γνωρίσαμε στις προηγούμενες ταινίες του («Πίσω από τους λόφους», «Η αποφοίτηση» και, βέβαια, το «Τέσσερις μήνες…»), ο Μουντζίου περιγράφει με λεπτομέρεια την αλλαγή που αρχίζει να εμφανίζεται στο μέχρι τότε ήρεμο χωριό: το διώξιμο των τριών, αν και Χριστιανών, μεταναστών, από την εκκλησία του χωριού, τη συντηρητική στάση του ιερέα της περιοχής, τον εκφοβισμό των ξένων και την προσπάθεια εμπρησμού του σπιτιού της Σίλα, η οποία φιλοξενεί τους τρεις εργάτες.

Με αποκορύφωμα τη μεγάλης διάρκειας σεκάνς της συζήτησης των χωρικών με τον δήμαρχο, όταν στην επιφάνεια αρχίζουν να βγαίνουν όλες οι φοβίες και οι ρατσιστικές προκαταλήψεις των «πιστών», με επικεφαλής τον ίδιο τον παπά, ξεκινώντας από το ότι οι ξένοι αυτοί δεν είναι καθαροί με αποτέλεσμα να βρωμίζουν το ψωμί, πως όντας Αφρικανοί έχουν άλλη ψυχοσωματική κατασκευή (άποψη που υποστηρίζει και ο….γιατρός του χωριού!), ότι μετά από αυτούς θα ακολουθήσει και η άφιξη κι άλλων μεταναστών, που θα αλλάξει τη σύνθεση του χωριού, πως δεν πρέπει να κάνουν ότι κάνουν οι Γάλλοι που έχουν κιόλας αλλάξει τη σύνθεση του πληθυσμού τους, κλπ..κλπ. Δηλαδή, ότι ακριβώς υποστηρίζουν τα διάφορα Ακροδεξιά κόμματα ανά την Ευρώπη (βλέπε Λεπέν) που έχουν αρχίσει να κατακτούν έδαφος με παρόμοιες λαϊκίστικες απόψεις.

Μια δυνατή, ιδιαίτερα τολμηρή για τη Ρουμανία, ταινία, που δείχνει πως ο Μουντζίου δεν έχει χάσει το πάθος του για τη διερεύνηση και την αποκάλυψη της αλήθειας.

*** Οι πέντε διάβολοι

Les cinq diables. Γαλλία, 2022. Σκηνοθεσία: Λέα Μισιούς. Σενάριο: Πολ Γκιγιόμ, Λέα Μισιούς. Ηθοποιοί: Αντέλ Εξαρχόπουλος, Σβαλά Εματί, Σάλι Ντραμέ, Πατρίκ Μπουσιτέ, Μουσταφά Μπενγκέ. 103´

Το μαγικό χάρισμα της Βικί, ενός 10χρονου κοριτσιού, που αναγνωρίζει τη μυρωδιά προσώπων και αντικειμένων, χρησιμοποιεί στη νέα της ταινία, «Οι πέντε διάβολοι» η Λέα Μισιούς («»Αύα») για να φτιάξει ένα έργο που συνδυάζει τα στοιχεία τρόμου με την (επιστημονική;) φαντασία.

Ιστορία που, στο μεγαλύτερο μέρος της παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια της Βικί, η οποία αρχίζει να μπλέκει την πραγματικότητα με την ονειρική φαντασία, όταν στο σπίτι τους, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στις γαλλικές Άλπεις. όπου η Βικί, παιδί μικρού γάμου και αντικείμενο χλευασμού από τις συμμαθήτριές της, ζει με τη δασκάλα κολύμβησης μητέρα της και τον πυροσβέστη πατέρα της, φτάνει απροσδόκητα η αποξενωμένη αδερφή της μητέρας της, Τζούλια.

Παρουσία που θα οδηγήσει σε αποκαλύψεις καλά κρυμμένων μυστικών, με τις κοινωνικές καταπιέσεις και τα ταμπού, με την Μισιούς να εκμεταλλεύεται τους φυσικούς, με τα επιβλητικά βουνά, και άλλους χώρους για να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα και τον γεμάτο μυστήριο και εκπληξεις ρυθμό, καταφέρνοντας να αποσπάσει δυο εξαιρετικές ερμηνείες, από την Αντέλ Εξαρχόπουλος (σ´ ένα από τους καλύτερους ρόλους της) και τη νεαρή Σάλι Ντραμέ στο ρόλο της Βικί.

*** Πιο πολύ από ποτέ

Plus que jamais. Γαλλία, 2022. Σκηνοθεσία: Έμιλι Ατέφ. Σενάριο: Έμιλι Ατέφ, Λαρς Ιμπρίς. Ηθοποιοί: Βίκι Κριπς, Γκασπάρ Ουλιέλ, Μπγιορν Φλόμπεργκ, Βαλερί Μποντσόν. 123´
Μια με σπάνια αρρώστια (ιδιοπαθή καυστική ίνωση) γυναίκα, που για να θεραπευτεί χρειάζεται μεταμόσχευση πνευμόνων, η Ελέν εγκαταλείπει τον πάντα ερωτευμένο μαζί της σύζυγο που της παραστέκεται, και αναζητά την ηρεμία και τη λύτρωση κοντά σ’ ένα καρκινοπαθή Νορβηγό που ζει απομονωμένος στα φιόρδ της Νορβηγίας, στη χαμηλών τόνων, δοσμενη με λεπτότητα, αυτή ταινία της Γερμανίδας σκηνοθέτριας Έμιλι Ατέφ («Trois jours a Quiberon», βραβευμένη το 2018 από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κιμηματογράφου).

Η Ατέφ, παράλληλα με την ιστορία ενός δυνατού έρωτα, εφτιαξε, με βάση ένα εξαίρετο, δοσμένο με λεπτότητα, σενάριο, και μια ταινία γύρω από τον αγώνα και την αγωνία μιας γυναίκας, που αισθάνεται τη ζωή της να τελειώνει και που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της και με τον άντρα που δεν έπαψε να αγαπά.Μέσα από σκηνές που η Ατέφ χρησιμοποιεί με φαντασία τη φυση και τα νορβηγικά τοπία (φωτογραφημένα με ξεχωριστή φροντίδα από τον Ιβ Καπ), με τις σκηνές στα νορβηγικά τοπία να τονίζουν την αρμονία που αναζητά η ηρωίδα, καταφέρνοντας να αποσπάσει εξαιρετικές ερμηνείες τόσο από την Βίκι Κριπς, συγκλονιστική στο ρόλο της Ελέν, όσο και από τους Γκασπάρ Ουλιέλ (που πέθανε, αμέσως μετά, σε χιονοδρομικό ατύχημα στα 38 του χρόνια) στο ρόλο του συζύγου και Μπγιορν Φλόμπεργκ στο ρόλο του Νορβηγού.

*** Στο σκοτάδι

Mark/Darkling. Σερβία, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ντούσαν Μίλιτς. Ηθοποιοί: Ντάρεν Πέτι, Ντανίκα Κούρσιτς, Σλάβκο Στίματς. 104´

Τη φρίκη του πολέμου, μέσα από τη βασανιστική ζωή που βιώνει μια οικογένεια Σέρβων στο Κόσοβο, καταγράφει στη δοσμένη με σασπένς πολιτική ταινία του ο Σέρβος σκηνοθέτης Ντούσαν Μίλιτς. Βασισμένη σε μια επιστολή από ένα μικρό κορίτσι που διαβάστηκε στον ΟΗΕ, η ταινία περιγράφει την καθημερινή, γεμάτη τρόμο, ζωή της μικρής Μίλιτσα, που ζει με τη μητέρα της (ο πατέρας και ο αδερφός της αγνοούνται) και τον παππού της, σε ένα απομονωμένο σπίτι, σε ένα δάσος. Σε ένα σπίτι όπου δέχονται συνεχείς νυχτερινές επιθέσεις από Αλβανούς (σκοτώνουν τα λιγοστά τους ζώα), και που η μικρή διεθνής στρατιωτική δύναμη δεν μπορεί να υπερασπίσει – στην πραγματικότητα δυο Ιταλοί στρατιώτες που γίνονται φίλοι με την οικογένεια και μεταφέρουν καθημερινά τη Μίλιτσα και τα λιγοστά άλλα παιδιά από οικογένειες που ζουν εκεί γύρω, στο μοναστήρι/σχολείο της περιοχής.

Ο Μίλιτς χρησιμοποιεί ένα καθαρά ρεαλιστικό στιλ στην αφήγηση του, το οποίο μπολιάζει με στοιχεία τρόμου, δημιουργώντας μια καταπιεστική, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα (η εντυπωσιακή φωτογραφία είναι του Κίριλ Προτάνοφ), ιδιαίτερα στις σκηνές της νύχτας, με τη μικρή Μίλιτσα κρυμμένη κάτω από ένα τραπέζι με μια σφυρίχτρα που της έδωσαν οι Ιταλοί για να καλέσει σε περίπτωση που κινδυνεύσει, με την οικογένεια να ζει καθημερινά με το φόβο του θανάτου και τον παππού να αρνείται να εγκαταλείψει το μισοερειπωμένο του σπίτι πιστεύοντας πως σ’ αυτό θα επιστρέψει κάποτε ο εξαφανισμένος γιος. Μια δυνατή, σπαρακτική, συγκινητική ιστορία, σχόλιο πάνω στα αφημένα σε εξωτερικές επεμβάσεις, εμφύλιους πολέμους και εθνοκαθάρσεις Βαλκάνια. Με το τελευταίο πλάνο της ταλαιπωρημένης Μίλιτσα που κοιτάζει κατευθείαν στην κάμερα, να σε στοιχειώνει.

** ½ – Ησυχία 5-9

Ελληνική ταινία, 2022. Σκηνοθεσία: Χρήστος Πασσαλής. Σενάριο: Χρήστος Πασσαλής, Ελένη Βεργέτη. Ηθοποιοί: Αγγελική Παπούλια, Χρήστος Πασσαλής, Σοφία Κόκκαλη, Μαρία Σκουλά, Θανάσης Δήμου. 82´

Η έλλειψη επικοινωνίας και η απώλεια σε μια αποξενωμένη κοινωνία είναι στο επίκεντρο της ταινίας «Ησυχία 5-9» του Χρήστου Πασσαλή. Η ταινία ξεκινά με την άφιξη, σε μια παράξενη πόλη, του Άρη, ενός νέου που φτάνει για να εργαστεί στις «κεραίες» με τις οποίες οι κάτοικοι μπορούν να έρθουν σε επαφή με τους «εξαφανισμένους» συγγενείς τους. Εκεί θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί την Άννα, γυναίκα που κάποια στιγμή θα εξαφανιστεί.

Οι κεραίες και οι κασέτες κυριαρχούν σ’ αυτή τη μισό-ερειπωμένη πόλη, όπου οι ζωντανοί έχουν την ευκαιρία, κάποιες ώρες, μετά τη λήξη της ησυχίας, να έρθουν σε «επαφή» με τα αγαπημένα τους πρόσωπα, επαφή που που ποτέ δεν μαθαίνουμε αν είναι όνειρο ή κάποιο άλλο παράλληλο σύμπαν – σε μια φανταστικη σκηνή, ειδος, ιεροτελεστίας, οι ζωντανοί άντρες παρακολουθούν και μιλούν με τις εξαφανισμένες γυναίκες τους μέσα από τρύπες σε ένα τοίχο (η πραγματικότητα) που τους χωρίζει από την άλλη πλευρά του (τη φαντασία) κι όπου, για να ολοκληρωθεί η «επαφή» επιδίδονται στη σεξουαλική αυτοϊκανοποίηση.

Παρόμοιες σκηνές καθώς και η όλη ατμόσφαιρα της πόλης, με τα καλώδια, τις κεραίες, και τις συνεχείς παρεμβολές με ήχους και ηλεκτρονικές τάσεις, αλλά και σκηνές με πουλιά που για παράξενους λόγους πέφτουν (ένα από αυτά χτυπάει τον Άρη στα πρώτα πλάνα της άφιξής του), οι περίεργες ντυμένες ομοιόμορφα καμαριέρες που περιφέρονται σε ένα έρημο ξενοδοχείο όπου μόνοι πελάτες είναι ο Άρης και η Άννα, παραπέμπουν αναπόφευκτα στο weird cinema του Λάνθιμου (ο ίδιος ο σκηνοθέτης ερμήνευε ένα ρόλο στον «Κυνόδοντα»), αν και η ταινία του Πασσαλή δεν καταφέρνει να αποκτήσει την ολοκληρωμένη εικόνα που κατάφερε ο σκηνοθέτης του «Κυνόδοντα». Δυστυχώς, από ένα σημείο κι ύστερα αισθάνεσαι πως παρά τα ενδιαφέροντα θέματα και την ωραία καφκική ατμόσφαιρα που δημιουργεί η ταινία του (στην οποία συμβάλλει και η πολύ ωραία φωτογραφία του Γιώργου Καρβέλα), στοιχεία που δείχνουν πως ο σκηνοθέτης έχει και ταλέντο και φαντασία, τόσο το άνισο σενάριο όσο και η επιδερμική τελικά σκηνοθεσία δεν δείχνουν να ολοκληρώνουν τις αρχικές προθέσεις του.

** Η ιστορία της γυναίκας μου

The Story of My Wife. Ουγγαρία, 2021. Σκηνοθεσία: Ίλντικο Ενιέντι. Σενάριο: Ίλντικο Ενιέντι, Μίλαν Φουστ (από το μυθιστόρημα του). Ηθοποιοί: Λέα Σεϊντού, Γκις Νάμπερ, Λουί Γκαρέλ. 169´

Στην ταινία της, «Η ιστορία της γυναίκας μου», η Ουγγαρέζα Ίλντικο Ενιέντι (Χρυσή Άρκτο στο φεστιβάλ Βερολίνου για την ταινία της, «Η ψυχή και το σώμα» και Χρυσή Κάμερα στις Κάνες για την ταινία της «Ο εικοστός μου αιώνας») στρέφεται σε μια ιστορία, βασισμένη σε ένα κλασικό ουγγρικό μυθιστόρημα, γύρω από τις σχέσεις ανάμεσα σε ένα καπετάνιο και τη γυναίκα του, που την παντρεύεται ύστερα από ένα στοίχημα με φίλο του, να παντρευτεί την πρώτη γυναίκα που θα μπει στο εστιατόριο, όπου τρώνε.

Η όλη ανάπτυξη, μαζί με την ανάπλαση της εποχής (βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα), την ωραία φωτογραφία και τα εξαιρετικά, πολύ πειστικά, ντεκόρ, μου θύμισαν τόσο τις ταινίες του Τζέιμς Άιβορι όσο και τις καλυτερες παραγωγές εποχής του BBC. Η Ενιέντι ξέρει να συνθέτει ωραία πλάνα και να αποσπά καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς της (ιδιαιτερα από τη Λέα Σεϊντού στο ρόλο της Λίζι), συνολικά όμως η ταινία δεν έχει τίποτα το ξεχωριστό να μας πει, όταν μάλιστα τη συγκρίνεις με τις προηγούμενες εντελώς προσωπικές της ταινίες, ενώ η μεγάλη της διάρκεια (2 ώρες και 49 λεπτά) δεν βοηθάει καθόλου.