Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη
Φαντασία ενάντια στη σκληρή πραγματικότητα

*** 1/2 – Ο επιφανής πολίτης

El ciudadano ilustre/The Distinguished Citizen. Αργεντινή/Ισπανία, 2016. Σκηνοθεσία: Γκαστόν Ντιπρά, Μαριάνο Κον. Σενάριο: Αντρές Ντιπρά. Ηθοποιοί: Όσκαρ Μαρτίνεζ, Ντάντι Μπριέβα, Νόρα Νάβας, Μανουέλ Βιθέντε.

Ο  «Επιφανής πολίτης» της βραβευμένης σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ (μαζί και Βενετίας και Θεσσαλονίκης, όπου κέρδισε το βραβείο κοινού),  ταινίας των Ντιπρά και Κον είναι ένας διάσημος, σε δημιουργικό αδιέξοδο, Αργεντινός νομπελίστας συγγραφέας.

Ζει στην Ισπανία και αποφασίζει, ύστερα από 40 χρόνια απουσίας και παρά τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις του, να επισκεφτεί, ύστερα από πρόσκληση του δημάρχου της, τη γενέτειρά του, μια μικρή, απόμερη κωμόπολη της Αργεντινής, την οποία είχε κάνει διάσημη μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του.

Ενα ταξίδι που, μετά από την αρχική, θριαμβευτική υποδοχή και τις συναντήσεις με φίλους και παλιές αγάπες, αρχίζει να μετατρέπεται σε μια εφιαλτική εμπειρία με συγκρούσεις με ζηλόφθονους πολίτες, ζηλιάρηδες συζύγους και πρόσωπα που είχε προσβάλει στα μυθιστορήματά του, και όπου η έννοια της λογοτεχνίας αρχίζει να παίρνει μιαν άλλη στροφή και να φέρνει αντιμέτωπες τη μυθοπλασία με τη συχνά σκληρή πραγματικότητα.

Με μια απλή, γραμμική αφήγηση, διανθισμένη με μπόλικο, συχνά μαύρο, χιούμορ (η ανατρεπτική ομιλία της αποδοχής του Νόμπελ στη Στοκχόλμη, το ταξίδι με ένα μισοχαλασμένο ταξί που τον αφήνει, χωρίς τηλέφωνο ή κάποιο μέσο επικοινωνίας, στο δρόμο, ένα μέτριο χωρίς τις ανέσεις που αναμένει ξενοδοχείο, η παρέλαση που αναγκάζεται να κάνει στον κεντρικό δρόμο της πόλης, όρθιος πάνω σε ένα  πυροσβεστικό όχημα, δίπλα στο κορίτσι που κέρδισε τον τίτλο της καλλονής της πόλης, το άγαλμα που του στήνουν στην πλατεία), οι σκηνοθέτες αφηγούνται τη μικρή τελικά «οδύσσεια» του συγγραφέα που κάποια στιγμή αντιμετωπίζει διαμάχες και αμφισβητήσεις από οργισμένους πολίτες που τον αντιμετωπίζουν ως ξένο και δεν είναι έτοιμοι να δεχτούν μερικές αλήθειες για τους ίδιους και την κοινωνία τους.

Στα συν της ταινίας, η πολύ καλή ερμηνεία του Όσκαρ Μαρτίνεζ (βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ Βενετίας) στο ρόλο του ταλαίπωρου συγγραφέα.

*** Raw

Γαλλία, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ζουλιά Ντικουρνό. Ηθοποιοί: Γκαράνς Μαργιέ, Ελά Ρουμφ, Λοράν Λικά. 99′

Η ωρίμανση, η γυναικεία σεξουαλικότητα και οι αδελφικές σχέσεις μέσα από τον κανιβαλισμό και τον τρόμο παρουσιάζονται με τρόπο εντυπωσιακό μέσα από τη βραβευμένη στις Κάνες (βραβείο FIPRESCI καλύτερης ταινίας στα παράλληλα τμήματα του φεστιβάλ) ταινία της πρωτοεμφανιζόμενης Γαλλίδας σκηνοθέτριας Ζουλιά Ντικουρνό.

Η Ζιουστίν (η αναφορά στα έργα του Μαρκήσιο Ντε Σαντ δεν είναι τυχαία), η 16χρονη ηρωίδα της ταινίας, χορτοφάγος φοιτήτρια σε ένα απάνθρωπο κτηνιατρικό κολέγιο, ύστερα από αναγκαστική, βάρβαρη “μύηση”, όπου αναγκάζεται να φάει το ώμο συκώτι κουνελιού, αρχίζει να αναπτύσσει κανιβαλιστικές ορέξεις, που η σκηνοθέτρια συνδυάζει έντεχνα με το σεξ και γενικά τη σεξουαλική αφύπνιση της νεαρής Ζιουστίν  ( με την Γκαράνς Μαριγιέ να δίνει  το απαραίτητο βάθος στο ρόλο).

Η Ντικουρνό ελέγχει πλήρως τα μέσα έκφρασης, αναπτύσσοντας με  ευρηματικότητα και σιγουριά τις σκηνές gore, που δείχνουν να γνωρίζει καλά το είδος (στο νου έρχονται η “Κάρι” του Ντε Πάλμα, αλλά και οι ταινίες του Κρόνενμπεργκ και του Κάρπεντερ), που τονίζει με μια πολύ πετυχημένη μουσική του Τζιμ Γουίλιαμς, σκηνές πρέπει να πω που συχνά ξεπερνούν τα ανεκτά συνήθως όρια (αναφέρω συγκεκριμένα τις σκηνές του κανιβαλισμού αλλά και την ανυπόφορη για πολλούς σκηνή του “ξυρίσματος”), ενώ, παράλληλα, εξετάζει, με μεθοδικότητα και επιμονή, τις σχέσεις ανάμεσα στη Ζιουστίν και τη μεγαλύτερη (πιο “μπασμένη” στις σεξουαλικές και άλλες αναζητήσεις) αδερφή της, Αλέξια (διάβαζε Ζιλιέτ).

** 1/2 – Το δέλεαρ του διαβόλου

The Devil’s Candy. ΗΠΑ, 2015. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σον Μπερν. Ηθοποιοί: Ίθαν Έμπρι, Σίρι Άπελμπι, Κιάρα Γκλάσκο. 79′

Στην κλασική ταινία τρόμου με στοιχειωμένα σπίτια και φαντάσματα στρέφεται στη δεύτερη αυτή (και πρώτη του αμερικανική) ταινία ο Αυστραλός σκηνοθέτης Σον Μπερν (είχε ήδη εντυπωσιάσει με την πρώτη του ταινία Th Loved Ones).

Με τις πρώτες κιόλας σκηνές μπαίνουμε στο θέμα και την ατμόσφαιρα της ταινίας: στο σκοτάδι του απομονωμένου σπιτιού, κάπου στο Τέξας, ένας αγαθιάρης άντρας παίζει στην κιθάρα του μουσική τρανταχτά για να καλύψει τις δαιμονικές φωνές που τον κατατρέχουν. Όταν η μητέρα του επεμβαίνει απειλώντας τον πως θα ζητήσει από τον πατέρα του να τον ξαναστείλει στο ψυχιατρείο, εκείνος θα τη σκοτώσει. Οπως θα σκοτώσει, στη συνέχεια, και τον πατέρα του που σύντομα καταφτάνει εκεί.

Οι φόνοι και οι φανταστικές, ανατριχιαστικές φωνές κάνουν δύσκολη την ενοικίαση του σπιτιού. Ώσπου εμφανίζεται ο ζωγράφος Τζέσι Χέλμαν (Ίθαν Έμπρι), μαζί με την οικογένεια του (τη γυναίκα και την έφηβη κόρη του), οι οποίος αποφασίζει να νοικιάσει το εγκαταλειμμένο αυτό σπίτι, θέλοντας να τους προσφέρει περισσότερο χώρο (αλλά και στον ίδιο για τη ζωγραφική του) και καλύτερη ζωή. Πολύ σύντομα όμως, ο Τζέσι θα αρχίσει να ακούει παράξενες φωνές και να ζωγραφίζει θέματα με δαίμονες.

Εκείνο που καταφέρνει πάνω από όλα ο Μπερν είναι να δημιουργήσει την απειλητική, τρομακτική ατμόσφαιρα έμμεσα (κάτι που δυστυχώς λείπει από τις σύγχρονες ταινίες τρόμου), χρησιμοποιώντας τους ήχους, τη μουσική (εδώ μια μέταλ μουσική, που την εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο), την εικόνα, τις σκιές, τις κινήσεις της μηχανής και το μοντάζ. Στον ασυνήθιστα περιορισμένο για τη εποχή μας χρόνο που διαρκεί η ταινία του (79 μόλις λεπτά), ο Μπερν κατορθώνει να στήσει την ιστορία του και να φτιάξει το πορτρέτο ενός σίριαλ-κίλερ, προσφέροντας ένα συνεχές, εφιαλτικό σασπένς και τις ανατριχίλες που αναμένει κανείς από παρόμοιες ταινίες.

** Ciao amore… Dalida

Dalida. Γαλλία, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Λίζα Αζουελός. Ηθοποιοί: Σβέβα Αλβιτί, Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, Ζαν-Πολ Ρουβ, Νικολά Ντιβοσέ, Αλεσάντρο Μπόργκι. 124′

Τη ζωή της γεννημένος στο Κάιρο Ιταλογαλλίδας ποπ τραγουδίστριας, γνωστής ως Δαλιδά, που μεσουρανούσε στη διάρκεια βασικά της δεκαετίας του ’50 (τραγούδησε και σε ταινία του Αιγύπτιου σκηνοθέτη Γιούσεφ Σαχίν) παρουσιάζει στη βιογραφική αυτή ταινία η Λίζα Αζουελός.

Δείγμα του συνηθισμένου success story, με την καλλιτεχνική επιτυχία από τη μια και το προσωπικό δράμα (εδώ οι διάφοροι έρωτες και η αυτοκτονία της) από την άλλη. Εκείνο που πέτυχε η σκηνοθέτρια είναι να στήσει ένα ελκυστικό μουσικό θέαμα (με τη Σβέβα Αλβιτί ικανοποιητική στο ρόλο της Δαλιδά, χωρίς όμως τη ζωντάνια και το πάθος της τραγουδίστριας), που, από πλευράς χαρακτήρων και καταστάσεων, παραμένει δυστυχώς εντελώς επιφανειακό. Στις αρετές της ταινίας, οι δεύτεροι ρόλοι, ιδιαιτέρα αυτός του Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, που ερμηνεύει τον αδερφό της, Ορλάντο.

** 1/2 – The Great Utopia

Ελλάδα, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Φώτος Λαμπρινός. Ντοκιμαντέρ. 90′

Εκατό ακριβώς χρόνια μετά τη μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση, ο Φώτος Λαμπρινός («Άρης Βελουχιώτης», «Καπετάν Κεμάλ, ο σύντροφος») στην ταινία του “Η μεγάλη ουτοπία”, μας παρουσιάζει, μέσα από επίκαιρα, συνεντεύξεις, και άλλο σπάνιο, αρχειακό υλικό, την πορεία της κομμουνιστικής επανάστασης, στην πρώτη της και πιο σημαντική περίοδο, του 1917-1934, και του μεγάλου οράματος των πρώτων μπολσεβίκων, που με επικεφαλής τον Λένιν, θέλησαν ν’ αλλάξουν ριζικά τον κόσμο.

Ένα ουτοπιστικό όραμα που, μετά μια πρώτη απελευθερωτική, εκπληκτική περίοδο (με εθνικοποιήσεις, νόμους για ελεύθερη παιδεία και κοινωνική πρόνοια για όλους, περίοδο όπου βρήκαν πρόσφορο πεδίο ανάπτυξης όλες οι τέχνες (ζωγραφική, λογοτεχνία και κινηματογράφος).

Η τότε Σοβιετική Ένωση οδηγήθηκε, από τον Στάλιν και τους γύρω του, σε ένα τελικά καταπιεστικό, άθλιο καθεστώς (από τις πιο φρικιαστικές σκηνές της ταινίας αναφλέξεων εκείνες με τις  αποκαλύψεις για την απάνθρωπη εκμετάλλευση των αγροτών και τον φριχτό λιμό που ακολούθησε, προκαλώντας το θάνατο 5 εκατομμυρίων ανθρώπων, με πολλούς να αναγκάζονται για να επιβιώσουν να τρώνε τους  νεκρούς τους -συγγενείς και παιδιά), καθεστώς που δεν μπορούσε παρά να οδηγηθεί τελικά στην παρακμή και τη διάλυση.

** 1/2- Σε τέσσερις χρόνους

Orpheline/Orphan. Γαλλία, 2016. Σκηνοθεσία: Αρνό Ντε Παλιέρ. Ηθοποιοί: Αντέλ Ενέλ, Αντέλ Εξαρχόπουλος, Τζέμη Άρτερτον, Σολέν Ριγκό, Βέγκα Γκιζιντέκ. 111′

Η διαδρομή μιας γυναίκας σε τέσσερις διαφορετικές ηλικίες της ζωής της (παιδική ηλικία, εφηβεία, νεαρή ηλικία και ώριμη γυναίκα), είναι στο επίκεντρο της νέας, φιλόδοξης ταινίας του Αρνό Ντε Παλιέρ (“Ο θρύλος του Μάικλ Κόλχααζ”).

Το πορτρέτο μιας γυναίκας που προσπαθεί να ξεφύγει από μια μίζερη, καταπιεστική ζωή στην ανδροκρατούμενη επαρχία και που την ερμηνεύουν τέσσερις  διαφορετικές ηθοποιοί (Ενέλ, Εξαρχόπουλος, Ριγκό και Γκιζιντέκ), με τέσσερις, αξίζει να αναφέρω, εξαιρετικές ερμηνείες.

Ο σκηνοθέτης αποπειράται να φωτίσει από πολλαπλές πλευρές το  δύσκολο αυτό εγχείρημά του, αν και, παρά το κοινωνικό υπόστρωμα που σκιτσάρει με ένα σχεδόν ντοκιμαντεριστικό τρόπο, δεν καταφέρνει να μας κάνει να ενδιαφερθούμε ιδιαίτερα για τις τέσσερις αυτές γυναίκες (ο διαχωρισμός σε τέσσερα πρόσωπα τελικά μπερδεύουν το θεατή) σε σύγκρουση με τον καταπιεστικό, εξευτελιστικό κόσμο των αντρών που τις περιστοιχίζουν.