ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Επιστροφή στους κλασικούς, Χίτσκοκ και Ντε Σίκα

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ – Ξένος ανταποκριτής

Foreign Correspondent. ΗΠΑ, 1940. Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ. Σενάριο: Τσαρλς Μπερνέτ, Τζόαν Χάρισον. Ηθοποιοι: Τζόελ ΜακΡέι, Λάρεν Ντέι, Χέρμπερτ Μάρσαλ, Τζορτζ Σάντερς, Άλμπερτ Μπάσερμαν, Έντμουντ Γκουέν, Χάρι Ντάβενπορτ. 120΄

Η σκηνή του φόνου με το κυνηγητό του δολοφόνου μέσα από δεκάδες ομπρέλες που κρατάν οι παρευρισκόμενοι, στο πολιτικό θρίλερ του Χίτσκοκ, «Ξένος ανταποκριτής» (γνωστός αρχικά με τον τίτλο της πρώτης προβολής του: «Πριν από τη θύελλα»), πρώτη ταινία που ο σκηνοθέτης γύρισε στην Αμερική (η «Ρεβέκα», γυρίστηκε αργότερα την ίδια χρονιά, αν και κυκλοφόρησε στις αίθουσες πριν από τον «Ξένο ανταποκριτή»), παραμένει, ακόμη και σήμερα, μια από τις πιο ωραίες, ευρηματικές, δοσμένες με ρυθμό, σκηνές του «μετρ της αγωνίας» και όχι μόνο.

 

Η πλοκή κινείται στο πνεύμα και των άλλων ταινιών του Χίτσκοκ, ο αθώος δηλαδή άντρας που μπλέκεται άθελά του, σε μια επικίνδυνη υπόθεση μυστηρίου και αγωνίας. Βρισκόμαστε στην Ευρώπη, λίγο μετά την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στην Πολωνία, όταν ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζόνι Τζόουνς (Τζόελ ΜακΡέι) στέλνεται στην Ευρώπη για να συναντήσει τον Βαν Μιρ, ένα Δανέζο διπλωμάτη, αρχηγού κόμματος της Παγκόσμιας Ειρήνης, που γνωρίζει τα πολιτικά παρασκήνια γύρω από την κρίσιμη κατάσταση στην Ευρώπη.

Με την άφιξή του όμως τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο: φόνοι, πολιτικά εγκλήματα, εκβιασμοί, διπλοί πράκτορες, ανατροπές, χωρίς να ξεχνάμε το McGuffin (απατηλά ίχνη), και το ρομαντικό στοιχείο (εδώ με την κόρη του Βαν Μιρ, που την ερμηνεύει η Λάρεν Ντέι), με τον Χίτσκοκ να τα χρησιμοποιεί με το γοργό ρυθμό που μας είχε συνηθίσει στις καλύτερες αγγλικές ταινίες του («Τα 39 σκαλοπάτια», «Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά» – του 1934), για να μας οδηγήσει στο αναμενόμενο χάπι-έντινγκ.

Παρά τις κάποιες σεναριακές αδυναμίες, η ταινία παραμένει, και σήμερα, πάντα απολαυστική, διανθισμένη με ωραία στημένες και με σασπένς σκηνές, έτοιμη, σε μια δεύτερη προβολή, να σου αποκαλύψει πράγματα και στοιχεία που μπορεί να έχασες στην αρχή, επιβεβαιώνοντας το μεγάλο ταλέντο του δημιουργού της. Ανάμεσα στις άλλες εξαιρετικές σκηνές της, αναφέρω εκείνη της πτώσης του αεροπλάνου στον ωκεανό ή εκείνη του κυνηγητού με αυτοκίνητο στην εξοχή, ή ακόμη εκείνη σε ένα ανεμόμυλο – σκηνές που και σήμερα εντυπωσιάζουν με τη δύναμη και την ευρηματικότητα τους.

 

Αξίζει ακόμη να αναφέρω πως η ταινία γυρίστηκε πριν η Αμερική μπει στον πόλεμο, με αποτέλεσμα, ακολουθώντας τις επιθυμίες των παραγωγών (να μη θιγούν τα συμφέροντα μεγάλων αμερικανικών εταιριών που εξακολουθούσαν να εμπορεύονται με τη Γερμανία του Χίτλερ), ο Χίτσκοκ αναγκάστηκε να αποφύγει την οποιαδήποτε αναφορά στους ναζί (το όνομα του Χίτλερ αναφέρεται, μια φορά, στην αρχή) ή τη γερμανική εισβολή (όλα συμβαίνουν στην άγνωστη χώρα, Μπορόβια, αν και ο θεατής καταλαβαίνει σε ποια), παρόλο που η ταινία γυρίστηκε με στόχο να αφυπνίσει από την απομόνωσή τους την πλειοψηφία των Αμερικανών, που ήθελαν τη χώρα τους να παραμείνει ουδέτερη στην επερχόμενη καταστροφή.

 

*** Χθες, σήμερα, αύριο

Ieri, oggi, domain. Ιταλία, 1963. Σκηνοθεσία: Βιτόριο Ντε Σίκα. Σενάριο: Εντουάρντο Ντε Φιλίπο, Τσέζαρε Ζαβατίνι, Ιζαμπέλα Κουαραντότι, Μπέλα Μπίλα, Λορέντζα Ζανούσο. Ηθοποιοί: Σοφία Λόρεν, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Άλντο Τζιουφρέ, Τέκλα Σκαράνο. 118΄

Μπορεί μετά τα κλασικά αριστουργήματα του ιταλικού νεορεαλισμού («Ο κλέφτης των ποδηλάτων», «Ουμπέρτο Ντε.»), ο Βιτόριο Ντε Σίκα να μην κατάφερε να γυρίσει άλλα αριστουργήματα, αρκετές όμως από τις κωμωδίες που σκηνοθέτησε με πρωταγωνίστρια συνήθως τη Σοφία Λόρεν, είχαν και χάρη και μπόλικο χιούμορ. Αναμφισβήτητα η καλύτερή του είναι το «Χθές, σήμερα και αύριο» (που κέρδισε και το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας), με τη Λόρεν και τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ένα διασκεδαστικό, δοσμένο με μπρίο και στιλ, τρίπτυχο γύρω από τρεις διαφορετικές γυναίκες και τη σχέση τους με τους άντρες, ταινία που είχε μεγάλη παγκόσμια επιτυχία και που βλέπεται πάντα με την ίδια απόλαυση.

Η πρώτη ιστορία, τοποθετημένη στη Νάπολη της δεκαετίας του ΄50 (πολύ κοντά σ’ εκείνες των νεορεαλιστικών ταινιών), έχει για ηρωίδα μια φτωχή γυναίκα που για να αποφύγει τη φυλάκιση για την πώληση τσιγάρων στη μαύρη αγορά, επιλέγει να μείνει έγκυος (που, σύμφωνα με τον ιταλικό νόμο την απαλλάσσει από φυλάκιση για τους επόμενους έξι μήνες), με αποτέλεσμα να μένει συνεχώς έγκυος, πράγμα που εξαντλεί τελικά τον άντρα της. Η δεύτερη (που είναι και η πιο αδύναμη), ακολουθεί μια πλούσια, παντρεμένη Μιλανέζα στη σχέση με τον εραστή της, ενώ, η τρίτη, και η πιο απολαυστική, παρουσιάζει τη Λόρεν στο ρόλο μιας πόρνης πολυτελείας, η οποία, εκτός από το σεξ, προσφέρει στους πελάτες της κι ένα αισθησιακό στριπτίζ, ώσπου ο έρωτάς της για ένα παπαδοπαίδι, θα αλλάξει (έστω και για λίγο) τον τρόπο συμπεριφοράς της.

** ½ – Μια αμερικάνικη ληστεία

American Animals. ΗΠΑ, 2018. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μπαρτ Λέιτον. Ηθοποιοί: Ίβαν Πίτερς, Αν Ντόουντ, Μπάρι Κέγκαν, Μπλέικ Τζένερ, Τζάρεντ Αμπραχάμσον. 116΄

Στην καρδιά της Αμερικής (America’s Heartland) στρέφεται ο Άγγλος σκηνοθέτης, Μπαρτ Λέιτον (γνωστός για το βραβευμένο ντοκιμαντέρ του, The Imposter) για να μας δώσει μια εικόνα της «χαμένης» ζωής μιας ομάδας ανέμελων, χωρίς σκοπό στη ζωή, παιδιών της μεσοαστικής κοινωνίας. Με βάση την αληθινή τους ιστορία, ο Λέιτον παρακολουθεί τους τέσσερις έφηβους «ήρωες» της ταινίας του, σπουδαστές στο Λέξινγκτον του Κεντάκι, οι οποίοι, το 2004, σχεδίασαν την απίθανη κλοπή τους: εκείνη ενός σπάνιου (αξίας 12 εκατομμυρίων δολαρίων) βιβλίου, από τη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου της πόλης τους. ενώ παράλληλα, οι αληθινοί δράστες σχολιάζουν, στις μέρες μας, μπροστά στην κάμερα του Λέιτον, τη ληστεία τους.

Στο νου έρχεται τόσο η ταινία «Αναχώρηση για Παρίσι» του Κλιντ Ίστγουντ (μόνο που εδώ έχουμε τους αληθινούς δράστες και όχι τους ηθοποιούς να σχολιάζουν τα συμβάντα) όσο και το «Ρασομόν» του Κουροσάβα και το «Funny Games» του Χάνεκε, σ’ ότι αφορά τις διαφορετικές, συχνά συγκρουόμενες, αφηγήσεις των αληθινών προσώπων. Ο Λέιτον ξέρει να παίζει έξυπνα ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την αντικειμενική (αν αυτή υπάρχει) αλήθεια ανάμεσα σ’ αυτά που συμβαίνουν και σε όσα σχολιάζουν οι συμμετέχοντες. Ταυτόχρονα κάνει ένα σχόλιο πάνω σ’ ένα τμήμα της σύγχρονης αμερικανικής νεολαίας, της απογοητευμένης με την πορεία των γονιών της, εκείνων της «σιωπηλής πλειοψηφίας», που, έχοντας καταστρέψει την οποιαδήποτε ιδέα του αμερικανικού (έστω και φανταστικού) ονείρου έχουν σήμερα οδηγήσει τη χώρα τους στην αγκαλιά πολιτικών όπως του Ντόναλντ Τραμπ.