ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Με τον Άπατοου να μετατρέπει τη θλίψη και τον πόνο μιας ομάδας ανώριμων, απροσάρμοστων νέων σε μια απολαυστική κωμωδία

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ Η τέχνη της ενηλικίωσης

The King of Staten Island. ΗΠΑ, 2020. Σκηνοθεσία: Τζαντ Άπατοου. Σενάριο: Τζαντ Άπαντοου, Στιβ Ντέιβιντσον, από βιβλίο του Ντέιβ Σάιρους. Ηθοποιοί: Πιτ Ντέιβιντσον, Μπελ Πόουλι, Μαρίζα Τομέι, Μοντ Άπατοου, Στιβ Μπουσέμι, Μπιλ Μπερ. 136΄

Όπως έγραφα και παλιότερα, με αφορμή τις προηγούμενες κωμωδίες του, «Παρθένος ετών 40», «Με την πρώτη» και «Πεθαίνω στα γέλια», κάθε νέα ταινία του, ο Τζαντ Άπατοου επιβεβαιώνει πως είναι σήμερα ένας από τους λιγοστούς εκείνους Αμερικανούς σκηνοθέτες που καταφέρνουν να δώσουν νέα πνοή στην κινηματογραφική κωμωδία. Σκηνοθέτες που συνεχίζουν την κωμωδία, όπως αναπτύχθηκε παλιότερα από σκηνοθέτες όπως ο Χάουορντ Χοκς, ο Έρνστ Λούμπιτς, ο Πρέστον Στέρτζες και ο Μπίλι Γουάιλντερ, κωμωδίες καταστάσεων, που συνδυάζουν τη φρεσκάδα και την ευρηματικότητα, με σωστά αναπτυγμένους χαρακτήρες, ωραία, με έξυπνες ατάκες, σενάρια και απολαυστικές ερμηνείες.

Στοιχεία που συναντάμε και στη νέα του αυτή ταινία, «Η τέχνη της ενηλικίωσης», μια ρομαντική κωμωδία ηθών, με τον Πιτ Ντέιβιντσον, γνωστό κωμικό από Saturday Night Live, στο ρόλο του ανώριμου, εκκεντρικού 24χρονου Σκοτ Κάρλιν, που ζει στο υπόγειο διαμέρισμα της μητέρας του (μια πολύ καλή Μαρίζα Τομέι), στο Νησί Στάτεν, περιφέρεται με μια ομάδα το ίδιο ανώριμων με αυτόν φίλων, έχει κρυφή σεξουαλική σχέση με κοπέλα της παρέας, την Κέλσι (Μπελ Πόουλι) και το όνειρό του είναι να γίνει καλλιτέχνης του τατουάζ, κάτι που κάνει συχνά και απερίσκεπτα, όπως όταν προσπαθεί να κάνει τατουάζ σ’ ένα 9χρονο αγόρι, πράγμα που θα τον μπλέξει με τον πατέρα του μικρού, πυροσβέστη, Ρέι (Μπιλ Μπερ), με μια αναπάντεχη κατάληξη που θα οδηγήσει σε φλερτάρισμα με τη μητέρα του.

Οι συμπαθητικοί αυτοί ήρωες του Άπατοου, ανώριμοι άνθρωποι, χαμένοι, losers, απροσάρμοστοι, μεμψίμοιροι, αλλά ειλικρινείς, που περιφέρονται μαστουρωμένοι στο Νησί Στάτεν, μέρος που αγαπούν και ταυτόχρονα μισούν (όπως ίσως και τους εαυτούς τους), πρόσωπα σ’ ένα στάδιο της ζωής τους, με τραύματα, θλίψη και πόνο (η απώλεια του πυροσβέστη πατέρα που δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί – απώλεια, που όπως μας πληροφορούν οι τίτλοι στο φινάλε της ταινίας ήταν παρόμοια και για τον πρωταγωνιστή Πιτ Ντέιβιντσον που έχασε τον πυροσβέστη πατέρα του), που αρνούνται να ενηλικιωθούν (ο Σκοτ προτιμάει να κάνει τον ηλίθιο και τον απογοητευμένο από τη ζωή, για να συνεχίζει να ζει στο σπίτι της μητέρας του), προσπαθούν, μέσα από την άρνηση και τον τρόπο γενικά της ζωής τους (ένα είδος Βιτελόνι του περιθωρίου), με τις ανώριμες αποφάσεις τους, τις τρέλες και τα αστεία ανέκδοτά τους, να ξεπεράσουν.

Όπως και στις προηγούμενες ταινίες του, η δομή του «Βασιλιά του Στάτεν Άιλαντ» (όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας) δεν ακολουθεί τα παραδοσιακά πρότυπα της κωμωδίας. Πολλά στοιχεία μοιάζουν άσχετα με το υπόλοιπο στόρι, αν και ο Άπατοου καταφέρνει να τους δώσει μια μορφή κι ένα ρυθμό, με το γεμάτο φαντασία και «τρελή» θα έλεγα έμπνευση στήσιμο.

Παράδειγμα η ληστεία που στήνουν ο Σκοτ και οι φίλοι του, ή οι σκηνές όπου ο Σκοτ περνάει τις μέρες – και τις νύχτες – του στο κτίριο της πυροσβεστικής, με τον Ρέι και τους άλλους πυροσβέστες, ανάμεσά τους κι ένα πρώην πυροσβέστη (ευκαιρία για μερικές όμορφες σκηνές με τον Στιβ Μπουσέμι), ή ακόμη τις σκηνές που ο Σκοτ, ενώ βρίσκει δουλειά σ’ ένα εστιατόριο, είναι αναγκασμένος να πυγμαχήσει με άλλο γκαρσόνι για να πάρει τα φιλοδωρήματα.

Στις αρετές της ταινίας τόσο και οι διάλογοι (πρέπει να πω πως στο πρώτο μέρος μου θύμισαν εκείνους του Κασσαβέτη) όσο και έξυπνες ατάκες (που συνδέουν την ταινία με την παλιά κλασική κωμωδία ηθών που ανάφερα στην αρχή), καθώς και η με δεξιοτεχνία ανάπτυξη των τριών βασικών του χαρακτήρων (μαζί και των ερμηνειών τους), του Σκοτ, της μητέρας του και του πυροσβέστη Ρέι, με τον οποίο αρχίζει το σοβαρό αίσθημα της μητέρας, με αποτέλεσμα τα 134 λεπτά της ταινίας να κυλάνε σχεδόν απαρατήρητα, αφήνοντάς σε να απολαύσεις το κάθε λεπτό του.

** Όταν έγινα πλούσιος

Si yo fuera rico. Ισπανία, 2019. Σκηνοθεσία: Αλβάρο Φερνάντεζ Αρμέρο. Σενάριο: Άνχελα Αρμέρο, Αλβάρο Φερνάντεζ Αρμέρο. Ηθοποιοί: Άλεξ Γκαρσία, Αλεξάντρα Χιμένεζ, Γιόρντι Σάντσεζ. 98΄

Ριμέικ της γαλλικής ταινίας «Αν ήμουν πλούσιος» (2002) είναι η ισπανική αυτή κωμωδία του Αλβάρο Φερνάντο Αρμέρο, με τον σκηνοθέτη να αντλεί από το πνεύμα των κωμωδιών του συμπατριώτη του, Λουίς Μπερλάνγκα («Καλωσορίσατε κύριε Μάρσαλ» και «Placido») για να καταγράψει τις περιπέτειες του άνεργου, και σε διάσταση με τη γυναίκα του, μικροαστού ήρωά του, που ξαφνικά κερδίζει στο λαχείο 20 εκατομμύρια ευρώ, και προσπαθεί να ξανακερδίσει τη γυναίκα του, η οποία είναι έτοιμη να πέσει στην αγκαλιά του ελκυστικού διευθυντή της, αν και, ο τυχεράκιας ήρωάς μας, ύστερα από συμβουλή του τραπεζίτη του, αποφεύγει να της αποκαλύπτει την τύχη του, για να μπορέσει να κρατήσει όλα τα χρήματα για τον εαυτό του, σε περίπτωση που εκείνη τελικά τον χωρίσει.

Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μια βασικά συνηθισμένη πλοκή για να αναπτύξει τα κωμικά του επεισόδια, με τον άνεργο ήρωά του να αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα, ζώντας στο αυτοκίνητό του και κάνοντας διάφορες χειρωνακτικές και άλλες δουλειές, καταστρέφοντας το αυτοκίνητο του αντίζηλου ή να προσπαθώντας να κάνει τη γυναίκα του να τον ζηλέψει. Αν και αρκετά από τα αστεία είναι κοινότοπα, η καλή ερμηνεία του Άλεξ Γκαρσία (τον είδαμε πρόσφατα και στο «Μέχρι ο γάμος να μας μεθύσει»), η σωστή ανάπτυξη ορισμένων επεισοδίων, τοποθετημένα πάντα σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο και ο σχετικά καλός ρυθμός της ταινίας, προσφέρουν στο θεατή που αναζητά την απλή απόλαυση, μια ευχάριστη καλοκαιρινή διασκέδαση.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

**** Με κομμένη την ανάσα

A bout de soufflé. Γαλλία, 1960. Σκηνοθεσία: Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Σενάριο: Φρανσουά Τριφό. Ηθοποιοί: Ζαν-Πολ ΜΠελμοντό, Τζιν Σίμπεργκ, Ντανιέλ Μπουλανζέρ. 90΄

Όταν πρωτοπαρουσιάστηκε η ταινία αυτή του Γκοντάρ, πρόδρομος, μαζί με «Τα 400 χτυπήματα» του Φρανσουά Τριφό, της γαλλικής νουβέλ βαγκ, εντυπωσίασε όχι τόσο με το θέμα της, ένα αστυνομικό/γκανγκστερικό δράμα (crime drama), όσο με τη μορφή της, μορφή που από τότε έχει επηρεάσει και πολλούς άλλους σκηνοθέτες. Μορφή επαναστατική για την εποχή της, ιδιαίτερα ενάντια στον κλασικό γαλλικό κινηματογράφο, που για τους νέους σκηνοθέτες (Γκοντάρ, Τριφό, Σαμπρόλ, Βαρντά, Ρομέρ, κ.ά.) είχε καταντήσει απρόσωπος, χωρίς καμιά φαντασία ή ανανέωση.

Ταινία που ο Γκοντάρ χρησιμοποιεί για να αντλήσει από τις γκανγκστερικές ταινίες του κλασικού αμερικανικού κινηματογράφου, ιδιαίτερα τα μπι-μούβις (και τον Μπόγκαρτ από τον οποίο εμπνέεται ο ήρωάς του) και να ανατρέψει τον τρόπο αφήγησης, τόσο με τη χρήση των πλάνων, το πρωτότυπο μοντάζ και τις κινήσεις της κάμερας (κάμερας που ύστερα από δεκαετίες έβγαζε για πρώτη φορά, έξω από τα στούντιο, στους δρόμους του Παρισιού, δημιουργώντας έξοχες, ατμοσφαιρικές σκηνές χάρη στη μαυρόασπρη φωτογραφία του Ραούλ Κουτάρ).

Ξαναβλέποντας την ταινία σήμερα, εξήντα χρόνια μετά την πρώτη προβολή της, μακριά από τις πρώτες εντυπώσεις και τις επίμονες προσπάθειες του 29χρονου τότε Γκοντάρ να προκαλέσει με κάθε τρόπο, μπορείς να δεις πως το συνηθισμένο στόρι του νεαρού κλέφτη ήρωά του (που ερμηνεύει, ο τότε άγνωστος νεαρός ηθοποιός Μπελμοντό), που, προσπαθώντας να διαφύγει, σκοτώνει έναν αστυνομικό, και της νεαρής Αμερικανίδας (μια άλλη νεαρή ηθοποιός, η πολύ καλή Τζιν Σίμπεργκ), που πουλάει αμερικανικές εφημερίδες στα Ηλύσια Πεδία και, για ένα διάστημα, παρασύρεται από τον παράτολμο κλέφτη/δολοφόνο του Μπελμοντό, μέχρι που η αστυνομία την πείθει να τον προδώσει, μετατρέπεται, χάρη στην τολμηρή, καινοτόμο φαντασία του Γκοντάρ, σε μια ταινία που εξακολουθεί να δείχνει την ομορφιά, τη δύναμη και τον πλούτο μιας τέχνης που δεν έπαψε και δεν θα πάψει να μας ενθουσιάζει και να μας γοητεύει.

*** ½ Σαμπρίνα

Sabrina. ΗΠΑ, 1954. Σκηνοθεσία: Μπίλι Γουάιλντερ. Σενάριο: Μπίλι Γουάιλντερ, Σάμιουελ Τέιλορ. Ηθοποιοί: Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Όντρι Χέπμπορν, Γουίλιαμ Χόλντεν. 113΄

Απολαυστική ρομαντική κωμωδία του μετρ του είδους (και αρκετών άλλων πιο καυστικών κωμωδιών) Μπίλι Γουάιλντερ. Με την Όντρι Χέπμπορν εξαιρετική στο ρόλο της όχι και τόσο όμορφης, ονειροπαρμένης νεαρής, κόρης του σοφέρ των Λάραμπι του Λονγκ Αϊλαντ, μιας πάμπλουτης οικογένειας επιχειρηματιών, η οποία, ύστερα από μια σύντομη διαμονή στο Παρίσι, μετατρέπεται σε μια κομψή, ελκυστική και σοφιστικέ κοπέλα, ή, αν προτιμάτε, Σταχτοπούτα, που θα γοητεύσει τόσο τον πλέιμποϊ της οικογένειας (Γουίλιαμ Χόλντεν) όσο και τον σοβαρό αδερφό του και αρχηγό της οικογένειας (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ), ο οποίος αποφασίζει να την φλερτάρει για να την κάνει να τον ερωτευτεί (με στόχο να την στείλει πίσω στο Παρίσι) ώστε να μπορέσει να παντρέψει τον αδερφό του με την κόρη ενός άλλου επιχειρηματία, βοηθώντας έτσι την οικογενειακή επιχείρηση.

Πρόκειται για μια κωμωδία με ένα φαινομενικά συνηθισμένο σενάριο, με μερικές μάλιστα απίθανες σκηνές (όπως εκείνη όπου η Χέπμπορν αποπειράται ν’ αυτοκτονήσει) κόρη ενός άλλου επιχειρηματία ώστε να βοηθήσει την οικογενειακή μπίζνες). Κι είναι ακριβώς εδώ που βλέπει κανείς τη δεξιοτεχνία και την έμπνευση του Γουάιλντερ που καταφέρνει να σε κάνει να δεχτείς ακόμη και τις πιο απίθανες και τρελές καταστάσεις, χάρη στη μεγάλη φαντασία, τη φρεσκάδα, την ευρηματικότητα, την πρωτοτυπία καθώς και τον τρόπο με τον οποίο ισορροπεί το σλάπστικ με το χιούμορ και την ειρωνεία, ενώ, παράλληλα καταφέρνει να αποσπάσει έξοχες, απολαυστικές ερμηνείες και από τους τρεις πρωταγωνιστές του.