ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Εφιαλτική αλληγορία πάνω στον κομφορμισμό μιας αστικής κοινωνίας

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ – Vivarium

ΗΠΑ, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Λόργκαν Φίνεγκαν. Ηθοποιοί: Τζέσι Αϊζενμπεργκ, Ίμοτζεν Πουτζ, Τζόναθαν Άρις, Σέναν Τζένινγκς, Ίναν Χάρτγουικ. 97΄

Αλληγορία για μια σύγχρονη αστική κοινωνία ευημερίας που διοργανώνει τη ζωή της σε φαινομενικά ελεγχόμενους, πανομοιότυπους οικισμούς, που σταδιακά μετατρέπονται σε μια ανεξέλεγκτη κόλαση είναι η δεύτερη αυτή ταινία τρόμου (;, αν και, θα έλεγα, φαντασίας), του Λόργκαν Φίνεγκαν (είχε ήδη ξεχωρίσει με την πρώτη του ταινία τρόμου, «Without Name»), ταινία κάτι ανάμεσα στο «The Truman Show» και «The Groundhog Day».

Η ταινία αρχίζει με ένα νεαρό ζευγάρι, τον Τομ (Τζέσι Αϊζενμπεργκ) και τη Τζέμα (Ίμοτζεν Πουτζ) να παρασύρονται από έναν παράξενο υπάλληλο γραφείου ακινήτων να επισκεφθούν έναν υπό ανάπτυξη προαστιακό οικισμό με το όνομα Yonder, όπου προσφέρονται με ελκυστικές προσφορές έτοιμα πανομοιότυπα σπίτια. Ενώ ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το προσφερόμενο στον αριθμό 9 σπίτι, σε ένα οικισμό με πανομοιότυπα (βαμμένα πράσινα) σπιτάκια, το ζευγάρι ανακαλύπτει πως ο υπάλληλος έχει εξαφανιστεί και, παρ’ όλο που προσπαθούν να εγκαταλείψουν την περιοχή, ανακαλύπτουν πως βρίσκονται σ’ ένα λαβύρινθο που, κάθε φορά, τους οδηγεί πίσω στο αριθμό 9 σπίτι.

Έχοντας οδηγήσει το αυτοκίνητό τους ολημέρα στους πανομοιότυπους, φοβιστικούς δρόμους με τα πράσινα σπίτια, το ζευγάρι αναγκάζεται, όταν τους τελειώνει η βενζίνη, να επιστρέψει στο σπίτι που είχαν επισκεφτεί για να κοιμηθούν. Με τη μια μέρα να ακολουθεί μια άλλη, παρόμοια με την προηγούμενη, με κουτιά, γεμάτα με τα φαγητά και γενικά τα αναγκαία, να εμφανίζονται κάθε τόσο στην εξώπορτα τους. Ώσπου μια μέρα, σ’ ένα από τα κουτιά βρίσκουν ένα μωρό με ένα σημείωμα που λέει, «μεγαλώστε το για να απελευθερωθείτε».

Η καθημερινή ζωή τους στο εφιαλτικό αυτό προάστιο αρχίζει να μετατρέπεται σε ένα κλειστοφοβικό δράμα, μια αληθινή κόλαση, βουτηγμένη στη μοναξιά και μια απόλυτη, ανυπόφορη σιωπή, με τους δυο τους να απομακρύνονται από την υποτιθέμενη ειδυλλιακή μέχρι τότε ζωή τους, με τον άντρα να γίνεται ολοένα και πιο αλαζόνας και απλησίαστος, αφιερώνοντας τη ζωή του στο σκάψιμο ενός τούνελ που πιστεύει πως θα τον οδηγήσει έξω από τον λαβύρινθο, και τη γυναίκα, αν και στην αρχή εχθρική προς το μωρό, να αναπτύσσει σταδιακά το μητρικό της ένστικτο και να ενδιαφέρεται για το παιδί – μόνη ευχάριστη στιγμή εκείνη στην οποία το ζευγάρι, μαζί με το αγόρι, χορεύουν στο δρόμο, στους ήχους μιας μοντέρνας μουσικής.

Ενώ οι μέρες περνούν βασανιστικά, το μωρό αρχίζει περιέργως να μεγαλώνει καθημερινά με εκπληκτική ταχύτητα – φέρνοντας στο νου την ταινία «Η πόλη των καταραμένων»/The Village of the Damned – έτσι ώστε σε μερικές βδομάδες να έχει μετατραπεί σε 9χρονο αγόρι (που εκνευριστικά μιμείται το ζευγάρι, ή αρχίζει να στριγγλίζει όταν δεν του έχουν ετοιμάσει έγκαιρα το φαγητό του) και αργότερα σε νέο, τρομακτικό όταν το αποφασίζει άντρα (κάποια στιγμή τους κλειδώνει έξω από το σπίτι τους), με τη ζωή τους να οδηγείται αναπόφευκτα στην τραγωδία.

Πίσω από την ιστορία αυτή της «τέλειας ζωής», κρύβεται ένα πικρό σχόλιο πάνω στην πραγματική συζυγική ζωή και τις σχέσεις του ζευγαριού σε μια απρόσωπη, χωρίς πνευματικές και ηθικές αξίες, συντηρητική, κομφορμιστική κοινωνία, που ο Φίνεγκαν πετυχαίνει με το όλο στήσιμο των σκηνών, τα εφιαλτικά ντεκόρ, με τους δαιδαλώδεις δρόμους και τα ομοιόμορφα σύννεφα, και την όλη κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, που τονίζουν τόσο οι ήχοι (μαζί και οι, το ίδιο εφιαλτικές, σιωπές) όσο και η υποβλητική, σε μια queer ατμόσφαιρα, μουσική του Kristian Eidnes Andersen.

** ½ – Η δίκη των 7 του Σικάγου

The Trial of the Chicago 7. ΗΠΑ, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Άαρον Σόρκιν. Ηθοποιοί: Έντι Ρεντμέιν, Άλεξ Σαρπ, Σάσα Μπάρον Κοέν, Φρανκ Λαντζέλα, Τζέρεμι Στρονγκ, Μαρκ Ράιλανς. 129΄

Σε μια περίοδο που οι διαδηλώσεις με τις πορείες ενάντια στο ρατσισμό, την καταπίεση και την απερίσκεπτης και απάνθρωπη άσκηση της αστυνομικής βίας στις ΗΠΑ και όχι μόνο, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια περίοδο που με τον πρόσφατο διορισμό από τον πρόεδρο Τραμπ μιας συντηρητικής γυναίκας στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, η ταινία του Άαρον Σόρκιν αποκτά μια ιδιαίτερη επικαιρότητα.

Η ιστορία αναφέρεται σε μια μεγάλης διάρκειας δίκη του 1969 των 7 ακτιβιστών ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, κατηγορούμενων για συνωμοσία και υποκίνηση σε ταραχές σε συγκρούσεις με την αστυνομία στο Σικάγο τον Αύγουστο του 1968 στη διάρκεια του Εθνικού Συνεδρίου των Δημοκρατικών – στη δίκη των κατηγορούμενων υπήρχε και ένα 8ο μέλος, ο αρχηγός των Μαύρων Πανθήρων, Μπόμπι Σιλ, που δεν είχε καμιά σχέση με τους 7 κα τις συγκρούσεις, αλλά βρισκόταν εκεί για να μιλήσει στο πλήθος.

Με την τότε πολύ πρόσφατη εκλογή του Ρίτσαρντ Νίξον στην προεδρία, ο υπουργός Δικαιοσύνης ζητά από τον Γενικό Εισαγγελέα, Ρίτσαρντ Σουλτζ (Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ) να αναλάβει την υπόθεση με στόχο να καταδικάσει τους χίπηδες κατηγορούμενους για «συνωμοσία και παρακίνηση για έκτροπα», στα οποία ο νέος Εισαγγελέας, αν και αρχικά αντιδρά, αναγκάζεται να ακολουθήσει και να παραπέμψει τους 7 (μαζί και τον 8ο κατηγορούμενο Μπόμπ Σιλ) σε δίκη. «Να νικήσεις! Αυτό αναμένεται από σένα», τον διατάζει ο υπουργός.

Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται στο δικαστήριο, με ένα επίμονο και κάθε άλλο παρά δίκαιο δικαστή, Τζούλιους Χόφμαν (έξοχος στο ρόλο ο Φρανκ Λαντζέλα) να απορρίπτει προκλητικά μαρτυρίες και καταθέσεις και να αρνείται στον Σιλ να εκπροσωπήσει, ελλείψει δικηγόρου, τον εαυτό του, ενώ, αργότερα, όταν ο τελευταίος επιμένει να διατάζει να τον δένουν με αλυσίδες και να τον φιμώνουν (γεγονός που σόκαρε τότε το δικαστήριο και ενέπνευσε και πολλά σκίτσα σε εφημερίδες της εποχής) – οι σκηνές των αντιπαραθέσεων του Μπόμπι Σιλ με τον δικαστή, αξίζει να τονίσω πως είναι από τις πιο ωραία στημένες και δυνατές της ταινίας.

Παράλληλα με τις δικαστικές σκηνές, ο Σόρκιν αντιπαραθέτει σκηνές τόσο από επίκαιρα και διαδηλώσεις της εποχής, μαζί και την απερίγραπτη βία που χρησιμοποιεί η αστυνομία για να καταστείλει τη διαδήλωση στο Πάρκο, όσο και παρασκηνιακές σκηνές ανάμεσα στις συζητήσεις και τους διαπληκτισμούς των βασικών κατηγορούμενων, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο την πολιτική στρατηγική τους σχετικά με τον πόλεμο του Βιετνάμ και τη στάση τους στη δίκη:

Από τη μια, τον Τομ Χέιντεν (Έντι Ρεντμέιν) και τον Ρένι Ντέιβις (Άλεξ Σαρπ), μέλη της Δημοκρατικής Οργανώσεως των φοιτητών, και από την άλλη, τους χίπηδες Άμπι Χόφμαν (με τον Σάσα Μπάρον Κοέν να εκμεταλλεύεται το κοινό κάνει επίθετό τους για να προκαλεί με το χιούμορ του τον δικαστή Χόφμαν) και Τζέρι Ρούμπιν (Τζέρεμι Στρονγκ), μέλη του Διεθνούς Κόμματος Νεολαίας, ενώ, παίζοντας το ρόλο του «μεσολαβητή» βρίσκεται ο μεσήλικας Ντέιβιντ Ντέλιντζερ, σκηνές που δεν είναι πάντα αρκετά επιδέξια δεμένες με τις, πολύ πιο καλύτερες σκηνές του δικαστηρίου.

Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει την ταινία από του να σε παρασύρει στην όλη πορεία της δίκης (μιας παρωδίας, στην πραγματικότητα, δίκης) και να σε μπλέξει (χάρη και στις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών) σ’ έναν αγώνα για δικαιοσύνη και ελευθερία του λόγου και της έκφρασης που συνεχίζεται, με το ίδιο πάθος, και στις μέρες μας.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

***** Ο κόσμος του Απού

Apu Sansar. Ινδία, 1959. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σατιαζίτ Ράι. Ηθοποιοί: Σουμίτρα Τσάτερζι, Σαρμίλα Ταγκόρ, Άλοκ Τσακραβάρτι. 105΄

Στο τρίτο μέρος της θαυμάσιας τριλογίας του, ο Σατιαζίτ Ράι ακολουθεί τον νεαρό Απού στην πορεία του, πρώτα στο ταξίδι του για σπουδές στην Καλκούτα, χάρη σε μια υποτροφία, ύστερα στο γάμο του με μια όμορφη νεαρή κοπέλα, για να καταλήξει στην απώλεια πρώτα της μητέρας του, και στη συνέχεια της γυναίκας του, ενώ, τελικά, μετά από μια μεγάλη περιπλάνηση, επιστρέφει στο χωριό του θείου του για να αναλάβει την ευθύνη του μικρού του γιου του.

Ο Ράι αντιμετωπίζει την ιστορία του με την ίδια αγάπη, την ίδια ομορφιά και τη μαγεία που συναντάμε και στις προηγούμενες ταινίες του. Οι απλές, όμορφες, βουτηγμένες σε ποίηση εικόνες, ο δοσμένος με λυρισμό ρυθμός, οι όμορφα φωτογραφημένοι από τον Σουμπράτα Μίτρα χώροι (τα δάση, ο ουρανός, η βροχή), οι ωραίες ερμηνείες (ανάμεσά τους και της 14χρονης Σαρμίλα Ταγκόρ που ερμηνεύει τη γυναίκα του Απού), δημιουργούν μια ταινία εκπληκτικής ομορφιάς και δυνατών αισθημάτων, με εικόνες που μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη σου – ανάμεσα στις καλύτερες, δοσμένες με ατόφια συγκίνηση, σκηνές αναφέρω εκείνη του γάμου του Απού, ενός γάμου που ξεκινά με άλλο γαμπρό (που αποδεικνύεται τρελός) και που αναγκάζεται να τον αντικαταστήσει ο σπουδαστής Απού, ο οποίος βρίσκεται εκεί για να παραστεί στο γάμο ενός φίλου.