Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Αδέλφια σε σύγκρουση

Rams. Αυστραλία, 2020. Σκηνοθεσία: Τζέρεμι Σιμς. Σενάριο: Τζούλς Ντάνκαν. Ηθοποιοί: Σαμ Νιλ, Μάικλ Κέιτον, Μιράντα Ρίτσαρντσον, Γουέιν Μπλερ. 118´

Ριμέικ της εξαιρετικής, βραβευμένης στις Κάνες. (βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα») ισλανδικής ταινίας «Δεσμοί αίματος» του Γκρίμουρ Χακόναρσον, γύρω από δυο αποξενωμένα αδέρφια που ζουν σε διπλανά κτήματα μιας απομακρυσμένης ισλανδικής κοιλάδας και που έχουν να μιλήσουν 40 χρόνια, είναι η νέα ταινία του Αυστραλού ηθοποιού/σκηνοθέτη Τζέρεμι Σιμς.

Η αρρώστια που αρχίζει να εξοντώνει τα ειδικά κοπάδια που εκτρέφουν τόσο αυτοί όσο και άλλοι εκτροφείς της περιοχής, καθώς και η κυβερνητική απόφαση να σφαγιαστούν όλα τα πρόβατα της περιοχής και για τα επόμενα δυο χρόνια να μη γίνει καμία νέα εκτροφή, θα οδηγήσει τα αδέλφια, τον Κόλιν (Σαμ Νιλ) και τον Λες (Μάικλ Κέιτον), σε σύγκρουση και θα δώσει ένα αναπάντεχο φινάλε στην πολυετή τους διαμάχη.

Ο Κόλιν, ο πιο έξυπνος και ευρηματικός από τα δυο αδέρφια, θα βρει τρόπο να αντισταθεί στην απόφαση των ηλίθιων και άσχετων με τα προβλήματα των αγροτών, γραφειοκρατών που εκπροσωπούν την κυβέρνηση, με τον «επαναστάτη» Λες να αντιστέκεται αρχικά αν και χωρίς κανένα σχέδιο, στο παράλογο πρόγραμμα εξόντωσης των ζώων, που θα καταστρέψει το βασικό μέσο επιβίωσης σε ολόκληρη την περιοχή.

Πέρα από το ωραίο στήσιμο και τη δραματουργική χρήση των φυσικών χώρων της περιοχής (που εκμεταλλεύεται έξυπνα η φωτογραφία του Στιβ Άρνολντ, δίνοντας ένα ποιητικό τόνο στην όλη ιστορία), το κύριο ατού της ταινίας είναι οι εξαιρετικές ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών, τόσο του Σαμ Νιλ, που τονίζει την ευαίσθητη, προστατευτική πλευρά του χαρακτήρα του Κόλιν, όσο και του Μάικλ Κέιτον που τονίζει την ανυπότακτη πλευρά του Λες, και με την Μιράντα Ρίτσαρντσον να προσφέρει τη ρομαντική πλευρά στην ιστορία.

** Το καλοκαίρι του 85

Ete 85/Summer of 85. Γαλλία, 2020. Σκηνοθεσία: Φρανσουά Οζόν. Σενάριο: Φρανσουά Οζόν, από μυθ. Άινταν Τσέιμπερς. Ηθοποιοί: Φελίξ Λεφέβρ, Μπενιαμίν Βουαζέν, Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι, Μελβίλ Πουπό. 101´

Με το νεανικό, ομοφυλοφιλικό έρωτα ανάμεσα σε δυο νέους καταπιάνεται στη νέα του αυτή ταινία, ο πολυβραβευμένος σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ (Κανών, Βενετίας, κ.ά.) Φρανσουά Οζόν. Σε αντίθεση όμως με ταινίες όπως «Κάτω από την άμμο», «Οκτώ γυναίκες», «Η πισίνα» και «Νέα και όμορφη», σ’ αυτό το «Καλοκαίρι του 85», ο Οζόν δείχνει να παραμένει στη στασιμότητα που έδειχνε σε πιο πρόσφατες ταινίες του («Ο διπλός εραστης» και «Θέλημα θεού»), περιορίζοντας την αφήγηση του σε μια επίπεδη ανάπτυξη από την οποία λείπει η τρυφερότητα, η ευαισθησία και η οξυδέρκεια με τα οποία αντιμετώπιζε τα θέματα του στις καλύτερες ταινίες του.

Η ταινία ξεκινά με τον ένα από τα δυο νεαρά παιδιά, τον 16χρονο Αλεξίς (Φελίξ Λεφέβρ) που, ενώ σαλπάρει στη θάλασσα κάπου στη Νορμανδία, κινδυνεύει όταν μια τρικυμία ανατρέπει το σκάφος του και τον σώζει την τελευταία στιγμή ο Νταβίντ (Μπενιαμίν Βουαζέν), που τον μεταφέρει και τον φροντίζει στο σπίτι του, με μια παράξενη, πρόθυμη μητέρα (Βαλέρια Μπρούνι Ντεντέσκι) να τον γδύνει και να τον βάζει να κάνει μπάνιο. Από το πρώτο πλάνο μαθαίνουμε πως ο Αλεξίς σκότωσε τον φίλο του (τον βλέπουμε με χειροπέδες να τον μεταφέρει η αστυνομία) ενώ ακούμε τον ίδιο να παραδέχεται τη δολοφονία του και να μας μιλά για το θάνατο, ζητώντας από τον θεατή αν δεν ενδιαφέρεται να σταματήσει να βλέπει την ταινία…

Στη συνέχεια και μέσα από διάφορα φλας-μπακ, χωρίς χρονολογική ακολουθία, παρακολουθούμε τον Αλεξίς στη σχέση του με τον Νταβίντ, με τον Οζόν να καταγράφει το σταδιακό πέρασμα του Αλεξίς που από απλή φιλία για τον Νταβίντ να μετατρέπεται σε σεξουαλική σχέση, ενώ παράλληλα προσπαθεί να δημιουργήσει κάποιο σασπένς σχετικά με το γιατί και πώς ο Αλεξίς οδηγήθηκε στο φόνο του φίλου του.

Ενώ παράλληλα παρακολουθούμε της σχέση του Αλεξίς με ένα ιδιαίτερα εξυπηρετικό (σε ερωτικές σχέσεις με τους μαθητές του) καθηγητή του (Μελβίλ Πουπό), που θα τον βοηθήσει και θα του συμπαρασταθεί στο δικαστήριο, καθώς και με την παράξενη μητέρα του Νταβίντ (η όπως παραδέχεται σε μια στιγμή στον Αλεξίς, ο Νταβίντ σώζει ελκυστικούς νέους που κινδυνεύουν να πνιγούν, υπονοώντας πως στη συνέχεια συνάπτει σχέσεις με αυτούς).

Η ιστορία (νεανικός έρωτας, ωρίμανση) παραπέμπει σε μια άλλη, εξαιρετική ταινία («Καλοκαίρι του 42» του Μάλιγκαν), ενώ η σεξουαλική αφύπνιση και η ομοφυλοφιλική σχέση θυμίζει το Call Me By My Name. Δυστυχώς, όμως, από κάποιες σκηνές με αναφορές (βασικά μουσικές και με ωραία επιλογή τραγουδιών, όπως το Sailing του Ροντ Στιούαρτ) στη δεκαετία του 80, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, ο Οζόν δεν καταφέρνει να μεταδώσει τη ζωντάνια και τη ξεγνοιασιά της τότε νεολαίας που επέλεξε να αφηγηθεί, με τους δυο νεαρούς ηθοποιούς του να μη καταφέρνουν να δημιουργήσουν τη χημεία που απαιτείται ανάμεσα τους.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

***** Τα 400 χτυπήματα

Les quatre cents coups. Γαλλία, 1959. Σκηνοθεσία: Φρανσουά Τριφό. Σενάριο: Φρανσουά Τριφό, Μαρσέλ Μουσί. Ηθοποιοί: Ζαν-Πιέρ Λεό, Αλμπέρ Ρεμί, Κλερ Μοριέ. 99´

Με την πρώτη του κιόλας ταινία, «Τα 400 χτυπήματα», ο Τριφό κατόρθωσε να επιδείξει όλες τις ικανότητες του. Ταινία που κέρδιζε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών το 1959, ανοίγοντας επίσημα το δρόμο στη νουβέλ βαγκ, μια ταινία που είναι στο περισσότερο μέρος της αυτοβιογραφικό φιλμ, με τον Τριφό  α παρουσιάζει με τρόπο ποιητικό την απάτη που υπάρχει στη θεωρία ότι τα παιδικά χρόνια είναι τα καλύτερα της ζωής μας. Και λέω αυτοβιογραφικό, γιατί, όταν ο Τριφό ήταν ακόμα δεκατεσσάρων χρόνων κλείστηκε για ασήμαντο λόγο σε σωφρονιστήριο και μονάχα χάρις στις προσπάθειες του κριτικού, και θεωρητικού των Cahiers. Αντρέ Μπαζέν αφέθηκε ελεύθερος.

Στα Χτυπήματα έχουμε μια αναπαράσταση –μπορούμε να πούμε– αυτής της εμπειρίας του σκηνοθέτη. Ήρωάς του είναι ο δωδεκάχρονος Αντουάν Ντουανέλ που μια μέρα βλέπει τη μητέρα του αγκαλιασμένη μ’ έναν άγνωστο. Η σκηνή αυτή δημιουργεί παράξενες αντιδράσεις στον Αντουάν που τον κάνουν να δηλώσει στο σχολείο, πως η μητέρα του πέθανε. Όλοι βέβαια τον πιστεύουν, ώσπου εμφανίζεται η μητέρα του, και ο πατέρας του τού δίνει ένα γερό ξύλο μπροστά σ’ όλη την τάξη. Ο Αντουάν φεύγει από το σπίτι του και μαζί με ένα φίλο του σχεδιάζουν να πάνε στη θάλασσα. Για να έχουν μερικά χρήματα κλέβουν μια γραφομηχανή από το γραφείο του πατέρα του Αντουάν, ο πατέρας του όμως τον τσακώνει και τον παίρνει στην αστυνομία. Τον στέλνουν σε Αναμορφωτική Σχολή, απ’ όπου ο Αντουάν δραπετεύει και, τελικά, τρέχοντας μέσα από χωράφια, φτάνει κοντά στην παραλία, σε μια από τις πιο όμορφες και καταπληκτικές σκηνές που έχει να παρουσιάσει ο κινηματογράφος.

Τα Τετρακόσια χτυπήματα είναι μια ταινία γεμάτη προτερήματα και εξαιρετική δύναμη –πότε κωμική, ποτέ πικρόχολη, σχεδόν τραγική. Πάντα γεμάτη ποίηση, τέτοια που να βάζει τον σκηνοθέτη της στην πρώτη σειρά των Γάλλων σκηνοθετών. Η ταινία γίνεται στα χέρια του Τριφό –τους διαλόγους τους έγραψε ο ίδιος μαζί με τον Μαρσέλ Μουσί– ένα κατηγορώ ενά-ντια στην απανθρωπιά που συναντά κανείς στη μεσαία τάξη και τις τιποτένιες προκαταλήψεις της για ορισμένες πλευρές της ζωής. Μερικοί λένε πως ο Τριφό επηρεάστηκε από τον Βιγκό και τον Κοκτό. Ο ίδιος ο Τριφό παραδέχεται επιδράσεις από τον Μπαλζάκ και τον Ρενουάρ ιδιαίτερα από τη Μασσαλιώτιδα. Όπως και να έχει το πράγμα, ένα είναι βέβαιο: παρ’ όλες τις επιδράσεις, ο Τριφό δημιούργησε ένα προσωπικό ύφος στον κινηματογράφο, ένα ύφος σημαντικό, που θα επηρεάσει με τη σειρά του άλλους κινηματογραφιστές.

«Η ειλικρίνεια μιας ταινίας», απάντησε ο Τριφό σε ερώτηση γαλλικού κινηματογραφικού περιοδικού, «είναι πολύ πιο σημαντική από την τεχνική της αρτιότητα, που τείνει ν’ αφήνει μόνο μια εντύπωση ψυχρότητας. Θέλουμε να ελευθερώσουμε τον κινηματογράφο από όλα τα καλλιτεχνικά, τεχνικά και οικονομικά του σφάλματα και συμβιβασμούς. Μερικοί μιλούν για Οικονομικό Κεφάλαιο που θα ήταν μια βοήθεια ποιότητας στην κινηματογραφία. Δε θα ήταν καλύτερα να έχουμε ένα Κεφάλαιο που θα ήταν βοήθεια φιλοδοξίας; Γιατί εκείνο που έχει αξία είναι να καλυτερεύσει κανείς τον εαυτό του, και μια ταινία δε θα πρέπει να κρίνεται για την τεχνική της τελειότητα, αλλά για την ειλικρίνειά της, για τη φωνή της καρδιάς της». (Το κείμενο είναι από το κεφάλαιο «Ο νέος γαλλικός κινηματογράφος» του βιβλίου μου, «Μαγικά ταξίδια», που κυκλοφορεί ήδη από τις εκδόσεις Ιωλκός).

**** Νύχτα πρεμιέρας

Opening Night. ΗΠΑ, 1977. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τζον Κασσαβέτης. Ηθοποιοί: Τζίνα Ρόουλαντς, Μπεν Καζάρα, Τζον Κασσαβέτης, Τζόαν Μπλοντέλ, Πολ Στιούαρτ.

Το υπαρξιακό άγχος μιας διάσημης ηθοποιού του θεάτρου που βρίσκεται στο ναδίρ της καριέρας της αφηγείται στο δυνατό αυτό, συναρπαστικό ψυχολογικό δράμα, ο βασικός δημιουργός του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, Ελληνοαμερικάνος σκηνοθέτης Τζον Κασσαβέτης («Σκιές», «The Killing of a Chinese Bookie», «Μια γυναίκα εξομολογείται»).

Η ηρωίδα του, Μέρτλ Γκόρντον (έξοχη η τότε γυναίκα του Κασσαβέτη, Τζίνα Ρόουλαντς, σε ένα αξέχαστο ρεσιτάλ ηθοποιίας), που προετοιμάζεται για ένα νέο έργο, όπου για πρώτη φορά θα ερμηνεύει ηλικιωμένη γυναίκα, αντικρίζει ξαφνικά μια έφηβη θαυμάστριά της (που φαίνεται να της θυμίζει το νεαρό εαυτό της) να σκοτώνεται σε δυστύχημα μετά που καταφερε να της πάρει αυτόγραφο, ένα θάνατο που θα της προκαλέσει κρίση, που μαζί με την κρίση μέσης ηλικίας οδηγείται στο πιοτό και σε τρακ στη σκηνή, αναστατώνοντας τα πρόσωπα γύρω της, τον σκηνοθέτη της (Μπεν Καζάρα), τον πρωταγωνιστή της (Τζον Κασσαβέτης) και τη συγγραφέα του έργου (Τζόαν Μπλοντέλ), που ετοιμάζει για το Μπρόντγουεϊ.

Ο Κασσαβέτης εστιάζει την κάμερά του στα πρόσωπα των βασικών του χαρακτήρων, και ιδιαίτερα εκείνο της Μερτλ, καταγράφοντας τον εύθραυστο χαρακτήρα της, μέσα από την κάθε λεπτομέρεια της έκφρασής της, του βλέμματος της, των συσπάσεων του προσώπου της, των κινήσεων της (χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκηνή με τους καθρέφτες όταν η Μερτλ ξεμακιγιάρεται), αφήνοντάς της ταυτόχρονα και χώρο για αυτοσχεδιασμό, με ένα επίμονο και σε βάθος ρεαλισμό, που, ορισμένες φορές μετατρέπεται, σε σουρεαλισμό, όπως στις σκηνές που η Μερτλ φαντάζεται τη νεκρή θαυμάστριά της ως μούσα και έμπνευση της. Προσφεροντάς μας σκηνές αξέχαστες όπως εκείνες του φινάλε που φτιάχνουν οι ίδιοι οι ηθοποιοί στη σκηνή, με την Μερτλ να καλύπτει τις αδυναμίες και το μεθύσι της και την «ομάδα φίλων» του Κασσαβέτη (Πίτερ Φαλκ, Σίμουρ Κασέλ και Πίτερ Μπογκντάνοβιτς) να συγχαίρουν την πρωταγωνίστρια.

Η ταινία είχε δυστυχώς υποτιμηθεί την εποχή της (στην Αμερική παραμερίστηκε στα Όσκαρ και πρωτοπροβλήθηκε στις αίθουσες πολύ αργότερα, το 1991!).Η σημερινή επανέκδοση της μας δίνει την ευκαιρία να την απολαύσουμε όπως της αξίζει. Γιατί πρόκειται για μια ξεχωριστή ταινία στη μικρή αλλά σημαντική φιλμογραφία του δημιουργού της. Μια ταινία πολύ προσωπική, ένας ύμνος στον ηθοποιό και την αξία της τέχνης στη ζωή μας.